«Λίγα λεπτά ελευθερίας να είχα και θα σας σκότωνα όλους. Θα σας έσφαζα και θα σας έπινα το αίμα». Ο 24χρονος που δολοφόνησε την αγαπημένη του και απείλησε την οικογένειά της και το δικαστήριο που τον καταδίκασε σε ισόβια
23 Νοεμβρίου 1970, ώρα 7.30 το πρωί. Ένας νεαρός Κρητικός στεκόταν στη «γειτονιά των Θεών», όπως αποκαλούσαν τη συμβολή των οδών Απόλλωνος και Αγίας Φιλοθέης στην Πλάκα. Περίμενε, στηριζόμενος στον τοίχο, έξω από ένα κατάστημα ρούχων. Γύρω στις 7.45, μία όμορφη κοπέλα έστριψε στη γωνία και κατευθύνθηκε ανέμελη προς το κατάστημα. Δεν είδε ποτέ τον άντρα που έβγαλε ένα περίστροφο απ’ την τσέπη του και το έστρεψε καταπάνω της. Πυροβόλησε πέντε φορές και η κοπέλα
έπεσε αιμόφυρτη στο έδαφος. Ο νεαρός άντρας τράπηκε σε φυγή και η κοπέλα ξεψύχησε λίγα λεπτά αργότερα.
Το έγκλημα πάθους
«Ήταν μια τρέλα αυτό που έγινε. Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα τι έκανα. Το μυαλό μου είχε θολώσει. Την αγαπούσα και ήθελα να την κάνω γυναίκα μου». Αυτή ήταν η δήλωση του 24χρονου ναυτικού απ’ την Κρήτη, Θρασύβουλου Ζυμβραγουδάκη, όταν απολογήθηκε για την πράξη του στο δικαστήριο. Αναφερόταν στην 19χρονη Ελένη Κοκολάκη, την κοπέλα που ερωτεύτηκε παράφορα στο χωριό τους στην Κρήτη. Κατάγονταν και οι δύο από το χωριό Κουρνά της Κρήτης, αλλά ήρθαν πιο κοντά το καλοκαίρι του 1969, όταν η Ελένη επέστρεψε απ’ την Αθήνα, όπου δούλευε ως μοδίστρα στο κατάστημα του συγγενή της, Παπαδάκη. Οι δύο νέοι ερωτεύτηκαν, αλλά η Ελένη διέκοψε τη σχέση τους το φθινόπωρο, όταν ο Ζυμβραγουδάκης μπάρκαρε σε ένα πλοίο. Ο νεαρός δεν δέχτηκε το χωρισμό και συνέχισε να την προσεγγίζει.
Η Ελένη τον απέρριψε πολλές φορές, αλλά εκείνος δεν δεχόταν την άρνησή της. Επισκέφτηκε μέχρι και το πατρικό της για να τη ζητήσει επισήμως σε γάμο από τους γονείς της. Τον απέρριψαν και αυτοί, καθώς γνώριζαν ότι η κόρη τους δεν τον ήθελε και ο νεαρός είχε κακή φήμη στο χωριό. Τότε ο Ζυμβραγουδάκης άρχισε να απειλεί την Ελένη, αλλά και τους γονείς της, ότι θα τους σκοτώσει. Αυτοί απάντησαν ότι «δεν τους σκιάζουν οι φοβέρες και γαμπρός τους δεν επρόκειτο να γίνει με κανέναν τρόπο». Ο Ζυμβραγουδάκης, ορμητικός και τρελαμένος από έρωτα, αποφάσισε να κάνει την Ελένη δική του, ακόμα και χωρίς τη θέλησή της. Έφτασε στον Πειραιά τα ξημερώματα της 23ης Νοεμβρίου του 1970 και αμέσως ξεκίνησε για την Πλάκα, όπου ήξερε ότι δούλευε. Την περίμενε στη γωνία, οπλισμένος με ένα περίστροφο. Ακόμα δεν είχε αποφασίσει αν θα το χρησιμοποιούσε. Όταν όμως είδε μπροστά την όμορφη Ελένη, έχασε τα λογικά του, σήκωσε το όπλο και πυροβόλησε.
Η δίκη
Η δίκη ξεκίνησε στις 3 Φεβρουαρίου του 1972 και ο Ζυμβραγουδάκης φαινόταν ήρεμος και θλιμμένος. Καθόταν ήσυχα, χωρίς να έχει το κουράγιο να κοιτάξει τους συγγενείς του θύματος. Κατέθεσαν οι γονείς της Ελένης, οι οποίοι κατηγορούσαν τον Ζυμβραγουδάκη για τον χαμό της κόρης τους. Ο κατηγορούμενος δεν αντιδρούσε και όταν ήρθε η ώρα να μιλήσει, αποκάλεσε τη δολοφονία «ένα έγκλημα πάθους». Τυφλώθηκε απ’ τον έρωτα και τρελάθηκε απ’ τον πόνο της απόρριψης. Δεν ήθελε να τη σκοτώσει, ήθελε μόνο να τη φοβίσει για να γυρίσει πάλι κοντά του. Πίστευε ότι η Ελένη τον αγαπούσε και ότι έλεγε ψέματα ότι δεν τον ήθελε. Ήταν αποφασισμένος να την παντρευτεί και τίποτα δεν θα τους χώριζε.
Το δικαστήριο δεν συγκινήθηκε από την ιστορία του. Η απόφαση ανακοινώθηκε και ο Ζυμβραγουδάκης καταδικάστηκε σε ισόβια. Τότε ο κατηγορούμενος εξερράγη και αποκάλυψε τον πραγματικό του χαρακτήρα. Επιτέθηκε εναντίον των συγγενών του θύματος και προσπάθησε να τους σκοτώσει. Τον συγκράτησαν με δυσκολία οι αστυνομικοί, αλλά εκείνος συνέχισε να ουρλιάζει: «Κτήνη με στείλατε για πάντα στη φυλακή! Καθάρματα, θα σας εκδικηθώ όλους! Λίγα λεπτά ελευθερίας να είχα και θα σας σκότωνα όλους. Θα σας έσφαζα και θα σας έπινα το αίμα». Ευτυχώς ο Ζυμβραγουδάκης οδηγήθηκε στη φυλακή, αλλιώς κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να έκανε.
ΠΗΓΗr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου