Η διπλή ζωή του τελευταίου πράκτορα της KGB στις ΗΠΑ
Και ο πιο ευφάνταστος σεναριογράφος θα δυσκολευόταν να συνθέσει μια ιστορία τόσο περίπλοκη και ενδιαφέρουσα όσο η πραγματική ζωή του Τζακ Μπάρσκι. Κατάσκοπος στις ΗΠΑ για λογαριασμό της KGB, δημιούργησε δύο οικογένειες σε δύο χώρες, ζώντας μια περίπλοκη διπλή ζωή.
Όλα τελείωσαν όταν, οδηγώντας το αυτοκίνητό του στη Νέα Υόρκη, ένας αστυνομικός του έκανε σήμα να σταματήσει. Στο παράθυρό του εμφανίστηκε
ένας άνδρας με πολιτικά. «FBI, κ. Μπάρσκι, πρέπει να μιλήσουμε», του είπε, για να λάβει την απάντηση: «Συλλαμβάνομαι; Γιατί αργήσατε τόσο;».
Το κυνήγι του ανθρώπου που θεωρείται ότι είναι ο τελευταίος κατάσκοπος της KGB που δραστηριοποιήθηκε στις ΗΠΑ έληξε στον Μάιο του 1997. Είχαν περάσει 6.794 ημέρες από τότε που ο Άλμπρεχτ Ντίτριχτ, ένας πρώην κάτοικος της ανατολικής Γερμανίας, ταξίδεψε στις ΗΠΑ, αναλαμβάνοντας να κατασκοπεύσει για λογαριασμό της σοβιετικής υπηρεσίας πληροφοριών. Όταν συνελήφθη, η Σοβιετική Ένωση είχε πάψει να υπάρχει και ο Ψυχρός Πόλεμος αποτελούσε κομμάτι της ιστορίας.
Ο κατάσκοπος ήταν τότε ένας 47χρονος Αμερικανός, παντρεμένος με παιδιά και μια ήσυχη ζωή στα προάστια. Νωρίς το πρωί πήγαινε με το αυτοκίνητό του στη δουλειά, έπαιζε μπάσκετ με την κόρη του στον κήπο και καλούσε τα Σαββατοκύριακα τους γείτονες για μπάρμπεκιου. Μόνο οι εξαιρετικά παρατηρητικοί θα μπορούσαν να διακρίνουν την ελαφριά προφορά του.
Και ίσως να κατάφερνε να συνεχίσει την ίδια ζωή με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, αν δεν υπήρχε ο Βασίλι Μιτρόκιν, ένας πρώην αρχειοφύλακας της KGB, ο οποίος κατέφυγε στο Λονδίνο το 1992 και αποκάλυψε τις ταυτότητες χιλιάδων πρακτόρων της KGB που δρούσαν ανά τον κόσμο. Ένα από τα ονόματα που αποκάλυψε ήταν του Μπάρσκι.
Επί χρόνια, το FBI παρακολουθούσε τον Τζακ Μπάρσκι, τοποθετώντας κοριούς στο σαλόνι και την κουζίνα του, κατασκοπεύοντάς τον με κιάλια, και αγοράζοντας το διπλανό του σπίτι για να τον παρατηρεί από πιο κοντά.
Ο πράκτορας της διπλανής πόρτας
Ο πράκτορας του διπλανού σπιτιού ήταν ο Τζο Ρέιλι, που εργαζόταν επί 23 χρόνια στο FBI. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο Ρέιλι παρατηρούσε τον Μπάρσκι. Αρχικά μεταμφιέστηκε σε ορνιθολόγο, παρακολουθώντας τον από ένα διπλανό χωράφι. Στη συνέχεια από το διπλανό σπίτι, όπου συνέχισε την καθημερινή του ζωή, γνωρίζοντας τον Μπάρσκι από απόσταση, αποκτώντας ακόμη και μια συμπάθεια προς το πρόσωπό του. Και όλα αυτά, ενώ περίμενε μια κίνηση που θα τον προδώσει. Ήταν τελικά ένας καβγάς ανάμεσα στον κατάσκοπο και τη σύζυγό του που προκάλεσε την κατάρρευση της διπλής του ζωής. Κατά τη διάρκεια της λογομαχίας, ο Μπάρσκι φώναξε στη σύζυγό του πως, παρεμπίπτοντος, ήταν… κατάσκοπος.
Το λάθος του αυτό το πλήρωσε, αφού λίγο καιρό αργότερα συνελήφθη. Επί μία εβδομάδα ο Ρέιλι τον ανέκρινε σε ένα μοτέλ, με τον Μπάρσκι να ομολογεί τελικά όλα όσα γνώριζε για τις πρακτικές εκπαίδευσης της KGB, τον τρόπο λειτουργίας των ρώσων κατασκόπων και τον κώδικα που χρησιμοποιούσε για να στέλνει τις πληροφορίες του.
«Κάποια στιγμή, όλοι συλλαμβάνονται, σκοτώνονται, αυτοκτονούν ή πίνουν μέχρι θανάτου», δήλωσε ο Ρέιλι. Αλλά όχι ο Μπάρσκι, καθώς ήταν εξαιρετικά χρήσιμος για το FBI. Τόσο πολύτιμος που τον άφησαν ελεύθερο. Ο Ρέιλι ήταν πεπεισμένος πως ο Μπάρσκι μπορούσε να βοηθήσει περισσότερο ελεύθερος παρά φυλακισμένος.
Με την πάροδο των ετών, ο κυνηγός κατασκόπων και ο πρώην κατάσκοπος ανέπτυξαν μια ιδιαίτερη σχέση. Σήμερα, παίζουν ακόμη και γκολφ μαζί!
Ζωή σαν ταινία κατασκοπείας
Η ιστορία του Μπάρσκι, την οποία παρουσιάζει το γερμανικό περιοδικό Spiegel, θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί την υπόθεση μιας ταινίας κατασκοπείας. Είναι όμως καθ’ όλα πραγματική, τουλάχιστον σύμφωνα με τα όσα έχει πει ο ίδιος και τα οποία προσυπογράφει και ο Ρέιλι.
Όλα ξεκινούν με έναν νεαρό χημικό, εξαιρετικά ιδιοφυή και εμφανίσιμο, που έχει βάλει ως στόχο της ζωής του να ξεχωρίσει από το πλήθος. Όταν το 1970 θα τον πλησιάσει η KGB, εντυπωσιάζεται από την ιδέα ότι μπορεί να γίνει πράκτορας στη Δύση. «Μπορούσε να δω τον κόσμο και δεν χρειαζόταν να πάω με τους κανόνες. Μπορούσα να είμαι πάνω από τον νόμο», λέει. -
Στο Βερολίνο εκπαιδεύεται στην κατασκοπεία, για να συνεχίσει δύο χρόνια αργότερα στη Μόσχα. Έμαθε αγγλικά, απομνημονεύοντας εκατοντάδες λέξεις καθημερινά. Πίσω στην πόλη του, την Ιένα, τον περίμενε η κοπέλα του, Γκερλίντε.
Στις 8 Οκτωβρίου 1978, ο 29χρονος τότε Άλμπρεχτ Νίτριχτ, έφτασε στο Σικάγο με 6.000 δολάρια στις τσέπες του και ένα πιστοποιητικό γεννήσεως ως Τζακ Μπάρσκι, ένα αγόρι που είχε πεθάνει το 1955 σε ηλικία 10 ετών. Υπάλληλος της σοβιετικής πρεσβείας στην Ουάσινγκτον είχε συγκρατήσει το όνομα σε ένα νεκροταφείο και είχε εξασφαλίσει ένα αντίτυπο του πιστοποιητικού.
Το σχέδιο της KGB προέβλεπε να πάρει ο Μπάρσκι διαβατήριο με τη βοήθεια του πιστοποιητικού και στη συνέχεια να ξεκινήσει να εργάζεται ως επιχειρηματίας, εξασφαλίζοντας όσο το δυνατόν περισσότερες γνωριμίες με πολιτικούς ή γενικότερα ανθρώπους επιρροής. Στόχος ήταν επίσης να αποκτήσει σχέσεις με τον σύμβουλο εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, Ζμπίγκνιεβ Μπρεζίνσκι, να κερδίσει την εμπιστοσύνη του και στη συνέχεια να τον κατασκοπεύσει.
Το φιλόδοξο σχέδιο απέτυχε σύντομα, αφού ο Γερμανός δεν κατάφερε να λάβει αμερικανικό διαβατήριο. Η KGB δεν τον είχε προετοιμάσει για την αμερικανική γραφειοκρατία.
Ο Άλμπρεχτ Ντίτριχτ όμως δεν το έβαλε κάτω. Συστηνόταν ως Τζακ Μπάρσκι και έπιασε αρχικά δουλειά ως μεταφορέας δεμάτων και εγγράφων με ποδήλατο στη Νέα Υόρκη. Μετά από λίγο καιρό κατάφερε να εξασφαλίσει και αριθμό κοινωνικής ασφάλισης, κάνοντας το πρώτο βήμα για την εξασφάλιση της αμερικανικής υπηκοότητας. Σπούδασε επιστήμη των υπολογιστών και άρχισε να δουλεύει ως προγραμματιστής σε μια ασφαλιστική εταιρεία. Όταν τον ρωτούσαν από πού είναι, απαντούσε Νιου Τζέρσι. Αν ρωτούσαν για την προφορά του, έλεγε πως η μητέρα του ήταν Γερμανίδα.
Τα βράδια έφτιαχνε τα προφίλ πιθανών νέων πρακτόρων, συνέτασσε πολιτικές εκτιμήσεις, ενώ κατασκεύαζε και συσκευασίες καμουφλαρισμένες ως πέτρες, όπου τοποθετούσε φωτογραφίες και μικροφίλμ. Όλα αυτά τα έκρυβε στη συνέχεια σε ένα πάρκο της πόλης, για να τα παραλάβουν άλλοι πράκτορες. Κάθε Πέμπτη, στις 09:15 το πρωί, καθόταν στο σπίτι του με το ραδιόφωνο βραχέων κυμάτων και λάμβανε μηνύματα από τα κεντρικά της KGB στη Μόσχα. Η μεγαλύτερη επιτυχία του, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν η κλοπή ενός κώδικα προγραμματισμού, την ταυτότητα του οποίου δεν μπορεί να αποκαλύψει σήμερα. Σύμφωνα με τον Μπάρσκι, ήταν εξαιρετικά σημαντικός από οικονομικής απόψεως για τη Σοβιετική Ένωση.
Δύο οικογένειες σε δύο χώρες
Ο Μπάρσι δεν είχε όμως μόνο μια ζωή, εκείνη στις ΗΠΑ. Είχε και μια δεύτερη στη Γερμανία. Είχε κάνει δύο γάμους και είχε φτιάξει δύο οικογένειες. Στη Γερμανία, είχε παντρευτεί τη Γκερλίντε το 1980 και είχαν έναν γιο, τον Ματίας. Ο Ντίτριχτ επέστρεφε στην ανατολική Γερμανία κάθε δύο χρόνια για τρεις εβδομάδες και η Γκερλίντε τον περίμενε. Στις ΗΠΑ, είχε παντρευτεί την Πενέλοπε το 1986 με την οποία είχε κάνει δύο παιδιά, την Τσέλσι και τον Τζέσι.
«Έκανα καλή δουλειά διαχωρίζοντας τους δύο. Ο Μπάρσκι δεν είχε καμία σχέση με τον Ντίτριχτ και ο Ντίτριχτ δεν ήταν υπεύθυνος για τον Μπάρσκι», θυμάται ο ίδιος.
Το 1986 επισκέφτηκε τη Γκερλίντε και τον Ματίας στην ανατολική Γερμανία για τελευταία φορά. Σε ένα γράμμα προς τη μητέρα του, ο Ντίτριχτ έγραφε πως σε δύο χρόνια θα τελείωνε η δουλειά του και θα επέστρεφε. Εκείνη πίστευε πως ο γιος της εργάζεται ως επιστήμονας στο κοσμοδρόμιο του Μπαϊκονούρ. Αυτή ήταν και η επίσημη ιστορία που είχε πει ο Ντίτριχτ στην οικογένειά του και στους φίλους του στην ανατολική Γερμανία.
Τότε όμως η KGB τον διέταξε να επιστρέψει στην ανατολική Γερμανία, πιστεύοντας πως δεν θα ήταν πλέον χρήσιμος στις ΗΠΑ. Θα του έδιναν διαβατήριο και χρήματα, τα οποία θα έβρισκε σε ένα δοχείο λαδιού σε ένα μονοπάτι. Ο Μπάρσκι υποστηρίζει πως ουδέποτε τα βρήκε και άλλωστε δεν ήθελε να επιστρέψει πίσω.
Είπε στους υπευθύνους του πως ήταν φορέας του HIV και πως έπρεπε να παραμείνει στις ΗΠΑ για τη θεραπεία. Η απειθαρχία του είχε ως αποτέλεσμα να καταδικαστεί με τη θανατική ποινή και ο ίδιος θυμάται το 1988 έναν άνθρωπο της KGB να τον προσεγγίζει στη Νέα Υόρκη και να τον προειδοποιεί πως αν δεν επιστρέψει θα πέθαινε. Αποφάσισε, ωστόσο, να το ρισκάρει...
Η μητέρα του όμως προσπάθησε να τον εντοπίσει, επικοινωνώντας με την πρεσβεία της ανατολικής Γερμανίας στη Μόσχα και αναζητώντας τον μέσω της ρωσικής τηλεόρασης. Έγραψε ακόμη και στον Μιχαήλ Γκρομπατσώφ. Το 1996, το υπουργείο Εξωτερικών εξακρίβωσε πως η ιστορία του Ντίτριχτ δεν ευσταθούσε. Το πρόγραμμα στο Μπαϊκονούρ για το οποίο υποτίθεται πως εργαζόταν είχε ολοκληρωθεί το 1978. Η μητέρα του διαγνώστηκε με Πάρκινσον και πέθανε γνωρίζοντας πως ο γιος της της είχε πει ψέματα.
Η Γκερλίντε, στο μεταξύ, είχε μάθει πως ο σύζυγός της ήταν μυστικός πράκτορας. Κάποια στιγμή τον κήρυξε αγνοούμενο και πήρε διαζύγιο. Ο γιος της Ματίας γνώρισε την ετεροθαλή αδερφή του Τσέλσι, όταν μετά τα 18α γενέθλιά της ο Μπάρσκι της ομολόγησε πως ήταν κατάσκοπος και πως έχει έναν αδερφό στη Γερμανία. Η Τσέλσι επικοινώνησε μαζί του και ο Ματίας ταξίδεψε το 2005 στις ΗΠΑ για να τη συναντήσει. Συναντήθηκε και με τον πατέρα του, για πρώτη φορά έπειτα από 20 χρόνια. Επρόκειτο για μια συνάντηση που επισκίασε ο θυμός και πολλά θέματα που έπρεπε να βρουν απαντήσεις.
Ο Μπάρσκι και η Πενέλοπε πήραν διαζύγιο. Είναι σήμερα παντρεμένος για τρίτη φορά με τη Σόνα και έχουν μια κόρη τεσσάρων ετών. Το 2014, 36 χρόνια αφότου πάτησε σε αμερικανικό έδαφος, έγινε αμερικανός πολίτης και του επιτράπηκε να κρατήσει το «κλεμμένο» του όνομα, χάρη στη βοήθεια του Τζο Ρέιλι
ΠΗΓΗ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου