Θα σας διηγηθώ ένα παραμύθι…παραμύθι αληθινό…
Μια φορά και έναν καιρό και ακόμα περισσότερο, υπήρχε μια όμορφη και μεγάλη πόλη χτισμένη στα ανατολικά της Ονειροχώρας. Εκεί ζούσε ένας παιχνιδοποιός που έφτιαχνε τις ωραιότερες κούκλες του κόσμου. Όλες ήταν αψεγάδιαστες. Φτιαγμένες με τα καλύτερα υλικά. Ντυμένες με τα ακριβότερα υφάσματα. Συνοδευόμενες από τα πιο φανταχτερά ονόματα. Όλοι οι άρχοντες και οι ευγενείς της χώρας ερχόντουσαν στον παιχνιδοποιό και έδιναν χρήματα πολλά για να αποκτήσουν τις τόσο υπέροχες και τέλειες κούκλες που έφτιαχνε. Μια μέρα, καθώς ο παιχνιδοποιός κρατούσε στα χέρια του το τελευταίο του δημιούργημα και του έδινε πνοή, ακούστηκε ένας
δυνατός κρότος έξω από την πόρτα του.
Τρόμαξε. Το χέρι του κουνήθηκε. Και.. Τι τρομερό! Μια σταγόνα χρώματος ξέφυγε από το πινέλο δημιουργώντας ένα μικρό σημαδάκι ακριβώς κάτω από το μάτι της όμορφης κούκλας του. Προσπάθησε να το διορθώσει αλλά ήταν πια αργά. Το σημάδι φαινόταν σαν δάκρυ στο πρόσωπο της. Ποιος θα ήθελε μια κούκλα που δακρύζει? Οι άνθρωποι θέλουν να βλέπουν χαμογελαστά πρόσωπα. Χαρούμενα. Να καλύπτουν την δικιά τους μελαγχολεία. Η κούκλα δεν μπορούσε να πουληθεί έτσι. Ήταν παντελώς άχρηστη. Της έδωσε το όνομα Αδιαφορία και την παράτησε με έναν μορφασμό στο περβάζι του παραθύρου του. Ο χρόνος περνούσε. Ο παιχνιδοποιός συνέχισε να φτιάχνει και να πουλάει όμορφες και χαμογελάστες κούκλες.
Η Αδιαφορία σιωπήλη στεκόταν πάντα στο περβάζι του παραθύρου. Ποτέ δεν της έδινε σημασία. Ήταν η απόδειξη ότι είχε κάνει λάθος. Και δεν του άρεσε αυτό. Σε ποιον αρέσει άλλωστε να παραδέχεται τα λάθη του και να τα κοιτάει κατάματα? Ένα πρωινό, ο παιχνιδοποιός πετάχτηκε στο διπλανό μαγαζί να αγοράσει λίγο κόκκινο χρώμμα που του τελείωσε, αφήνοντας στο μαγαζί μόνο του τον Σταχτύ, τον γάτο του. Ο Σταχτύς άλλο που δεν ήθελε να σεργιανίζει χωρίς ενόχληση στο πολύχρωμο εργαστήρι του αφεντικού του. Μ’; ένα πήδο φτάνει στο ανοιχτό παράθυρο και πλησιάζει την Αδιαφορία. Ποτέ δεν την συμπάθησε αυτή την κούκλα. Είχε κάτι. Κάτι που τον ενοχλούσε. Χώνοντας τα μουστάκια του στα μαλλιά της και με μια ελαφριά κίνηση του κεφαλιού του, ρίχνει την Αδιαφορία στο χώμα.
Μακριά από τα δικά του εδάφη. Εκείνη την ώρα, έτυχε να περνάει με το καφασάκι του ο κ.Αντρέας. Ένας άντρας φτωχός, που έφτιαχνε τα παπούτσια των περαστικών. Η γυναίκα του είχε φύγει στην γέννα και αυτός έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να μην λείψει η φροντίδα και η τροφή στην κορούλα του. Καθώς λοιπόν έψαχνε τόπο να αράξει τα εργαλεία του, βλέπει κάτι να γυαλίζει μέσα από μια λακούβα λάσπη. Βάζει τα χέρια του μέσα, το σηκώνει και το σκουπίζει προσεκτικά. Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Ήταν μια κούκλα. Ποτέ δεν μπόρεσε να πάρει κάποιο παιχνίδι στην κόρη του. Και τώρα; Κρατάει στα χέρια του το πιο όμορφο που είχε δει ποτέ του. Την καλύπτει με το παλτό του και τρέχει χαρούμενος σπίτι. Σήμερα θα είχαν γιορτή. Ο παιχνιδοποιός επέστρεψε στο εργαστήρι του και συνέχισε να φτιάχνει τις παραγγελίες του. Ξαφνικά κρύωσε. Σαν ένας παγωμένος αέρας να έχει καταλάβει όλο τον χώρο.
Έριξε μερικά ακόμα ξύλα στην φωτιά και κάθισε στην μεγάλη πολυθρόνα του. Και όμως. Δεν μπορούσε να ζεσταθεί. Αισθανόταν την απώλεια να του καίει τα ρουθούνια και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί. Πήγαινε πάνω -κάτω στο δωμάτιο προσπαθώντας να βρει την λύση. Μέρες ολόκληρες. Δεν είχε διάθεση να φτιάξει άλλες κούκλες. Ούτε να ακούει τα φιλοφρονήματα των ευγενών. Ήθελε μόνο να διώξει αυτό το περίεργο και πρωτόγνωρο συναίσθημα από μέσα του.
Ώσπου. Το κατάλαβε. Γύρισε αργά προς το μέρος του παραθύρου και έμεινε ακούνητος. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του. Την είχε χάσει. Για πάντα Ο κ.Αντρέας μπαίνει φουριόζος μέσα στο σπίτι και σηκώνει ψηλά το ξανθό κοριτσάκι του που έπαιζε με ένα κουτάλι και μια μικρή κατσαρολίτσα. Την αφήνει κάτω. Κάνει μια βαθία υπόκλιση βγάζοντας το φθαρμένο του καπέλο. Και της παρουσιάζει με μια θεατρινίστικη φιγούρα το απόκτημα του. Η μικρή νόμιζε ότι έβλεπε όνειρο. Δάκρυα χαράς άρχισαν να τρέχουν στο πρόσωπο της. Αγκάλιασε με δέος την όμορφη κούκλα της. Και την ονόμασε αγαπη..αγαπη αληθινη..
ΠΗΓΗ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου