Ο ήρωας που έγινε καστανάς…(μια συγκινητική ιστορία -και για παιδιά)
…
οἱ νέες γενιές πρέπει νά μάθουν, νά διδαχθοῦν ἀπό τήν οἰκογένεια καί τό
Σχολεῖο γιά τό Ἔπος τοῦ 1940. Γιά τό καλό της Πατρίδας μας...
Οἱ ἱστορίες πού μοῦ λέει ὁ παππούς μου καί μάλιστα αὐτές πού ἔ χουν σχέση μέ τήν πατρίδα μας μοῦ ἀρέσουν πάρα
πολύ. Μερικές φορές μέ συγκινοῦν. Καί ἄλλες μέ γεμίζουν μέ περηφάνεια πού εἶμαι γέννημα-θρέμμα αὐτής τής πατρίδας πού
λέγεται Ἑλλάδα.
Πλησίαζε ἡ γιορτή της 28ης Ὀκτωβρίου. Καί ̓γώ πήρα τό σκαμνάκι μου, τό ἔβαλα κοντά στήν πολυθρόνα του καί τοῦ εἶπα:
-Τί θά μοῦ πεῖς σήμερα, παππού;
- Τί γιορτάζετε μεθαύριο στό Σχολεῖο; μέ ρώτησε, χωρίς νά μοῦ ἀπαντήσει.
-Στίς 27 θά γιορτάσουμε τή Σημαία καί τή νίκη ἐναντίον τῶν Ἰταλῶν, ἀπάντησα μέ καμάρι πού τό ἤξερα.
-Τή Σημαία… καί τή νίκη ἐναντίον τῶν Ἰταλῶν…
Ἀναπολοῦσε ὁ παππούς. Ὄχι, δέν πολέμησε τό ̓40. Ἦταν, λέει, μικρός. Εἶχε ὅμως μιά ἱστορία νά μοῦ πεῖ… ἤ μάλλον νά μοῦ διαβάσει. Πήρε ἕνα περιοδικό ἀπό τό γραφεῖο του καί…
«Ἤμουν1 στό τό 1952 καί βρισκόμουνα στήν Πλατεία Κλαυθμῶνος, ὄχι ὅπως εἶναι σήμερα.
Ἐκείνη τήν στιγμή ἔπεφτε ὁ ἥλιος καί θά γνωρίζετε ὅτι μέ τήν δύση του, γίνεται ὑποστολή τής σημαίας. Τότε τό Ὑπουργεῖο Ναυτικοῦ ἦταν ἐκεῖ καί ἡ σημαία κυμάτιζε ἀκόμα στό κτήριο. Σήμερα εἶναι ἄλλες ὑπηρεσίες τοῦ Ναυτικοῦ. Τότε πάντα κάθε πρωί, θά θυμοῦνται οἱ παλιοί, γινόταν ἔπαρση σημαίας καί σταματοῦσαν τά… πάντα, ὅπως καί στή δύση τοῦ ἡλίου γινόταν ὑποστολή. Ἦταν στιγμές ὡ ραῖες, ἀπίθανες ποὺ ζοῦσαν τότε οἱ ἄνθρωποι.
Τό ἄγημα2 ἀποδόσεως τιμῶν (ἦταν) στόν χῶρο του, καί ἀκοῦμε τόν σαλπιγκτή νά δίνει τό σύνθημα γιά τήν ὑποστολή της σημαίας. Τό ἄγημα παρουσιάζει ὄπλα.
Ὁ ἀξιωματικός χαιρετά καί παίζεται ὁ Θούριος3
. Ὅλοι οἱ παριστάμενοι ἐκεῖ καί οἱ περαστικοί, ὅπως καί ἐγώ, σταθήκαμε σέ στάση προσοχής.
Ἀποδίδεις μέ αὐτό τόν τρόπο τήν τιμή στό ἱερό μας σύμβολο, στή γαλανόλευκη σημαία.
Τελειώνοντας ἡ διαδικασία της ὑποστολής τής σημαίας, οἱ διαβάτες συνεχίζουν τό δρόμο τους, ἐνῶ ἐγώ παρέμεινα ἀπό συνήθεια λίγο ἀκόμα. Τότε βλέπω τό νεαρό ἀξιωματικό νά κατευθύνεται θυμωμένος πρός ἕνα γεροδεμένο πλανόδιο καστανά…
- Γιατί δέν σηκώθηκες ὄρθιος, γιά νά τιμήσεις τή σημαία μας. Δέν ἔχεις φιλότιμο;
Ὁ ἄνθρωπος ἔμεινε βουβός, ἐγώ παρακολούθησα ἔντρομος καί φοβερά συγκλονισμένος… Μετά βλέπω τόν καστανά ὅτι ἔγινε κατακόκκινος καί ἄρχισε νά τρέμει. Ἤθελε νά φωνάξει, ἀλλά βλέπω μέ ἔκπληξη ὅτι συγκρατεῖται, καί σκύβοντας τό κεφάλι του ἄρχισε νά κλαίει μέ λυγμούς. Ὅμως συνέρχεται γρήγορα, σκουπίζει τά δάκρυά του καί μέ πολλή δύναμη τῶν χεριῶν του (αὐτά ἦταν γερά) στυλώνει τό σῶμα του δυνατά, σπρώχνει τόν πάγκο του μέ τά κάστανα μπροστά καί φωνάζει μέ ὅλη τή ψυχή του, στό νεαρό ἀξιωματικό δυνατά:
«Πῶς νά σηκωθῶ, κύριε; Της τά ἔδωσα της Πατρίδας καί τά δύο», καί σηκώνει τά μπατζάκια τοῦ παντελονιοῦ, ὅπου φάνηκαν δύο πόδια κομμένα πάνω ἀπό τά γόνατα. Καί ξαναρχίζει νά κλαίει. Ὁ κόσμος, ὅπως καί ἐγώ, γύρω του κλαίει καί χειροκροτεῖ, ὅμως περισσότερο ἀπό ὅλους κλαίει ὁ νεαρός ἀξιωματικός…
Ἐκείνη τή στιγμή ἔγινε κάτι τό ἀλησμόνητο, φοβερή σκηνή γιά Ὄσκαρ. Ὁ ἀξιωματικός σκύβει καί ἀγκαλιάζει καί φιλεί τόν καστανά, καί ἐν συνεχεί στέκεται εὐθυτενής μπροστά στόν ἥρωα καί φέρνει τό δεξί του χέρι στήν ἄκρη τοῦ γείσου τοῦ πηλίκιού του καί τόν χαιρετάστρατιωτικά.
Τοῦ ἀπονέμει «τάς κεκανονισμένας τιμάς» ποὺ δέν μπόρεσε ἐκεῖνος τυπικά νά ἀποδώσει στή σημαία μας, γιατί της χάρισε καί τά δύο πόδια στά βορειοηπειρωτικά βουνά μας, γιά νά μπορεῖ νά κυματίζει σήμερα ψηλά ἡ κυανόλευκη σημαία σέ λεύτερη πατρίδα.
Καί οἱ ἄλλοι, οἱ πολλοί νά μποροῦν νά πηγαίνουν μέ γρήγορο βήμα στίς εἰρηνικές ἀπασχολήσεις τους, χωρίς νά γνωρίζουν ὅτι περνοῦν μπροστά ἀπό ἕναν ἥρωα τοῦ ἀλβανικοῦ μετώπου, τόν Ἕλληνα ἥρωα πολεμιστή, ὅποιο ἐπάγγελμα καί νά ̓χει. Ἄλλοι δέν μιλοῦν, ἄλλοι ὅμως εἰρωνεύονται. Γἰ αὐτό οἱ νέες γενιές πρέπει νά μάθουν, νά διδαχθοῦν ἀπό τήν οἰκογένεια καί τό Σχολεῖο γιά τό Ἔπος τοῦ 1940. Γιά τό καλό της Πατρίδας μας.»
Φανερά συγκινημένος τελείωσε τήν ἀνάγνωση ὁ παππούς. Γύρισα καί τόν κοίταξα. Τά δάκρυα ἔβρεχαν τό γερασμένο του πρόσωπο…
Δέν εἶπα τίποτα…
Τί νά πῶ;
Ἔκλαιγα καί Eγώ…
Οἱ ἱστορίες πού μοῦ λέει ὁ παππούς μου καί μάλιστα αὐτές πού ἔ χουν σχέση μέ τήν πατρίδα μας μοῦ ἀρέσουν πάρα
πολύ. Μερικές φορές μέ συγκινοῦν. Καί ἄλλες μέ γεμίζουν μέ περηφάνεια πού εἶμαι γέννημα-θρέμμα αὐτής τής πατρίδας πού
λέγεται Ἑλλάδα.
Πλησίαζε ἡ γιορτή της 28ης Ὀκτωβρίου. Καί ̓γώ πήρα τό σκαμνάκι μου, τό ἔβαλα κοντά στήν πολυθρόνα του καί τοῦ εἶπα:
-Τί θά μοῦ πεῖς σήμερα, παππού;
- Τί γιορτάζετε μεθαύριο στό Σχολεῖο; μέ ρώτησε, χωρίς νά μοῦ ἀπαντήσει.
-Στίς 27 θά γιορτάσουμε τή Σημαία καί τή νίκη ἐναντίον τῶν Ἰταλῶν, ἀπάντησα μέ καμάρι πού τό ἤξερα.
-Τή Σημαία… καί τή νίκη ἐναντίον τῶν Ἰταλῶν…
Ἀναπολοῦσε ὁ παππούς. Ὄχι, δέν πολέμησε τό ̓40. Ἦταν, λέει, μικρός. Εἶχε ὅμως μιά ἱστορία νά μοῦ πεῖ… ἤ μάλλον νά μοῦ διαβάσει. Πήρε ἕνα περιοδικό ἀπό τό γραφεῖο του καί…
«Ἤμουν1 στό τό 1952 καί βρισκόμουνα στήν Πλατεία Κλαυθμῶνος, ὄχι ὅπως εἶναι σήμερα.
Ἐκείνη τήν στιγμή ἔπεφτε ὁ ἥλιος καί θά γνωρίζετε ὅτι μέ τήν δύση του, γίνεται ὑποστολή τής σημαίας. Τότε τό Ὑπουργεῖο Ναυτικοῦ ἦταν ἐκεῖ καί ἡ σημαία κυμάτιζε ἀκόμα στό κτήριο. Σήμερα εἶναι ἄλλες ὑπηρεσίες τοῦ Ναυτικοῦ. Τότε πάντα κάθε πρωί, θά θυμοῦνται οἱ παλιοί, γινόταν ἔπαρση σημαίας καί σταματοῦσαν τά… πάντα, ὅπως καί στή δύση τοῦ ἡλίου γινόταν ὑποστολή. Ἦταν στιγμές ὡ ραῖες, ἀπίθανες ποὺ ζοῦσαν τότε οἱ ἄνθρωποι.
Τό ἄγημα2 ἀποδόσεως τιμῶν (ἦταν) στόν χῶρο του, καί ἀκοῦμε τόν σαλπιγκτή νά δίνει τό σύνθημα γιά τήν ὑποστολή της σημαίας. Τό ἄγημα παρουσιάζει ὄπλα.
Ὁ ἀξιωματικός χαιρετά καί παίζεται ὁ Θούριος3
. Ὅλοι οἱ παριστάμενοι ἐκεῖ καί οἱ περαστικοί, ὅπως καί ἐγώ, σταθήκαμε σέ στάση προσοχής.
Ἀποδίδεις μέ αὐτό τόν τρόπο τήν τιμή στό ἱερό μας σύμβολο, στή γαλανόλευκη σημαία.
Τελειώνοντας ἡ διαδικασία της ὑποστολής τής σημαίας, οἱ διαβάτες συνεχίζουν τό δρόμο τους, ἐνῶ ἐγώ παρέμεινα ἀπό συνήθεια λίγο ἀκόμα. Τότε βλέπω τό νεαρό ἀξιωματικό νά κατευθύνεται θυμωμένος πρός ἕνα γεροδεμένο πλανόδιο καστανά…
- Γιατί δέν σηκώθηκες ὄρθιος, γιά νά τιμήσεις τή σημαία μας. Δέν ἔχεις φιλότιμο;
Ὁ ἄνθρωπος ἔμεινε βουβός, ἐγώ παρακολούθησα ἔντρομος καί φοβερά συγκλονισμένος… Μετά βλέπω τόν καστανά ὅτι ἔγινε κατακόκκινος καί ἄρχισε νά τρέμει. Ἤθελε νά φωνάξει, ἀλλά βλέπω μέ ἔκπληξη ὅτι συγκρατεῖται, καί σκύβοντας τό κεφάλι του ἄρχισε νά κλαίει μέ λυγμούς. Ὅμως συνέρχεται γρήγορα, σκουπίζει τά δάκρυά του καί μέ πολλή δύναμη τῶν χεριῶν του (αὐτά ἦταν γερά) στυλώνει τό σῶμα του δυνατά, σπρώχνει τόν πάγκο του μέ τά κάστανα μπροστά καί φωνάζει μέ ὅλη τή ψυχή του, στό νεαρό ἀξιωματικό δυνατά:
«Πῶς νά σηκωθῶ, κύριε; Της τά ἔδωσα της Πατρίδας καί τά δύο», καί σηκώνει τά μπατζάκια τοῦ παντελονιοῦ, ὅπου φάνηκαν δύο πόδια κομμένα πάνω ἀπό τά γόνατα. Καί ξαναρχίζει νά κλαίει. Ὁ κόσμος, ὅπως καί ἐγώ, γύρω του κλαίει καί χειροκροτεῖ, ὅμως περισσότερο ἀπό ὅλους κλαίει ὁ νεαρός ἀξιωματικός…
Ἐκείνη τή στιγμή ἔγινε κάτι τό ἀλησμόνητο, φοβερή σκηνή γιά Ὄσκαρ. Ὁ ἀξιωματικός σκύβει καί ἀγκαλιάζει καί φιλεί τόν καστανά, καί ἐν συνεχεί στέκεται εὐθυτενής μπροστά στόν ἥρωα καί φέρνει τό δεξί του χέρι στήν ἄκρη τοῦ γείσου τοῦ πηλίκιού του καί τόν χαιρετάστρατιωτικά.
Τοῦ ἀπονέμει «τάς κεκανονισμένας τιμάς» ποὺ δέν μπόρεσε ἐκεῖνος τυπικά νά ἀποδώσει στή σημαία μας, γιατί της χάρισε καί τά δύο πόδια στά βορειοηπειρωτικά βουνά μας, γιά νά μπορεῖ νά κυματίζει σήμερα ψηλά ἡ κυανόλευκη σημαία σέ λεύτερη πατρίδα.
Καί οἱ ἄλλοι, οἱ πολλοί νά μποροῦν νά πηγαίνουν μέ γρήγορο βήμα στίς εἰρηνικές ἀπασχολήσεις τους, χωρίς νά γνωρίζουν ὅτι περνοῦν μπροστά ἀπό ἕναν ἥρωα τοῦ ἀλβανικοῦ μετώπου, τόν Ἕλληνα ἥρωα πολεμιστή, ὅποιο ἐπάγγελμα καί νά ̓χει. Ἄλλοι δέν μιλοῦν, ἄλλοι ὅμως εἰρωνεύονται. Γἰ αὐτό οἱ νέες γενιές πρέπει νά μάθουν, νά διδαχθοῦν ἀπό τήν οἰκογένεια καί τό Σχολεῖο γιά τό Ἔπος τοῦ 1940. Γιά τό καλό της Πατρίδας μας.»
Φανερά συγκινημένος τελείωσε τήν ἀνάγνωση ὁ παππούς. Γύρισα καί τόν κοίταξα. Τά δάκρυα ἔβρεχαν τό γερασμένο του πρόσωπο…
Δέν εἶπα τίποτα…
Τί νά πῶ;
Ἔκλαιγα καί Eγώ…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου