Η διδασκαλία του φόβου ..........


Σε έναν κόσμο που προτιμάει την ασφάλεια από τη δικαιοσύνη, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι επικροτούν τη θυσία της δικαιοσύνης στο βωμό της ασφάλειας. Η τέλεση της θυσίας διεξάγεται στους δρόμους των πόλεων. Κάθε φορά που ένας νέος εγκληματίας πέφτει γαζωμένος από τις σφαίρες, η κοινωνία αισθάνεται πιο ξαλαφρωμένη από την αρρώστια που την καταδιώκει. Ο θάνατος του κάθε φουκαρά έχει φαρμακευτική επίδραση στους ευκατάστατους. Η λέξη φάρμακο προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξηφάρμακος και σημαίνει τον άνθρωπο που πρόσφεραν θυσία στους θεούς την εποχή των κρίσεων.

Ο μεγάλος κίνδυνος του τέλους του αιώνα

Μέσα του 1982, Ρίο ντε Τζανέιρο, ένα γεγονός από την καθημερινή ζωή: η αστυνομία σκότωσε έναν ύποπτο μικροκλοπής. Η σφαίρα βρήκε το θύμα στην πλάτη, όπως συμβαίνει συνήθως όταν τα όργανα του νόμου σκοτώνουν δήθεν για την αυτοάμυνά τους, και το γεγονός μπήκε στο αρχείο. Στην αναφορά του ο αρχηγός της αστυνομίας εξηγούσε ότι ο ύποπτος ήταν «ένα αληθινό μίασμα της κοινωνίας», που «με το θάνατό του πήρε άφεση αμαρτιών». 
Οι εφημερίδες, τα ραδιόφωνα και η τηλεόραση της Βραζιλίας, όταν θέλουν να περιγράψουν τους παραβάτες του νόμου, συχνά χρησιμοποιούν ένα λεξιλόγιο προερχόμενο από την ιατρική ή τη ζωολογία: ιός, καρκίνος, κοινωνική μόλυνση, ζώα, παράσιτα, έντομα άγρια θηρία και όταν πρόκειται για παιδιά λένε, μικρά θηρία. Οι προαναφερθέντες είναι πάντα φτωχοί. Όταν δεν είναι η είδηση γίνεται πρωτοσέλιδο: «ο νεαρός που πέθανε την ώρα της ληστείας ανήκε στη μεσαία τάξη», ήταν ο τίτλος της εφημερίδας Folhade São Paulo, στις 25 Οκτωβρίου 1995.

Το 1992 η κρατική αστυνομία του Σάο Πάουλο σκότωνε επισήμως τέσσερα άτομα τη μέρα, χωρίς να συνυπολογίσουμε τα πολυπληθή θύματα των παρακρατικών ομάδων. Έτσι στο τέλος του έτους ο αριθμός των νεκρών ήταν τέσσερις φορές μεγαλύτερος από το σύνολο των νεκρών της στρατιωτικής δικτατορίας που καταδυνάστευσε τη Βραζιλία επί δεκαπέντα χρόνια. Στα τέλη του 1995, όσοι αστυνομικοί του Ρίο ντε Τζανέιρο επέδειξαν «θάρρος και αυταπάρνηση» πήραν αύξηση στο μισθό τους. Αυτή η αύξηση του μισθού οδήγησε αυτομάτως και σε μια άλλου είδους αύξηση: πολλαπλασιάστηκε ο αριθμός των υπόπτων για εγκλήματα που σκοτώνονταν γαζωμένοι από σφαίρες. «Δεν είναι πολίτες, είναι ληστές», εξηγεί ο στρατηγός Νίλτον Σερκέιρα, αστέρας της καταστολής στα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας και σημερινός υπεύθυνος της δημόσιας ασφάλειας του Ρίο. Ο στρατηγός πάντοτε πίστευε ότι ένας καλός στρατιώτης και ένας καλός αστυνομικός πρέπει πρώτα να πυροβολούν και μετά να ρωτούν.

Οι ένοπλες δυνάμεις της Λατινικής Αμερικής, μετά τα ταρακούνημα από την επανάσταση της Κούβας το 1959, άλλαξαν προσανατολισμό. Αντί να προστατεύουν τα σύνορα της χώρας τους, που ήταν το παραδοσιακό τους έργο, άρχισαν να ασχολούνται με τονεσωτερικό εχθρό, τους ανατρεπτικούς γκεριγιέρος και τα πολλαπλά εκκολαπτήριά τους, για να υπερασπίσουν τάχα τον ελεύθερο κόσμο και τη δημοκρατική τάξη. Εμπνευσμένοι από αυτούς τους στόχους, σε πολλές χώρες, οι στρατιωτικοί έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα στην ελευθερία και τη δημοκρατία. Μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια, από το 1962 μέχρι το 1966, έγιναν στη Λατινική Αμερική εννέα πραξικοπήματα αλλά και τα επόμενα χρόνια οι ένστολοι συνέχισαν να ανατρέπουν πολιτικές κυβερνήσεις και να κατακρεουργούν τον κοσμάκη, κατά τις προσταγές του δόγματος της εθνικής ασφάλειας. Με τον καιρό η πολιτική τάξη αποκαταστάθηκε. Ο εχθρός παραμένει εσωτερικός αλλά τώρα πια δεν είναι ο ίδιος. Οι ένοπλες δυνάμεις άρχισαν σιγά σιγά να συμμετέχουν στην πάλη κατά των αποκαλούμενων κοινών εγκληματιών. Η υστερία για δημόσια ασφάλεια εκτόπισε το δόγμα της εθνικής ασφάλειας. Κατά κανόνα οι στρατιωτικοί δεν επιθυμούν καθόλου να υποβιβάζονται στην κατηγορία των απλών αστυνομικών˙ ωστόσο αυτό απαιτεί η πραγματικότητα.

Γενικευμένη φοβία
Όσοι δουλεύουν φοβούνται μη χάσουν τη δουλειά τους.
Όσοι δε δουλεύουν φοβούνται μη δε βρουν ποτέ δουλειά.
Όποιος δε φοβάται την πείνα, φοβάται το φαγητό.
Οι οδηγοί αυτοκινήτων φοβούνται να περπατήσουν και οι πεζοί φοβούνται μην τους πατήσουν τα αυτοκίνητα.
Η δημοκρατία φοβάται να θυμηθεί και η γλώσσα φοβάται να τα πει.
Οι πολίτες φοβούνται τους στρατιωτικούς, οι στρατιωτικοί φοβούνται την έλλειψη όπλων, τα όπλα φοβούνται την έλλειψη πολέμων.
Ζούμε στα χρόνια του φόβου.
Φοβάται η γυναίκα τη βία του άντρα και ο άντρας την άφοβη γυναίκα.
Φόβος των κλεφτών, φόβος της αστυνομίας.
Φόβος της πόρτας χωρίς κλειδαριά, του χρόνου χωρίς ρολόγια, του παιδιού χωρίς τηλεόραση, φόβος της νύχτας χωρίς υπνωτικά χάπια και φόβος της ημέρας χωρίς διεγερτικά χάπια.
Φόβος του πλήθους, φόβος της μοναξιάς, φόβος απ’ όσα έγιναν και για όσα θα γίνουν, φόβος του θανάτου, φόβος της ζωής.
Μέχρι πριν από τριάντα χρόνια, η τάξη είχε εχθρούς όλων των αποχρώσεων, από το απαλό ροζ μέχρι το κόκκινο της φωτιάς. Η δραστηριότητα του κάθε κλεφτοκοτά ή του κάθε μαχαιροβγάλτη στις φτωχογειτονιές δε γοήτευε παρά μόνο τους αναγνώστες των αστυνομικών ρεπορτάζ, τους πεινασμένους για βιαιότητες και τους ειδικούς της εγκληματολογίας. 
Αντιθέτως, σήμερα, η ονομαζόμενη κοινή εγκληματικότητα έχει γίνει παγκόσμια εμμονή. Το αδίκημα εκδημοκρατίστηκε και, τώρα πια, είναι στη διάθεση του καθενός: όλοι διαπράττουν αδικήματα και όλοι τα υφίστανται. Αυτός ο πελώριος κίνδυνος αφενός αποτελεί την πιο γόνιμη πηγή έμπνευσης των πολιτικών και των δημοσιογράφων οι οποίοι, με στεντόρεια φωνή, απαιτούν πάταξη και θανατική ποινή και αφετέρου βοηθάει κάποιους στρατιωτικούς αρχηγούς να καταξιωθούν πολιτικά. 
Ο συλλογικός πανικός ταυτίζει τη δημοκρατία με το χάος και την ανασφάλεια κι αυτό μπορεί να είναι μια πολύ πιθανή ερμηνεία για την αίσια έκβαση που είχαν οι πολιτικές εκστρατείες ορισμένων στρατηγών στη Λατινική Αμερική. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, αυτοί οι ίδιοι στρατιωτικοί επέβαλλαν αιμοσταγείς δικτατορίες ή πρωτοστατούσαν σ’ αυτές˙ στη συνέχεια όμως ρίχτηκαν στο δημοκρατικό στίβο με πρωτοφανή λαϊκή απήχηση. Ο στρατηγός Ρίος Μοντ, ο άγγελος εξολοθρευτής των ιθαγενών της Γουατεμάλας, προηγείτο στις δημοσκοπήσεις όταν απαγορεύτηκε η υποψηφιότητά του για την προεδρία, το ίδιο συνέβη και με το στρατηγό Οβιέντο στην Παραγουάη. Ο στρατηγός Μπούσι, ο οποίος τον καιρό που σκότωνε υπόπτους κατέθετε στις ελβετικές τράπεζες τον ιδρώτα του προσώπου του, εξελέγη και επανεξελέγη κυβερνήτης της επαρχίας Τουκουμάν της Αργεντινής˙ και ένας άλλος ένστολος δολοφόνος, ο στρατηγός Μπάνζερ, ανταμείφθηκε με την προεδρία της Βολιβίας.
Λατινική Αμερική, τυπικά τοπία
Τα κράτη δεν ασχολούνται πλέον με τη διοίκηση και αφοσιώνονται στη αστυνόμευση.
Οι πρόεδροι μετατρέπονται σε διαχειριστές ξένων εταιριών.
Οι υπουργοί Οικονομικών είναι καλοί διερμηνείς.
Οι βιομήχανοι μετατρέπονται σε εισαγωγείς.
Οι πολλοί εξαρτώνται ολοένα περισσότερο από τα περισσεύματα των λίγων.
Οι εργαζόμενοι χάνουν τις δουλειές τους.
Οι αγρότες χάνουν τη γη τους.
Τα παιδιά χάνουν την παιδική τους ηλικία.
Οι νέοι χάνουν την επιθυμία να πιστεύουν.
Οι ηλικιωμένοι χάνουν τη σύνταξή τους.
«Η ζωή είναι λαχείο», ισχυρίζονται όσοι κερδίζουν.
Οι τεχνοκράτες της Παναμερικανικής Τράπεζας Ανάπτυξης, που έχουν την ικανότητα να μεταφράζουν τη ζωή και το θάνατο σε χρήμα, υπολογίζουν ότι, λόγω της έξαρσης της εγκληματικότητας, η Λατινική Αμερική χάνει κάθε χρόνο 168 δισεκατομμύρια δολάρια. Είμαστε νικητές στο παγκόσμιο πρωτάθλημα εγκλήματος. Οι ανθρωποκτονίες στη Λατινική Αμερική ξεπερνούν κατά έξι φορές τον παγκόσμιο μέσο όρο. Αν η οικονομία αυξανόταν με το ρυθμό που αυξάνεται το έγκλημα θα ήμασταν οι πιο πλούσιοι άνθρωποι του πλανήτη. Ειρήνη στο Ελ Σαλβαδόρ; Για ποια ειρήνη μιλάμε; Με συχνότητα μια δολοφονία την ώρα, στο Ελ Σαλβαδόρ επικρατεί σήμερα διπλάσια βία από ό,τι στα χειρότερα χρόνια του πολέμου.

Η βιομηχανία απαγωγών είναι η πιο προσοδοφόρα βιομηχανία στην Κολομβία, τη Βραζιλία και το Μεξικό. Στις μεγαλουπόλεις της Λατινικής Αμερικής δεν αισθάνεσαι φυσιολογικός αν δεν έχουν επιχειρήσει να σε ληστέψουν τουλάχιστον μία φορά.
Στο Ρίο ντε Τζανέιρο οι δολοφονίες είναι πέντε φορές περισσότερες από ό,τι στη Νέα Υόρκη. Η Μποκοτά είναι η πρωτεύουσα της βίας και η Μεντεγίν είναι η πόλη με τις χήρες. Η ελίτ της αστυνομίας, τα μέλη των ειδικών ομάδων έχουν αρχίσει να περιπολούν στους λατινοαμερικάνικους δρόμους: είναι εξοπλισμένοι, από την κορυφή μέχρι τα νύχια, για τον τέταρτο παγκόσμιο πόλεμο. Φοράνε σκόπευτρο νυκτός με υπέρυθρες ακτίνες, υπερευαίσθητα ακουστικά, μικρόφωνο και αλεξίσφαιρο γιλέκο στη ζώνη κάψουλες με χημικά αέρια και πυρομαχικά˙ ένα μυδραλιοβόλο στο χέρι κι ένα πιστόλι στο μηρό.

Στην Κολομβία, από τα εκατό εγκλήματα τα ενενήντα εφτά μένουν ατιμώρητα. Παρόμοιο είναι και το ποσοστό ατιμωρησίας στις υποβαθμισμένες περιοχές του Μπουένος Άιρες, όπου μέχρι πριν λίγο καιρό η αστυνομία αφιέρωνε τον καλύτερο εαυτό της στο να κάνει εγκλήματα και να εκτελεί νέους˙ από την αποκατάσταση της δημοκρατίας, το 1983, μέχρι τα μέσα του 1997, η αστυνομία είχε πυροβολήσει 314 αγόρια με ύποπτη εμφάνιση. Στα τέλη του 1997, κι ενώ ήδη είχε αρχίσει η αναδιοργάνωση της αστυνομίας, ο Τύπος μας ενημέρωσε ότι υπήρχαν πέντε χιλιάδες ένστολοι που εισέπρατταν μισθό αλλά που κανείς δεν ήξερε τι έκαναν ούτε που βρίσκονταν. Την ίδια εποχή οι δημοσκοπήσεις αποκάλυπταν την αναξιοπιστία των δυνάμεων της τάξης στο Ρίο ντε λα Πλάτα: πολύ λίγοι κάτοικοι της Αργεντινής ή της Ουρουγουάης ήταν διατεθειμένοι να καταφύγουν στην αστυνομία, οποιοδήποτε σοβαρό πρόβλημα κι αν αντιμετώπιζαν. Έξι στους δέκα Ουρουγουανούς ήταν υπέρ της αυτοδικίας και κάποιοι είχαν αρχίσει να γράφονται στον όμιλο σκοποβολής.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης, τέσσερις στους δέκα πολίτες αναγνωρίζουν ότι έχουν αλλάξει συνήθειες στη ζωή τους εξαιτίας της εγκληματικότητας και, κάτω από το Ρίο Μπράβο, οι άνθρωποι μιλάνε για ληστείες και επιθέσεις ακριβώς όπως μιλάνε για ποδόσφαιρο ή για τον καιρό. Η βιομηχανία διαμόρφωσης της κοινής γνώμης ρίχνει λάδι στη φωτιά και κάνει ό,τι μπορεί για να μετατρέψει τη δημόσια ασφάλεια σε δημόσια μανία˙ πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι και η πραγματικότητα βοηθάει. Πράγματι η βία αυξάνεται περισσότερο από όσο ομολογούν οι στατιστικές. Σε πολλές χώρες ο κόσμος δεν κάνει καταγγελίες είτε επειδή δεν εμπιστεύεται την αστυνομία είτε επειδή τη φοβάται. Στη δημογραφική γλώσσα της Ουρουγουάης superbandas λέγονται οι συμμορίες που κάνουν τις πιο θεαματικές επιθέσεις και polibandas οι συμμορίες που ανάμεσα στα μέλη τους υπάρχουν και αστυνομικοί. Από τους δέκα κατοίκους της Βενεζουέλας, οι εννέα πιστεύουν ότι η αστυνομία παρανομεί. Το 1996 οι περισσότεροι αστυνομικοί στο Ρίο ντε Τζανέιρο παραδέχονταν ότι είχαν δεχτεί προτάσεις δωροδοκίας, ενώ ένας από τους αρχηγούς της ισχυριζόταν «η αστυνομία είναι φτιαγμένη για να διαφθείρεται» και απέδιδε το σφάλμα στην κοινωνία, «η οποία θέλει μια αστυνομία διεφθαρμένη και βίαιη».

Μια έκθεση η οποία εστάλη στη Διεθνή Αμνηστεία, από επίσημες πηγές της μεξικάνικης αστυνομίας, αποκάλυπτε ότι οι ένστολοι διαπράττουν έξι από τα δέκα εγκλήματα που γίνονται στην μεξικανική πρωτεύουσα. Για τη σύλληψη εκατό εγκληματιών μέσα σε ένα χρόνο απαιτούνται: δεκατέσσερις αστυνομικοί στη Ουάσιγκτον, δεκαπέντε στο Παρίσι, δεκαοκτώ στο Λονδίνο και στην Πόλη του Μεξικού χίλιοι διακόσιοι ενενήντα πέντε αστυνομικοί. Το 1997 ο δήμαρχος παραδέχτηκε:

-Αφήσαμε τους αστυνομικούς να διαφθαρούν στο έπακρο.

-Στο έπακρο; – ρώτησε πιεστικά ο αδιάκριτος Κάρλος Μονσιβάις.

-Μα τι συμβαίνει; Είναι στ’ αλήθεια διεφθαρμένοι ή μήπως θα μπορούσαν να είναι πιο τίμιοι; Δώστε τους κίνητρα.

Στα τέλη του εικοστού αιώνα όλα παγκοσμιοποιούνται και όλα μοιάζουν μεταξύ τους: τα ρούχα, το φαγητό, η έλλειψη φαγητού, οι ιδέες, η έλλειψη ιδεών, το έγκλημα και ο φόβος του εγκλήματος. Σε όλο τον κόσμο το έγκλημα αυξάνεται και ο φόβος του εγκλήματος. Σε όλο τον κόσμο το έγκλημα περισσότερο από όσο καταμαρτυρούν οι αριθμοί και δεν καταμαρτυρούν λίγο: μετά το 1970 οι καταγγελίες για αδικήματα αυξήθηκαν τρεις φορές περισσότερο από τον πληθυσμό της γης.
Ενόσω ο καταναλωτισμός έθαβε τον κομμουνισμό στις Ανατολικές χώρες της Ευρώπης, η καθημερινή βία αυξανόταν με τον ίδιο ρυθμό που μειώνονταν οι μισθοί: στη δεκαετία του ενενήντα τριπλασιάστηκε η βία στη Βουλγαρία, στη Λετονία, στη Λιθουανία και στην Εσθονία. Το οργανωμένο έγκλημα, αλλά και το μη οργανωμένο έγκλημα, λυμαίνονται τη Ρωσία, όπου η παιδική εγκληματικότητα ανθεί όσο ποτέ.Λησμονημένα λέγονται τα παιδιά που περιφέρονται στους δρόμους των ρώσικων πόλεων: «Έχουμε εκατομμύρια παιδιά χωρίς στέγη», παραδέχεται στο τέλος του αιώνα ο πρόεδρος Μπόρις Γιέλτσιν.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες η πιο εύγλωττη απόδειξη για τον πανικό των επιθέσεων είναι ένας νόμος που ψηφίστηκε στη Λουϊζιάνα, στα τέλη του 1997. Πρόκειται για ένα νόμο που δίνει το δικαίωμα στους οδηγούς οχημάτων να σκοτώνουν όποιον προσπαθήσει να τους ληστέψει, ακόμα κι αν ο ληστής είναι άοπλος. Η βασίλισσα της ομορφιάς στη Λουϊζιάνα, με ένα χαμόγελο όλο δόντια, διαφήμισε από την τηλεόραση αυτή την εκρηκτική μέθοδο για την αποφυγή ενοχλήσεων. Στο μεταξύ η δημοτικότητα του δημάρχου της Νέας Υόρκης, Ρούντολφ Τζουλιάνι, ανέβηκε θεαματικά όταν κατάφερε σκληρό χτύπημα στους εγκληματίες ακολουθώντας την πολιτική της ανοχής μηδέν. Στη Νέα Υόρκη όσο μειώθηκε το ποσοστό των εγκλημάτων άλλο τόσο αυξήθηκαν και οι καταγγελίες για αστυνομική βαναυσότητα. Η καταστολή, που άγγιζε τα όρια της κτηνωδίας, το μαγικό φάρμακο που τόσο εκθειάστηκε από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, ξέσπασε με καταστρεπτική μανία πάμω στους μαύρους και τις άλλες μειονότητες, που αποτελούν την πλειοψηφία του νεοϋορκέζικου πληθυσμού. Η ανοχή μηδέν γρήγορα έγινε το πρότυπο προς μίμηση για τις πόλεις της Λατινικής Αμερικής.

1997, Ονδούρα, προεδρικές εκλογές: η εγκληματικότητα είναι το κεντρικό θέμα στους προεκλογικούς λόγους όλων των υποψηφίων˙ και όλοι υπόσχονται ασφάλεια σε έναν πληθυσμό τρομοκρατημένο από κάθε είδους αισχρότητα. Βουλευτικές εκλογές στην Αργεντινή, τον ίδιο χρόνο: η υποψήφια Νόρμα Μιράγες δηλώνει δημοσίως υπέρμαχος της θανατικής ποινής, αλλά αφού προηγηθούν βασανιστήρια: «δεν αρκεί να θανατώνουμε τον κατάδικο, διότι έτσι δεν υποφέρει». Λίγο καιρό νωρίτερα, ο δήμαρχος του Ρίο ντε Τζανέιρο, Λουίς Πάουλο Κόντε, είχε πει ότι ως ποινή προτιμάει τα ισόβια δεσμά ή τα καταναγκαστικά έργα, επειδή η θανατική ποινή έχει το μειονέκτημα ότι «διαρκεί πολύ λίγο».

Κανένας νόμος δεν ισχύει μετά την εισβολή των εκτός νόμου: αυξάνονται οι φοβισμένοι, που μπορεί να γίνουν πολύ πιο επικίνδυνοι από τον κίνδυνο που τους φοβίζει. Δεν αισθάνονται να απειλούνται μόνο οι καλομαθημένοι στην αφθονία αλλά κι εκείνοι που απλώς αγωνίζονται για την επιβίωση. Φτωχοί δέχονται τα χτυπήματα άλλων φτωχών, που είναι ακόμα φτωχότεροι ή πιο απελπισμένοι. Φρενιασμένα πλήθη έκαψαν ζωντανό ένα παιδί επειδή έκλεψε ένα πορτοκάλι, είχαν τίτλο οι εφημερίδες: από το 1979 έως το 1988 ο Τύπος της Βραζιλίας δημοσίευσε 272 λιντσαρίσματα, λυσσαλέες επιθέσεις φτωχών εναντίον άλλων φτωχών άγριες εκδικήσεις με εκτελεστές ανθρώπους που δεν είχαν λεφτά να εξαγοράσουν τις υπηρεσίες της αστυνομίας. Φτωχοί επίσης ήταν οι αυτουργοί των πενήντα δύο λιντσαρισμάτων που συνέβησαν στη Γουατεμάλα το 1997˙ φτωχοί ήταν και οι αυτουργοί των 166 λιντσαρισμάτων που συνέβησαν από το 1986 έως το 1991 στην Τζαμάικα. Στο μεταξύ, μέσα στα πέντε αυτά χρόνια, η σκανδάλη της τζαμαϊκανής αστυνομίας σκότωσε, με ιδιαίτερη ευκολία, περισσότερους από χίλιους υπόπτους: μια δημοσκόπηση που ακολούθησε έδειξε ότι το ένα τρίτο του πληθυσμού πιστεύει ότι οι εγκληματίες πρέπει να απαγχονίζονται, αφού δεν επαρκεί ούτε η λαϊκή εκδίκηση ούτε η αστυνομική βία. Οι δημοσκοπήσεις του 1997 στο Ρίο ντε Τζανέιρο και στο Σάο Πάουλο απέδειξαν ότι περισσότεροι από τους μισούς πολίτες θεωρούν φυσιολογικό το λιντσάρισμα των κακοποιών.

Ο δημόσιος κίνδυνος  1
Τον Απρίλιο του 1997 οι Βραζιλιάνοι τηλεθεατές κλήθηκαν να ψηφίσουν: Τι τέλος αξίζει σε ένα νέο που διέπραξε μια βίαιη επίθεση; Υπήρξε καταιγιστική πλειοψηφία υπέρ της εξόντωσής του: οι ψήφοι υπέρ της θανατικής καταδίκης ήταν υπερδιπλάσιοι των ψήφων της ποινής φυλάκισης. 
Σύμφωνα με την ερευνήτρια Βέγκα Μαλαγκούτι, ο νούμερο ένα δημόσιος κίνδυνος έχει τη μορφή αγοριού, είναι απόγονος σκλάβων, ζει στις παραγκουπόλεις, δεν ξέρει να διαβάζει, λατρεύει τη μουσική funk, παίρνει ναρκωτικά ή ζει απ’ αυτά, είναι αλαζόνας και χούλιγκαν και δε δείχνει κανένα σημάδι συμβιβασμού.
Μεγάλο μέρος του πληθυσμού επικροτεί επίσης, φανερά ή κρυφά, τα τάγματα θανάτου που επιβάλλουν την εσχάτη των ποινών, παρά το ότι ο νόμος δεν την επιτρέπει , με τη συνηθισμένη συμμετοχή και κάλυψη των αστυνομικών και των στρατιωτικών. Στη Βραζιλία οι ομάδες αυτές ξεκίνησαν σκοτώνοντας γκεριγέρος. Στη συνέχεια ενήλικους εγκληματίες. Έπειτα ομοφυλόφιλους και ζητιάνους. Κι έπειτα έφηβους και παιδιά.

Ο Σίλβιο Κούνια, πρόεδρος μιας ένωσης εμπόρων του Ρίο ντε Τζανέιρο, ισχυριζόταν το 1991:

-Σκοτώνοντας ένα νέο στις παραγκουπόλεις προσφέρουμε υπηρεσία στην κοινωνία.

Η ιδιοκτήτρια ενός καταστήματος στο υποβαθμισμένο προάστιο Μποταφόγκο δέχτηκε τέσσερις επιθέσεις μέσα σε δύο μήνες. Ένας αστυνομικός της εξήγησε ότι φορώντας στα παιδιά χειροπέδες δεν κάνουν τίποτα, επειδή ο δικαστής τα αφήνει ελεύθερα και εκείνα, την επόμενη, ξανακάνουν μια καινούργια ληστεία.

-Από εσάς εξαρτάται – της είπε ο αστυνομικός.

Και της πρόσφερε, σε λογική τιμή, επιπλέον ώρες προστασίας:

-Να τελειώνετε μ’ αυτά – της είπε.

-Να τελειώνω;

-Να τελειώνετε, μια και καλή.

*Αυτό το κείμενο αποτελεί απόσπασμα (σελ. 91 – 101) από το βιβλίο «ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΑΝΑΠΟΔΑ» του Εντουάρντο Γκαλεάνο και κυκλοφορεί από τις ‘Εκδόσεις Πιρόγα’ σε μετάφραση της ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΖΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Eduardo Galeano “Patas arriba” 1998

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις