Το 1453 το 2016
Αεροδρόμιο Βρυξελλών. Αναμονή για την πρωινή πτήση προς Αθήνα. Ο χώρος ελληνοκρατείται. Η ανθρωπογεωγραφία των επιβατών γίνεται ολοφάνερη με την πρώτη ματιά. Είναι, στο ένα άκρο, οι οπαδοί του Ολυμπιακού –μπόλικοι δεδομένης της κρίσης– οι οποίοι συνόδευσαν την ομάδα τους για το ματς με την Άντερλεχτ και σήμερα επιστρέφουν, ηττημένοι πλην όχι καταρρακωμένοι. Κι είναι, στο άλλο άκρο, οι τακτικοί ταξιδιώτες από
και προς το «κέντρο της Ευρώπης». Μιλάμε για δυό πόλους αντίθετους, που δεν εκφράζουν –προς θεού– τον μέσο φίλαθλο ούτε τον μέσο φιλοευρωπαίο Έλληνα. Αποτυπώνουν όμως, στην υπερβολή τους, τα όρια ανάμεσα στα οποία ταλαντεύεται η κοινωνία μας.
Τα παλληκάρια του Θρύλου έχουν τατουάζ, τρέφουν αφράτα μούσια και αντιμετωπίζουν την αραίωση του τριχωτού της κεφαλής ξυρίζοντας τα κρανία τους. Φοράνε φόρμες και μπουφάν σε χτυπητά χρώματα, μιλάνε δυνατά, ξεσπούν ενίοτε σε βροντερά γέλια. Συμπεριφέρονται σαν έφηβοι σχεδόν σε πενταήμερη εκδρομή.
Οι συμπατριώτες τους του Ευρωκοινοβουλίου και της Κομισιόν όταν δεν είναι γραββατωμένοι συνδυάζουν τα κοστούμια τους με ένα κομψό κασκόλ από κασμίρι, ρίχνοντας από πάνω και μια καμπαρντίνα. Οι κοπέλες, ακόμα κι αν δεν έχουν συμπληρώσει τα τριάντα, έχουν μαλλί κομμωτηρίου και το ύφος της μεταφεμινίστριας, η οποία σκοπεύει να ανέλθει στα υψηλότερα αξιώματα όχι ανεμίζοντας το λάβαρο της γυναικείας απελευθέρωσης αλλά ικανοποιώντας την προσωπική της –απολύτως θεμιτή– φιλοδοξία. Όσους ταξιδεύουν ζευγαρωμένοι, τους φαντάζεσαι εύκολα να κάνουν μαζί αξημέρωτα τζόγκινγκ, να κοιμούνται αγκαλιά ο καθείς με το τάμπλετ του και να γράφουν τα παιδιά τους από το δημοτικό στο μάθημα των κινέζικων, ώστε να αντεπεξέλθουν στις προκλήσεις του μέλλοντος.
Τα παλληκάρια πνέουν μένεα εναντίον της αεροπορικής εταιρείας. Δεν το χωράει ο νους τους πως το φτηνό εισιτήριο το οποίο πλήρωσαν σημαίνει ότι οι αποσκευές τους θα είναι περιορισμένου όγκου και βάρους, πως δεν θα κουβαλήσουν στην πατρίδα βελγικά σοκολατάκια για όλο το σόι συν τη γειτονιά. Αγανακτούν δε που ό,τι πάρουν μες στο αεροπλάνο θα πρέπει να το πληρώσουν επιπλέον. «Μα ούτε ένα ποτήρι νερό; Ούτε ένα ποτήρι νερό;» ξεχειλίζει ένας τους από ιερή οργή. «Στην Ελλαδίτσα το νερό το κερνάμε στους ξένους! Καλά κάνουμε λοιπόν που όταν έρχονται το καλοκαίρι τουρίστες τους ξεπουπουλιάζουμε!» καταλήγει, δίχως να αντιλαμβάνεται την εξωφρενική αντίφαση ανάμεσα στις δύο φράσεις του.
Ο διπλανός του, επιστημονικός σύμβουλος κάποιου ευρωβουλευτή, του ρίχνει ένα βλέμμα μεταξύ θλίψης και σιχαμάρας. Πάει κάτι να πει, το μετανιώνει ωστόσο –»πού να μπλέκω με κάφρους;»– και βυθίζεται ξανά στην ανάγνωση της «International Herald Tribune”…
Σκέφτομαι ότι οι συγκεκριμένοι οπαδοί του «Θρύλου» και τα συγκεκριμένα στελέχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης εάν βρίσκονταν μαζί ενώπιον κάποιας απρόβλεπτης, απειλητικής για τη ζωή τους κατάστασης, όχι απλώς δεν θα συνεργάζονταν για να υπερβούν τον κίνδυνο αλλά αντιθέτως θα αλληλοσπαράσσονταν. Θα εκφραζόταν ατόφια και αιμοβόρα η βαθιά περιφρόνηση που τρέφουν οι μεν για τους δε.
Το χάσμα ανάμεσά τους δεν είναι απλώς πολιτικό. Ούτε προκύπτει καν από κοινωνικές και οικονομικές διαφορές. (Οι τελευταίες ίσως και να εκμηδενίζονταν εάν συνέκρινε κανείς το καθαρό –μετά τους φόρους ή τη φοροδιαφυγή– εισόδημα των μεν με των δε.) Το χάσμα έχει τόσο βαθιές ιστορικά ρίζες που καταλήγει να είναι υπαρξιακό.
«Εσείς κρατάτε την Ελλάδα πίσω, την οδηγείτε με την ψευτομαγκιά και με την κουτοπονηριά σας στην καταστροφή!» θα έλεγαν «τα παιδιά της Ευρώπης» στους «φιλάθλους». «Εσείς έχετε προδώσει τα ιερά και τα όσια της φυλής! Έχετε πουληθεί στους Φράγκους!» θα απαντούσαν εκείνοι. Ό,τι δηλαδή διαμειβόταν, τηρουμένων των αναλογιών, μεταξύ Ενωτικών και Ανθενωτικών τα χρόνια πριν από το 1453.
Ο διχασμός των τελευταίων έξι ετών δεν αποτελεί –ισχυρίζομαι– παρά ένα ακόμα επεισόδιο της Τραγωδίας, η οποία ξεκίνησε το νωρίτερο με την πρώτη Άλωση της Πόλης, το 1204, από τους Σταυροφόρους και κορυφώθηκε με τη δεύτερη Άλωση της από τους Οθωμανούς. Όλη η ρητορική της αντιμνημονιακής παράταξης –ακόμα και ύστερα απ’την υπογραφή τού τρίτου μνημονίου– θα μπορούσε να συνοψιστεί στην εμβληματική φράση «κάλλιο σαρίκι τούρκικο παρά τιάρα παπική».
«Πώς πορευτήκαμε τότε εν ειρήνη και ομόνοια κατά τις τελευταίες δεκαετίες;» θα ρωτήσετε.
Οι ηγεσίες μας στάθηκαν –θα απαντήσω– αταλάντευτα στην πράξη φιλοδυτικές. Ακόμα και όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου επαγγελλόταν τον «Τρίτο –αδέσμευτο- Δρόμο», άλλο δεν έκανε παρά να πιέζει την Ευρώπη για μεγαλύτερες προς την Ελλάδα παροχές. Ο Ψυχρός Πόλεμος, η σοβιετική απειλή, ευνοούσε την πολιτική του.
Το ανθενωτικό, προνεωτερικό, ελληναράδικο τμήμα της κοινωνίας δεν είχε λόγο να διαμαρτύρεται εφόσον βολευόταν σε εκείνη τη ρότα. Εισέπραττε και κατανάλωνε τα λεφτά των «κουτόφραγκων» δίχως να προσαρμόζει στο ελάχιστο τον τρόπο ζωής του.
Μόλις το κράτος χρεοκόπησε, την άνοιξη του 2010, οι αντιθέσεις που σοβούσαν βγήκαν ξανά στην επιφάνεια. Οι ανθενωτικοί-αντιμνημονιακοί στράφηκαν λυσσασμένα εναντίον του συστήματος, το οποίο δήθεν τους πρόδωσε. Οι δε ενωτικές ελίτ τους αντιμετώπισαν πλέον ρητά αφ’ υψηλού. Σαν «άχθος αρούρης». Σαν βάρος περιττό πάνω στο έδαφος της πατρίδας.
Ανήκω στη γενιά που είχε τη σπάνια τύχη να αναπτυχθεί και να πορευτεί μέχρι σχεδόν τη μέση ηλικία νομίζοντας ότι έχει υπερβεί τις παραπάνω αντιθέσεις. Που μπορούσε να εγκύπτει στον Κιθ Τζάρετ εκτιμώντας παράλληλα την αυθεντικότητα του σκυλάδικου. Που διδασκόταν απ’ τον Στάνλευ Κιούμπρικ και τον Τζον Κασσαβέτη, απ’ τον Καστοριάδη και τον Τόμας Μάν γελούσε όμως κάπου-κάπου και με τον Λαζόπουλο των «Δέκα Μικρών Μήτσων». Στο εφηβικό μου δωμάτιο είχα τον Άρη Βελουχιώτη πάνω στο άλογο και την Όντρεϋ Χέπμπορν στο «Πρωινό στο Τίφανυς».
Αυταπατόμασταν ότι τα ασυνδύαστα συνδυάζονται. Πώς να μην πάθουμε συνεπώς την πλάκα μας όταν έλαμψε αδυσώπητη η αλήθεια;
Μπαίνουμε στο αεροπλάνο για Αθήνα. Βρίσκομαι καθισμένος εν μέσω δύο συμπατριωτών μου. Ώσπου να μας προστάξει η συνοδός να απενεργοποιήσουμε τις ηλεκτρονικές συσκευές, ο αριστερός μου διαβάζει στο κινητό τα νέα για τον θάνατο του Ουμπέρτο Έκο. Ο δεξιός μου φοράει τα ακουστικά και ακομπανιάρει όχι ιδιαίτερα χαμηλόφωνα. «Όσο δέρμα κι αν πετάξεις, φίδι είσαι δεν θα αλλάξεις!» καταλήγει το τραγούδι. Κι εγώ είμαι, για μια τουλάχιστον στιγμή, σίγουρος ότι τον στίχο απευθύνει ο «φίλαθλος» στο «παιδί της Ευρώπης».
Χρήστος Χωμενίδης
ΠΗΓΗ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου