Το κόππα και το Δίγαμμα στο Ελληνικό αλφαβήτο
Το κόππα (Ϙ ϙ σε αρχαίες επιγραφές, μεταγενέστερα Ϟ ϟ μόνο ως αριθμός)
ή ϙόππα είναι γράμμα των πρώιμων ελληνικών αλφαβήτων μεταξύ του π και του ρ, που ισοδυναμούσε ηχητικά με το κ. Ενώ το γράμμα κάππα (κ) χρησιμοποιήθηκε στην ελληνική για να δηλώσει στη γραφή, ως τα μέσα περίπου του 6ου π.Χ. αιώνα το άηχο κλειστό ουρανικό σύμφωνο που προφέρουμε π.χ. στα νεοελληνικά κίνημα ή κενό, την ίδια περίοδο για την απόδοση του άηχου κλειστού υπερωικού συμφώνου πρό των ο και υ, αυτού που προφέρουμε σήμερα στις λέξεις κόσμος ή ακούω χρησιμοποιήθηκε το γράμμα κόππα (ϙ). Έτσι στα αρχαϊκά ελληνικά αλφάβητα βρίσκουμε να γράφονται ΔΙΚΕ (δίκη), ΚΑΛΟΣ (καλός), ΑΛΚΙΒΙΑΔΕΣ (Αλκιβιάδης), αλλά ϘΑϘΟΣ (κακός), ϘΟΡΕ (κόρη), ΛΕϘΥΘΟΣ (λήκυθος), ϘΟΡΙΝΘΟΣ (Κόρινθος).Φωνολογικώς η χρήση δύο διαφορετικών γραμμάτων στις αρχαϊκές, κυρίως, επιγραφές σημαίνει ότι το φωνολογικό σύστημα της Ελληνικής διέθετε δύο αλλόφωνα του κ: ένα ουρανικό και ένα υπερωικό, κάτι αντίστοιχο δηλαδή στην προφορά -αλλά όχι στη γραφή- με αυτό που συμβαίνει στη νέα Ελληνική. Η γενικευμένη χρήση ενός μόνο κ (του κάππα) από τα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα σημαίνει είτε ότι η διαφορά αυτή στην προφορά έπαψε από τότε να υπάρχει είτε ότι έπαψε απλώς να δηλώνεται στη γραφή.Ενώ για τη γραφή λέξεων χρησιμοποιήθηκε η μορφή του αρχαϊκού κόππα ( Ϙ ϙ ), στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης το κόππα χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα με τη μορφή του κεραυνόμορφου κόππα ( Ϟ ϟ ) για να δηλώσει τον αριθμό 90.
Στο λατινικό αλφάβητο το γράμμα κόππα αντιστοιχεί στο γράμμα Q.
Η παροιμία "Οὐδὲ ϙόππα γιγνώσκων" λέγονταν για εντελώς αδαή άνθρωπο.
Δίγαμμα
Το δίγαμμα (Ϝ ϝ σε αρχαίες επιγραφές, μεταγενέστερα Ϛ ϛ μόνο ως αριθμός) πιθανώς ονομαζόμενο ως ϝαῦ (βαυ, ΔΦΑ: wau) αρχικά, ήταν το έκτο γράμμα σε πρώιμες μορφές του ελληνικού αλφαβήτου. Η φωνητική αξία του ήταν ένας ασθενής διχειλικός συμφωνικός φθόγγος, όπως το αγγλικό w ([[w]]). Ο φθόγγος αυτός υπέστη σίγαση νωρίς – πριν τον 8ο αιώνα π.Χ. – στις Ιωνικές και Αττικές διαλέκτους της αρχαίας ελληνικής, αλλά διατηρήθηκε για περισσότερο χρόνο σε άλλες διαλέκτους. Το γράμμα Ϝ εμφανίζεται σε επιγραφές μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ.
Πιθανολογείται ότι το αρχικό όνομα του γράμματος ήταν "ϝαῦ" ([wau]), κατά τη φωνητική του αξία και το ανάλογο φοινικικό γράμμα ουάου. Τη μεταγενέστερη ονομασία "δίγαμμα" οφείλει στο σχήμα του (δις + γάμμα – διπλό, δύο φορές γάμμα).
Την ύπαρξη του δίγαμμα στον Όμηρο κατέδειξε ο Άγγλος φιλόλογος Μπέντλεϊ, εξηγώντας πλήθος μετρικών ανωμαλιών και χασμωδιών στη γλώσσα των ομηρικών επών, που οφείλονταν στην απουσία του γράμματος κατά τη καταγραφή των επών με το κλασσικό ευκλείδειο αλφάβητο των 24 γραμμάτων (σε χρήση από το 403 π.Χ. μέχρι σήμερα) που δεν περιείχε πλέον το δίγαμμα.
Στην παμφυλική διάλεκτο υπήρχε άλλο ένα γράμμα με αξία επίσης παρόμοια με το [v] ή [w], αλλά ξεχωριστό από το δίγαμμα, που είχε τη μορφή Ͷ και ενίοτε αναφέρεται σαν "παμφυλιακό δίγαμμα" σήμερα.
Στην τσακωνική διάλεκτο ακούγονται μέχρι και σήμερα σε ορισμένες λέξεις απομεινάρια του αρχαίου αυτού φθόγγου που προφέρεται σήμερα [v].
Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης το δίγαμμα, αφού ήταν έκτο στο αλφάβητο, συμβόλιζε τον αριθμό 6. Όταν αποβλήθηκε από το αλφάβητο, παρέμεινε σε χρήση με αυτήν την αριθμητική αξία. Κατά τον Μεσαίωνα υπέστη σύγχυση με το σύμπλεγμα στίγμα ("ϛ" = "στ"), του οποίου η τότε μορφή ήταν ίδια με τη μικρογράμματη μορφή του δίγαμμα και που εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για τον αριθμό 6 μέχρι σήμερα.
Το δίγαμμα, καθώς είχε διατηρηθεί στη μορφή του ελληνικού αλφαβήτου που χρησιμοποιήθηκε στην Κάτω Ιταλία, διατηρήθηκε και στο λατινικό που προέκυψε από αυτό, ως F f στην αντίστοιχη θέση (6ο) με το αρχαίο ελληνικό αλφάβητο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου