Το κυνήγι μαγισσών του Σάλεμ των ΗΠΑ
Τον Φεβρουάριο του 1692, η νεαρή κόρη του ιερέα του χωριού Salem, Betty
Parris αρρώστησε από μια παράξενη ασθένεια. Ήταν νευρική, κρυβόταν κάτω
από έπιπλα, σπάραζε από πόνους και παραπονιόταν για πυρετό. Σύντομα, και
οι φιλενάδες της Betty άρχισαν να εμφανίζουν παρόμοια συμπτώματα. Ο
γιατρός William Griggs που κλήθηκε για να εξετάσει τις ασθενείς, όταν
είδε ότι τα γιατροσόφια του απέτυχαν, υποστήριξε ότι ίσως υπήρχε
υπερφυσική αιτία πίσω από τα προβλήματα των κοριτσιών. Κάπως έτσι
ξεκίνησε η σκοτεινή υπόθεση που σύντομα εξελίχθηκε σε αυτό που έμεινε
στην ιστορία ως οι δίκες των μαγισσών του Σάλεμ, με αφετηρία την 19η
Ιουλίου του ίδιου έτους. Οι δίκες αυτές δεν περιορίστηκαν μοναχά σε αυτή
την περιοχή της αποικιοκρατικής Μασαχουσέτης.
Οι προκαταρκτικές ακροάσεις για την υπόθεση ξεκίνησαν το 1962 σε διάφορες περιοχές της Μασαχουσέτης ενώ οι ίδιες οι δίκες έλαβαν χώρα στο Δικαστήριο Oyer and Terminer στην πόλη του Σάλεμ. Περισσότερα από 150 άτομα συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν ενώ πολλά περισσότερα έγιναν στόχος κατηγοριών χωρίς ωστόσο να διωχθούν από τις επίσημες αρχές. Τουλάχιστον πέντε άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους όντας φυλακισμένοι ενώ 29 άτομα που βρέθηκαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου καταδικάστηκαν για μαγεία, τα 19 εξ αυτών σε θάνατο δια απαγχονισμό. Επιπλέον, ένας υπερήλικας γέροντας ο οποίος αρνήθηκε να συμμετάσχει σε δίκη, πέθανε καταπλακωμένος από βαριές πέτρες.
Το 1688, ένας από τους πλέον ισχυρούς γέροντες του χωριού Σάλεμ, ο John Putnam, προσκάλεσε στην περιοχή έναν πρώην ιδιοκτήτη φυτείας στα Μπαρμπάντος, προκειμένου να αναλάβει τον άμβωνα του χωριού. Ένα χρόνο αργότερα, μετά τις διαπραγματεύσεις για το μισθό, τις ρυθμίσεις αναφορικά με τον πληθωρισμό και τη δωρεάν ξυλεία ο Parris δέχτηκε τη θέση και έφτασε στο Σάλεμ. Μαζί του έφερε τη σύζυγό του Elisabeth, την 6χρονη κόρη του Betty, την ανιψιά του Abagail Williams και την σκλάβα του από τα Μπαρμπάντος Tituba.
Το Σάλεμ εκείνη την εποχή βρισκόταν στο επίκεντρο σημαντικών αλλαγών: η εμπορική ελίτ σημείωνε τα πρώτα βήματα της ανάπτυξής της, επιφανείς προσωπικότητες δίσταζαν να αναλάβουν δημόσια αξιώματα, οι δυο ισχυρότερες οικογένειες, οι Putnams και οι Porters, ανταγωνιζόταν η μία την άλλη για τον έλεγχο στο χωριό Σάλεμ, ενώ λίγα μίλια μακριά μαινόταν ο πόλεμος μεταξύ των Ινδιάνων, σπρώχνοντας πολλούς για καταφύγιο στο Σάλεμ. Εκείνο λοιπόν τον πολύ κρύο χειμώνα του 1692, η μικρούλα Betty αρρώστησε με αυτή την παράξενη ασθένεια και σύντομα κόλλησαν και οι φίλες της.
Σήμερα, βέβαια, επιστήμονες και μελετητές θεωρούν εξαιρετικά πιθανόν τα συμπτώματα να προκλήθηκαν από ένα συνδυασμό άγχους, άσθματος, ενοχών, πλήξης, παιδικής κακοποίησης, επιληψίας και ψύχωσης με παραισθήσεις. Επίσης, όπως υποστήριξε η Linda Caporael σε άρθρο της το 1976, μπορεί να επρόκειτο για σπαστικό εργοτισμό, από την κατανάλωση σίκαλης μολυσμένης από κρόμβο. Εκείνη την εποχή, ο ιερέας από τη Βοστόνη Cotton Mather είχε δημοσιεύσει ένα δημοφιλές βιβλίο που περιέγραφε την υποπτευόμενη ως δραστηριότητα μαγείας μιας Ιρλανδής υπηρέτριας στη Βοστόνη. Πολλοί είδαν στη μικρή Betty τις συνέπειες των πράξεων που περιέγραφε στο βιβλίο ο Mather.
Η γειτόνισσα Mary Sibley πρότεινε να προχωρήσουν σε αντί-μαγεία και ζήτησε από την Tituba βοήθεια για ένα «μαγικό» κέικ – κάτι που συνέβαλε στην στοχοποίησή της άτυχης υπηρέτριας. Στο μεταξύ, τα κρούσματα της παράξενης ασθένειας έφτασαν τα 7. Ο ιστορικός Peter Hoffer υποστηρίζει ότι τα κορίτσια «μετατράπηκαν από έναν κύκλο φιλενάδων σε μια συμμορία ανήλικων εγκληματιών».
Τα κορίτσια έδιναν εντυπωσιακές παραστάσεις των συμπτωμάτων τους, με παράξενες πόζες, ουρλιαχτά και ευφάνταστους ισχυρισμούς για αόρατα δαγκώματα και τρυπήματα. Στο χωριό εκείνο, όπου όλοι πίστευαν στην ύπαρξη του Σατανά, η υπόθεση έγινε σύντομα εμμονή. Οι πρώτες τρεις γυναίκες που κατηγορήθηκαν ήταν η Tituba, η ζητιάνα Sarah Good και η Sarah Osborn που δεν είχε πατήσει στην εκκλησία του χωριού για ένα χρόνο.
Τα κορίτσια υποστήριξαν ότι οι τρεις γυναίκες, σαν φαντάσματα, τους έκαναν επιθέσεις ενώ όταν βρισκόταν στον ίδιο χώρο με κάποια από τις κατηγορούμενες έπεφταν στις εντυπωσιακές και φρικιαστικές κρίσεις τους. Ενώ αρχικά υποστήριξε με πάθος την αθωότητά της, η Tituba εν τέλει «ομολόγησε» ότι πράγματι την προσέγγισε ένας άντρας που ήταν στ’ αλήθεια ο Σατανάς και ότι πράγματι είχε πετάξει με το σκουπόξυλό της μαζί με τις άλλες δυο γυναίκες. Η ομολογία αυτή υπερκάλυψε τις φωνές των σκεπτικιστών και ο Parris με άλλους κληρικούς επιδόθηκαν με πάθος στο κυνήγι μαγισσών.
Τα κορίτσια, εκτός από το νέο τρικ του να «πέφτουν ξερές» στα ξαφνικά, άρχισαν να βλέπουν και άλλες φασματικές μορφές άλλων γυναικών να τους επιτίθενται ενώ κατηγόρησαν ένα 4χρονο νήπιο ότι το φάσμα του τους επιτέθηκε και τις δάγκωσε. Το 4χρονο παιδάκι έμεινε στη φυλακή για 8 μήνες και είδε να οδηγούν τη μητέρα του στην αγχόνη («έβγαλε τα μάτια του από το κλάμα και μετά τρελάθηκε» σύμφωνα με μια αναφορά). Επίσης, δυο σκύλοι εκτελέστηκαν ως «συνεργοί» μαγισσών.
Οι κατηγορούμενες, προκειμένου να αποφύγουν τη μακροχρόνια κράτηση στα μπουντρούμια, άρχισαν να ομολογούν, ελπίζοντας ότι με τη μετάνοια θα ξέφευγαν. Οι φυλακές ήταν σχεδόν πλήρεις ενώ η αποικία ήταν στα πρόθυρα του χάους. Ο κυβερνήτης Phips, επιθυμώντας «γρήγορη δράση», συνέστησε το δικαστήριο Oyer and Terminer και μέχρι το καλοκαίρι του 1692 οι δίκες είχαν πολλαπλασιαστεί, όπως και τα θύματα.
Στις αρχές του φθινοπώρου, η δίψα για αίμα είχε αρχίσει να υποχωρεί, άλλωστε προκαλούσε πλέον πολλές αμφιβολίες η υπόθεση που τελικά επέφερε κατηγορίες σε τόσα πολλά αξιοσέβαστα πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας. Οι μελετητές επισημαίνουν τις διαφορές μεταξύ των κατηγορούμενων και των κατηγόρων, οι οποίες προφανώς έκαναν τη διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου. Οι περισσότεροι από τους κατηγορούμενους ζούσαν στα νότια και πολλοί από αυτούς ήταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από τους κατηγόρους τους.
Σε πολλές περιπτώσεις, οι κατηγορίες κατά οικογενειών είχαν ως αποτέλεσμα περιουσιακά κέρδη για τους κατηγόρους. Επίσης, κατήγοροι και κατηγορούμενοι είχαν διαφορετικές τοποθετήσεις σε εκκλησιαστικά ζητήματα τα οποία είχαν προκαλέσει διχασμό στο χωριό πριν το ξέσπασμα της υστερίας.
ΠΗΓΗ
Οι προκαταρκτικές ακροάσεις για την υπόθεση ξεκίνησαν το 1962 σε διάφορες περιοχές της Μασαχουσέτης ενώ οι ίδιες οι δίκες έλαβαν χώρα στο Δικαστήριο Oyer and Terminer στην πόλη του Σάλεμ. Περισσότερα από 150 άτομα συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν ενώ πολλά περισσότερα έγιναν στόχος κατηγοριών χωρίς ωστόσο να διωχθούν από τις επίσημες αρχές. Τουλάχιστον πέντε άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους όντας φυλακισμένοι ενώ 29 άτομα που βρέθηκαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου καταδικάστηκαν για μαγεία, τα 19 εξ αυτών σε θάνατο δια απαγχονισμό. Επιπλέον, ένας υπερήλικας γέροντας ο οποίος αρνήθηκε να συμμετάσχει σε δίκη, πέθανε καταπλακωμένος από βαριές πέτρες.
Το 1688, ένας από τους πλέον ισχυρούς γέροντες του χωριού Σάλεμ, ο John Putnam, προσκάλεσε στην περιοχή έναν πρώην ιδιοκτήτη φυτείας στα Μπαρμπάντος, προκειμένου να αναλάβει τον άμβωνα του χωριού. Ένα χρόνο αργότερα, μετά τις διαπραγματεύσεις για το μισθό, τις ρυθμίσεις αναφορικά με τον πληθωρισμό και τη δωρεάν ξυλεία ο Parris δέχτηκε τη θέση και έφτασε στο Σάλεμ. Μαζί του έφερε τη σύζυγό του Elisabeth, την 6χρονη κόρη του Betty, την ανιψιά του Abagail Williams και την σκλάβα του από τα Μπαρμπάντος Tituba.
Το Σάλεμ εκείνη την εποχή βρισκόταν στο επίκεντρο σημαντικών αλλαγών: η εμπορική ελίτ σημείωνε τα πρώτα βήματα της ανάπτυξής της, επιφανείς προσωπικότητες δίσταζαν να αναλάβουν δημόσια αξιώματα, οι δυο ισχυρότερες οικογένειες, οι Putnams και οι Porters, ανταγωνιζόταν η μία την άλλη για τον έλεγχο στο χωριό Σάλεμ, ενώ λίγα μίλια μακριά μαινόταν ο πόλεμος μεταξύ των Ινδιάνων, σπρώχνοντας πολλούς για καταφύγιο στο Σάλεμ. Εκείνο λοιπόν τον πολύ κρύο χειμώνα του 1692, η μικρούλα Betty αρρώστησε με αυτή την παράξενη ασθένεια και σύντομα κόλλησαν και οι φίλες της.
Σήμερα, βέβαια, επιστήμονες και μελετητές θεωρούν εξαιρετικά πιθανόν τα συμπτώματα να προκλήθηκαν από ένα συνδυασμό άγχους, άσθματος, ενοχών, πλήξης, παιδικής κακοποίησης, επιληψίας και ψύχωσης με παραισθήσεις. Επίσης, όπως υποστήριξε η Linda Caporael σε άρθρο της το 1976, μπορεί να επρόκειτο για σπαστικό εργοτισμό, από την κατανάλωση σίκαλης μολυσμένης από κρόμβο. Εκείνη την εποχή, ο ιερέας από τη Βοστόνη Cotton Mather είχε δημοσιεύσει ένα δημοφιλές βιβλίο που περιέγραφε την υποπτευόμενη ως δραστηριότητα μαγείας μιας Ιρλανδής υπηρέτριας στη Βοστόνη. Πολλοί είδαν στη μικρή Betty τις συνέπειες των πράξεων που περιέγραφε στο βιβλίο ο Mather.
Η γειτόνισσα Mary Sibley πρότεινε να προχωρήσουν σε αντί-μαγεία και ζήτησε από την Tituba βοήθεια για ένα «μαγικό» κέικ – κάτι που συνέβαλε στην στοχοποίησή της άτυχης υπηρέτριας. Στο μεταξύ, τα κρούσματα της παράξενης ασθένειας έφτασαν τα 7. Ο ιστορικός Peter Hoffer υποστηρίζει ότι τα κορίτσια «μετατράπηκαν από έναν κύκλο φιλενάδων σε μια συμμορία ανήλικων εγκληματιών».
Τα κορίτσια έδιναν εντυπωσιακές παραστάσεις των συμπτωμάτων τους, με παράξενες πόζες, ουρλιαχτά και ευφάνταστους ισχυρισμούς για αόρατα δαγκώματα και τρυπήματα. Στο χωριό εκείνο, όπου όλοι πίστευαν στην ύπαρξη του Σατανά, η υπόθεση έγινε σύντομα εμμονή. Οι πρώτες τρεις γυναίκες που κατηγορήθηκαν ήταν η Tituba, η ζητιάνα Sarah Good και η Sarah Osborn που δεν είχε πατήσει στην εκκλησία του χωριού για ένα χρόνο.
Τα κορίτσια υποστήριξαν ότι οι τρεις γυναίκες, σαν φαντάσματα, τους έκαναν επιθέσεις ενώ όταν βρισκόταν στον ίδιο χώρο με κάποια από τις κατηγορούμενες έπεφταν στις εντυπωσιακές και φρικιαστικές κρίσεις τους. Ενώ αρχικά υποστήριξε με πάθος την αθωότητά της, η Tituba εν τέλει «ομολόγησε» ότι πράγματι την προσέγγισε ένας άντρας που ήταν στ’ αλήθεια ο Σατανάς και ότι πράγματι είχε πετάξει με το σκουπόξυλό της μαζί με τις άλλες δυο γυναίκες. Η ομολογία αυτή υπερκάλυψε τις φωνές των σκεπτικιστών και ο Parris με άλλους κληρικούς επιδόθηκαν με πάθος στο κυνήγι μαγισσών.
Τα κορίτσια, εκτός από το νέο τρικ του να «πέφτουν ξερές» στα ξαφνικά, άρχισαν να βλέπουν και άλλες φασματικές μορφές άλλων γυναικών να τους επιτίθενται ενώ κατηγόρησαν ένα 4χρονο νήπιο ότι το φάσμα του τους επιτέθηκε και τις δάγκωσε. Το 4χρονο παιδάκι έμεινε στη φυλακή για 8 μήνες και είδε να οδηγούν τη μητέρα του στην αγχόνη («έβγαλε τα μάτια του από το κλάμα και μετά τρελάθηκε» σύμφωνα με μια αναφορά). Επίσης, δυο σκύλοι εκτελέστηκαν ως «συνεργοί» μαγισσών.
Οι κατηγορούμενες, προκειμένου να αποφύγουν τη μακροχρόνια κράτηση στα μπουντρούμια, άρχισαν να ομολογούν, ελπίζοντας ότι με τη μετάνοια θα ξέφευγαν. Οι φυλακές ήταν σχεδόν πλήρεις ενώ η αποικία ήταν στα πρόθυρα του χάους. Ο κυβερνήτης Phips, επιθυμώντας «γρήγορη δράση», συνέστησε το δικαστήριο Oyer and Terminer και μέχρι το καλοκαίρι του 1692 οι δίκες είχαν πολλαπλασιαστεί, όπως και τα θύματα.
Στις αρχές του φθινοπώρου, η δίψα για αίμα είχε αρχίσει να υποχωρεί, άλλωστε προκαλούσε πλέον πολλές αμφιβολίες η υπόθεση που τελικά επέφερε κατηγορίες σε τόσα πολλά αξιοσέβαστα πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας. Οι μελετητές επισημαίνουν τις διαφορές μεταξύ των κατηγορούμενων και των κατηγόρων, οι οποίες προφανώς έκαναν τη διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου. Οι περισσότεροι από τους κατηγορούμενους ζούσαν στα νότια και πολλοί από αυτούς ήταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από τους κατηγόρους τους.
Σε πολλές περιπτώσεις, οι κατηγορίες κατά οικογενειών είχαν ως αποτέλεσμα περιουσιακά κέρδη για τους κατηγόρους. Επίσης, κατήγοροι και κατηγορούμενοι είχαν διαφορετικές τοποθετήσεις σε εκκλησιαστικά ζητήματα τα οποία είχαν προκαλέσει διχασμό στο χωριό πριν το ξέσπασμα της υστερίας.
ΠΗΓΗ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου