20 παλιοί Έλληνες ηθοποιοί που βρήκαμε πώς ήταν στα νιάτα τους




Ανεξάρτητα από το ταλέντο που έχει κάποιος ηθοποιός ή το πόσο εργατικός είναι, πολλές φορές η επιτυχία και η αναγνωρισιμότητα αργεί να έρθει! Πολλοί αξιόλογοι
ηθοποιοί Έλληνες έγιναν γνωστοί σε μεγάλη ηλικία και ίσως δεν θυμόμαστε καν πως έμοιαζαν στα νιάτα τους.
Κάποιοι αφιέρωσαν όλη τους τη ζωή στο θέατρο και γι αυτό δεν τους θυμόμαστε κινηματογραφικά ή τηλεοπτικά. Η συλλογική μας μνήμη τους ανασύρει μόνο σε μεγάλη ηλικία και ποτέ νεότερους!Ειδικά οι Έλληνες ηθοποιοί του παλιού κινηματογράφου, όπως η Γεωργία Βασιλειάδου, η Σαπφώ Νοταρά ή η Νίτσα Τσαγανέα δεν μπορούμε να φανταστούμε πως υπήρξαν νεότερες. Έχουν εντυπωθεί στη μνήμη μας ως «γεροντοκόρες», «μεγαλοκοπέλες», πεθερές, κλασικές «μανάδες» ή ανύπανδρες μεγάλες αδερφές και η νεότητά τους έχει χαθεί στο βάθος του χρόνου!
Με μια νοσταλγική διάθεση μαζέψαμε 20 παλιούς και αγαπημένους Έλληνες ηθοποιούς, που η επιτυχία τους συνάντησε σε μεγαλύτερη ηλικία ή και … μετά θάνατον!
Η Γεωργία Βασιλειάδου (1 Ιανουαρίου 1897 – 12 Φεβρουαρίου 1980) γεννήθηκε στην Αθήνα. Το πραγματικό της όνομα ήταν Γεωργία Αθανασίου. Υποχρεώθηκε να αφήσει νωρίς το σχολείο για να εργαστεί σε κατάστημα και να βοηθήσει την πολυμελή οικογένειά της, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα της κατόπιν πτώσης από άλογο, ο οποίος ήταν αξιωματικός του ιππικού.

Η Ρένα Βλαχοπούλου γεννήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου του 1923 στην Κέρκυρα. Σύμφωνα με το βιβλίο του Κώστα Παπασπήλιου » Πινακοθήκη γέλιου «, αναφέρεται πως η Βλαχοπούλου εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Μακέδου στην Αθήνα, στα 18 της χρόνια. Ο πατέρας της, Γιάννης Βλαχόπουλος, ανήκε στην αριστοκρατία του νησιού ενώ η μητέρα της, Καλλιόπη, ήταν κόρη κάποιας υπηρέτριας που εργαζόταν στο σπίτι των Βλαχόπουλων. Οι γονείς της αγαπήθηκαν και, παρά τις αντιδράσεις της οικογένειας του νέου που τον αποκλήρωσε, παντρεύτηκαν κι έκαναν εννιά παιδιά. Τα έβγαζαν πέρα με δυσκολία. Η Ρένα ήταν το πέμπτο τους παιδί. Με τον πατέρα της πήγαινε συχνά επίσκεψη στον αρχοντικό του κόντε Θεοτόκη, όπου υπήρχε πιάνο αλλά και μια δισκοθήκη με δίσκους των 78 στροφών. Εκεί θα έχει την πρώτη της επαφή με τη μουσική και το τραγούδι.

Η Ταϋγέτη Μπασούρη είναι γνωστή από τους κωμικούς της ρόλους σε ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Τις περισσότερες φορές οι ρόλοι που ενσάρκωνε περιστρέφονταν γύρω από το ιδιαίτερο παρουσιαστικό της και είχαν έντονο το στοιχείο του αυτοσαρκασμού. Η Ταϋγέτη συγκαταλέγεται, μαζί με τη Γεωργία Βασιλειάδου και την Αθηνά Μερτύρη, στις «άσχημες» του ελληνικού κινηματογράφου. Μάλιστα η ίδια η Βασιλειάδου είχε αναφέρει ότι αν γινόντουσαν καλλιστεία για άσχημες, η ίδια θα έβγαινε σταρ Ελλάς και η Ταϋγέτη Μις Ελλάς!…

Η Σαπφώ Νοταρά με τη χαρακτηριστική ατάκα «μπουρλότο» ήταν Ελληνίδα ηθοποιός, του κινηματογράφου και του θεάτρου. Το πραγματικό της επώνυμο ήταν Χανδάνου. Σπούδασε στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου και στη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου. Το επώνυμο Νοταρά το πήρε από το δρόμο που βρισκόταν η δραματική σχολή στην οποία φοιτούσε. Βλέποντάς τη σε φωτογραφία σε νεαρή ηλικία θα λέγαμε ότι μοιάζει με σταρ του βωβού κινηματογράφου.

Η Ελένη Ζαφειρίου γεννήθηκε στην Λάρισα το 1916 και πέθανε στις 2 Σεπτεμβρίου 2004, σε ηλικία 88 ετών, μετά από μάχη με αλλεπάλληλα εγκεφαλικά επεισόδια. Υπήρξε απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Υποδύθηκε δεκάδες ρόλους κυρίως του κλασικού ρεπερτορίου. Στην τηλεόραση χαρακτηριστικός παρέμεινε ο ρόλος της «Καμπουρίτσας» που ερμήνευσε στη σειρά Ο Χριστός ξανασταυρώνεται τη δεκαετία του ’70. Κηδεύτηκε στο Νεκροταφείο του Χαλανδρίου χωρίς καμία παρουσία ομότεχνού της και κάμερας.

Η Τζόλυ Γαρμπή γεννήθηκε στο Γιοχάνεσμπουργκ από Κεφαλονίτες γονείς, το 1913 και πέθανε τον Δεκέμβριο του 2002. Ήταν για 60 χρόνια σύζυγος του επίσης ηθοποιού Θόδωρου Μορίδη. Η είδηση του θανάτου της έγινε γνωστή στα ΜΜΕ μετά από 10 μέρες και πέθανε ξεχασμένη. Κηδεύτηκε στον Μαραθώνα. Τη λατρέψαμε στις ταινίες: Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες – 1960, Η νεράιδα και το παλλικάρι -1969.

Η Νίτσα Τσαγανέα ήταν Eλληνίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου και αγωνίστρια της Εθνική αντίστασης. Δεύτερος σύζυγός της ήταν ο επίσης ηθοποιός Χρήστος Τσαγανέας. Πιο γνωστές ταινίες της είναι οι «Ένας ήρωας με παντούφλες» και «Οι Γερμανοί ξανάρχονται». Κατέληξε φτωχή και το νοίκι της το πλήρωνε ο Δημήτρης Χορν. Κηδεύτηκε στο Α΄ νεκροταφείο, δίπλα από την αγαπημένη της κόρη, την επίσης ηθοποιό Λιάνα Βιτσώρη. Θεϊκή ατάκα που της έχουν απευθύνει «… και έχει ένα περίεργο σχήμα η μύτη σου απόψε».

Η Σμάρω Στεφανίδου γεννήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 1913 στην Αθήνα και πέθανε στις 7 Νοεμβρίου του 2010. Ήταν Μικρασιάτισσα από τους γονείς και τους παππούδες της. Τελείωσε την Εμπορική Σχολή στην Αθήνα, έμαθε ξένες γλώσσες και πιάνο. Από πολύ μικρή έπαιζε θέατρο και έκανε παραστάσεις στα παιδιά.

Η Τασσώ Καββαδία γεννήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 1921 στην Πάτρα. Σπούδασε πιάνο στην Αθήνα, ζωγραφική και διακόσμηση στο Παρίσι, σκηνογραφία και ενδυματολογία κοντά στο Γιάννη Τσαρούχη και υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης κοντά στον Κάρολο Κουν. Από το 1954 ως το 1967 εργάστηκε στο ραδιόφωνο ως δημιουργός και εκτελέστρια. Από το 1955 ως το 1969 εργάστηκε σε εφημερίδες και περιοδικά ως συντάκτρια του ελεύθερου και καλλιτεχνικού ρεπορτάζ. Επίσης, ασχολήθηκε με λογοτεχνικές και άλλες μεταφράσεις. Έχει συμμετάσχει από το 1954 σε ελληνικές και ξένες παραστάσεις και έργα στο θέατρο και τον κινηματογράφο, ενώ έχει εμφανιστεί και στην τηλεόραση. Χαρακτηρίζεται συνήθως ως η «κακιά» του ελληνικού κινηματογράφου, καθώς λόγω του «βλοσυρού» παρουσιαστικού της ερμήνευε «αυστηρούς» ρόλους, όπως της κακιάς πεθεράς, μάνας, αδερφής κ.ά. Πέθανε στις 18 Δεκεμβρίου του 2010.

Ο Ορέστης Μακρής (30 Σεπτεμβρίου 1898 – 29 Ιανουαρίου 1975) εκτός από Έλληνας ηθοποιός ήταν και τενόρος της οπερέτας. Γεννήθηκε στη Χαλκίδα και πέθανε στην Αθήνα. Είχε τελειώσει το Ελληνικό Ωδείο Αθηνών και εμφανίσθηκε στη σκηνή πρώτα ως τενόρος στο θίασο Ροζαλίας Νίκα το 1925, κατόπιν στον θίασο Παπαϊωάννου και αργότερα μεταπήδησε στο είδος των κωμικών ρόλων. Ως ηθοποιός διέπρεψε σε απόδοση λαϊκών τύπων, όπως ο «μεθύστακας», που αποτέλεσε σταθμό στο ελληνικό θέατρο.

Η γεροντοκόρη του σινεμά, Μήτση Κωνσταντάρα (1922 – 22 Δεκεμβρίου 1985) ήταν το μικρότερο παιδί της οικογένειας Κωνσταντάρα, αδερφή του μεγάλου ηθοποιού Λάμπρου Κωνσταντάρα. Σπούδασε στην δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου αποφοίτησε με άριστα και πρωτοεμφανίστηκε το 1945 στην Πρώτη Κρατική Σκηνή με το έργο Αρλεζιάννα. Εκείνη την εποχή υπήρχε ένα είδος θεάτρου, τα ονομασία «Μπουλούκια». Η Μήτση υπηρέτησε αυτό το είδος με μεγάλη επιτυχία, κάτι όμως που την έκανε το μαύρο πρόβατο της οικογένειας για το δρόμο που ακολούθησε. Όταν το 1985 πέθανε ο Λάμπρος, η Μήτση έπεσε σε μεγάλη κατάθλιψη. Πέθανε πιθανόν από ανακοπή καρδιάς στον ύπνο της, έξι μήνες μετά.

Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος γεννήθηκε στο Διακοφτό Αχαΐας στις 12 Ιουλίου 1912. Σπούδασε στην Αθήνα στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Συνολικά για 46 χρόνια, ερμήνευσε και έπαιξε στους μεγαλύτερους θιάσους της εποχής του. Πρώτη του ταινία ήταν, το 1947, τα «Παιδιά της Αθήνας». Συνολικά έπαιξε σε 136 ταινίες, ανάμεσά τους «Ένας ιππότης για τη Βασούλα», «Η βίλα των οργίων», «Ο κυρ Γιώργης εκπαιδεύεται». Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ολομόναχος και πέθανε στις 13 Απριλίου 1984. Βρέθηκε στο σπίτι του, λίγες μέρες αργότερα.

Ο Χρήστος Τσαγανέας γεννήθηκε στη Ρουμανία και καταγόταν από εύπορη και αριστοκρατική οικογένεια. Αποφοίτησε από το ελληνικό γυμνάσιο της Ρουμανίας και ήρθε στην Αθήνα για ακαδημαϊκές σπουδές. Γράφτηκε αρχικά στην Ιατρική, αλλά σύντομα την παράτησε και πήγε στην Νομική, από την οποία δεν πήρε ποτέ πτυχίο. Η αιτία αυτού του γεγονότος ήταν η γνωριμία και ο έρωτάς του για την κατά εφτά χρόνια μεγαλύτερή του ηθοποιό Νίτσα Βιτσώρη, για χάρη της οποίας εγκατέλειψε τις σπουδές του και άρχισε να εμφανίζεται στο θέατρο.Υπήρξε δεύτερος σύζυγος της επίσης ηθοποιού Νίτσας Τσαγανέα και πεθερός του Γιώργου Οικονομίδη. Πέθανε την ημέρα των γενεθλίων του 2 Ιουλίου 1976 (70 ετών) και κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Την επόμενη ημέρα της εκταφής του ετάφη στο ίδιο μνήμα ο μεγάλος Έλληνας λαϊκός συνθέτης Βασίλης Τσιτσάνης.

Kόρη του Σταμάτη Κρεβατά (μουσικού) και της Σοφίας (επίσης ηθοποιού – στην Κωνσταντινούπολη, το γένος Παντελιάδη), η Μαρίκα Κρεββατά γεννήθηκε στην Αθήνα το 1910. Γρήγορα όμως σε ηλικία 2 ετών έχασε τον πατέρα της και τη μικρότερη αδελφή της, Θάλεια. Τα παιδικά της χρόνια ήταν φτωχά. Εγκατέλειψε τη θεατρική σκηνή το 1973. Ήταν μόνιμη κάτοικος Αθηνών και μιλούσε γαλλικά. Πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 1994 σε ηλικία 84 ετών σε Κλινική της Αθήνας και κηδεύτηκε στον Κόκκινο Μύλο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, έπασχε από άνοια.

Ξεκίνησε την καριέρα του το 1929 στο μουσικό θέατρο, συμμετέχοντας σε επιθεωρήσεις, οπερέτες και παραστάσεις βαριετέ. Τη δεκαετία του 1940 άρχισε να συγκροτεί δικούς του θιάσους και να συνεργάζεται με σπουδαίους συναδέλφους του, όπως τη Ρένα Βλαχοπούλου, τις αδελφές Καλουτά, την Καίτη Ντιριντάουα και τη Μαρίκα Νέζερ και την Καίτη Μπελίντα, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο και τη Σοφία Βέμπο (1959), τον Κώστα Χατζηχρήστο (1963) κ.ά. Ο μεγάλος κωμικός έπαιζε ρόλους νευρώδη ηλικιωμένου, που στο τέλος μαλάκωνε υπό την «πίεση» της όμορφης ηθοποιού και χορεύτριας. Έφυγε από τη ζωή στις 12 Δεκεμβρίου 1987 (77 ετών).

Ο Βασίλης Λογοθετίδης ήταν ένας από τους πιο αγαπητούς κωμικούς του θεάτρου και του κινηματογράφου. Γεννήθηκε στο Μυριόφυτο της Ανατολικής Θράκης και το 1915. Το 1918 ήρθε στην Αθήνα και την επόμενη χρονιά εντάχθηκε στο δυναμικό του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του εμφανίστηκε μόνο σε 12 κινηματογραφικές ταινίες, αλλά άφησε εποχή με τις θεατρικές του ερμηνείες. Στις περισσότερες εμφανίσεις του, παρτενέρ του ήταν η Ίλια Λιβυκού, με την οποία υπήρξαν ζευγάρι και στη ζωή, χωρίς όμως ποτέ να παντρευτούν. Το 1957 έπαθε έμφραγμα, αλλά συνέχισε τις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Λίγο πριν από το μοιραίο, είχε εξομολογηθεί στους φίλους του ότι θα ήθελε να πεθάνει στο θέατρο. Έφυγε καθ΄οδόν…

Η Μαρίκα Νέζερ είναι η προξενήτρα στην ταινία Μπακαλόγατος με τον απολαυστικό Ζήκο, Κώστα Χατζηχρήστο. Ήταν κόρη του Κωνσταντίνου Νέζερ και της ηθοποιού και μίμου Κλεοπάτρας Νέζερ, αδερφή του Χριστόφορου Νέζερ (1903-1995), εξαδέλφη του Χριστόφορου Νέζερ (1887 – 1970) και εγγονή του Χριστόφορου Νέζερ, φρούραρχου Αθηνών και Υπασπιστή του Βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα. Από 13 ετών ανήλθε στη θεατρική σκηνή στο Κάιρο όπου και κατέλαβε διαπρεπή θέση κυρίως στο μουσικό επιθεωρησιακό είδος. Διέπρεψε στις επιθεωρησιακές παραστάσεις και τα συγκροτήματα της Σοφίας Βέμπο με το χαρακτηριστικό τύπο της «καρατερίστας». Σημείωσε μεγάλη επιτυχία στο ρόλο της Μαντάμ Σουσούς του Ψαθά, τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της ήταν κατάκοιτη, μαζί με την επίσης κατάκοιτη αδερφή του άντρα της. Απεβίωσε το 1989 και κηδεύτηκε με παρουσία τεσσάρων μόνο καλλιτεχνών, στο Κοιμητήριο του Βύρωνα. Εγγονός της, είναι ο ηθοποιός Γιώργος Πυρπασόπουλος.

Ο Βασίλης Αυλωνίτης γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Θησείο. Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1924 στην οπερέτα του Ν. Χατζηαποστόλου Το κορίτσι της γειτονιάς. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με διάφορους θιάσους σε οπερέτες και κωμωδίες, μέχρι το 1928, οπότε και στράφηκε προς την επιθεώρηση επικεφαλής δικού του θιάσου. Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1929 στην ταινία του Αχιλλέα Μαδρά, Μαρία Πενταγιώτισσα, ενώ ακολούθησαν δεκάδες άλλες έως το 1970, όπως Η αριστοκράτισσα κι ο αλήτης, όπου εμφανίστηκε στον τελευταίο του ρόλο. Λίγες μέρες μετά την ολοκλήρωσή αυτής της ταινίας πέθανε από καρδιακή προσβολή. Συνολικά πρωταγωνίστησε ή εμφανίστηκε σε μικρότερους ρόλους σε 75 ταινίες. Είχε ήρεμη προσωπική ζωή, ενώ φέρεται να έχει κάνει δύο γάμους.

Ο Κωνσταντάρας γεννήθηκε στην οδό Πλουτάρχου 13 στο Κολωνάκι στις 13 Μαρτίου 1913, σε οικογένεια με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Αδερφή του ήταν η ηθοποιός Μίτση Κωνσταντάρα. Το 1930 κατατάχθηκε μετά από επιμονή της οικογένειάς του και χωρίς την δική του θέληση στην Σχολή Υπαξιωματικών Ναυτικού στην Κέρκυρα, από όπου τελικά δραπέτευσε κολυμπώντας. Το 1934 μετέβη στο Παρίσι προκειμένου να σπουδάσει χρυσοχόος, με σκοπό να αναλάβει στην συνέχεια το οικογενειακό χρυσοχοείο στο κέντρο της Αθήνας. Εγκατέλειψε τις σπουδές του κι έκανε διάφορες δουλειές, ώσπου τον ανακάλυψε ο Γάλλος σκηνοθέτης Λουί Ζουβέ να παίζει ως κομπάρσος σε θεατρική παράσταση. Σπούδασε ηθοποιός στο θέατρο «Ατενέ» και το καλοκαίρι του 1938 επέστρεψε στην Ελλάδα, ξεκινώντας πλέον καριέρα ηθοποιού. Πέθανε στις 28 Ιουνίου 1985 (72 ετών) στο «Ασκληπιείο» της Βούλας, ενώ νωρίτερα (1978 και 1983) είχε υποστεί δύο εγκεφαλικά επεισόδια.

Θεωρείται ένας από τους πιο δημοφιλείς κωμικούς του ελληνικού κινηματογράφου, ενώ μέχρι και το τέλος της ζωής του συνέχιζε να εμφανίζεται σε ταινίες, στην τηλεόραση και το θέατρο. Ο θανάσης Βέγγος ήταν γνωστός και ως ο «Καλός μας άνθρωπος». Γεννήθηκε στον Πειραιά, στο Νέο Φάληρο και ήταν μοναχοπαίδι. Ο πατέρας του ήταν δημόσιος υπάλληλος, στην Εταιρεία Ηλεκτρισμού, και ήρωας της αντίστασης. Τα χρόνια 1948-1950 υπηρέτησε τη θητεία του ως «ανεπιθύμητος» στρατιώτης στη Μακρόνησο, όπου γνωρίστηκε με τον μετέπειτα γνωστό σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο. Αυτή η γνωριμία οδήγησε στην πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο, το 1954, στην ταινία Μαγική Πόλη του Κούνδουρου. Απεβίωσε πλήρης ημερών στον «Ερυθρό Σταυρό» λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου στις 3 Μαΐου 2011, λίγο πριν συμπληρώσει τα 84. Τάφηκε στην Αμοργό, τόπο καταγωγής της μητέρας του και της γιαγιάς του.












ΠΗΓΗ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις