H «εξομολόγηση» μιας ιερόδουλης

karta-ierodoulis






Το κείμενο αυτό είναι ένα είδος διαθήκης, ένας
αποχαιρετισμός σε νεκρούς και ζωντανούς.
«Η ζωή, δηλαδή το έσχατο όριό της, μου την είχε στημένη με μια ύστατη πρόκληση, ίσως γιατί έζησα υπερβολικά. εδώ και τρία χρόνια είμαι παγιδευμένη στα δίχτυα του καρκίνου. Μέχρι στιγμής του ξεφεύγω πληρώνοντας με μεγάλους πόνους το τίμημα ενός ανένδοτου αγώνα. Σε σχέση με τις δυστυχίες του πλανήτη, δεν είναι τίποτα. Σε σχέση με
τις μεγάλες χαρές της ζωής, τις οποίες γεύτηκα χωρίς καμία περιστολή, είναι πολύ σκληρό.
Από το Δεκέμβριο του 1995 κι ύστερα δεν έχω πάει με πελάτη. Τον τελευταίο, έναν κοντό ισπανό εργάτη, που μ’ επισκεπτόταν καιρό, τον αποκαλούσα κρυφά «το γαριδάκι», μπορείτε να μαντέψετε για ποιο λόγο. Έπρεπε να συμπιεστώ σηκώνοντας τα πόδια στο ταβάνι για να τον αισθανθώ να μπαίνει μέσα, και στη συνέχεια να εκσπερματώσει, προσέχοντας κιόλας να μη μου γλιστρήσει.
Έδινε τότε, όπως όλοι οι μετανάστες της εργατιάς, πενήντα ελβετικά φράγκα. δεν ήταν κουραστικό, ήταν απλά συγκινητικό, κι έφευγε μες στην καλή χαρά, μ’ ένα χαμόγελο ταπεινό και γεμάτο ευγνωμοσύνη, περπατώντας λίγο στραβά, όπως τόσοι άλλοι μετά τον οργασμό, για να πάει να πιει ένα ποτηράκι.
Ήμουν εξήντα έξι ετών όταν σταμάτησα. Σήμερα είμαι εβδομήντα πέντε. Έχω τριάντα χρόνια πορνείας στην πλάτη μου, μαζί με τα διαλείμματα. Η πορνεία είναι τέχνη, φιλανθρωπία, επιστήμη. Το ‘χω πει και επαναλάβει και θα το λέω και θα το γράφω μέχρι την τελευταία μου πνοή, στα γαλλικά, στα αγγλικά, στα γερμανικά, ακόμη και στα γερμανικά, ακόμη και στα ιταλικά και στα ισπανικά αν χρειαστεί.
Σήμερα, κοιτώντας πίσω, αναλογίζομαι τα τριάντα αυτά χρόνια στο επάγγελμα της πόρνης, που λογοτεχνικά αποκαλούμε «εταίρα» ή «παλλακίδα», με άπειρη νοσταλγία και ευγνωμοσύνη. Τα παιδιά μου κι εγώ ζήσαμε με γεμάτο στομάχι.
Το ανθρώπινο σώμα, όπου κατοικεί η ψυχή, είναι ένα μουσικό όργανο και η σεξουαλικότητα το δοξάρι του. Με τις αρετές της λεπτότητας και της βιαιότητας πάλλεται και αγγίζει το ζενίθ της ηδονής και της έκστασης. Η μόνη αυθεντική πορνεία είναι εκείνη των μεγάλων καλλιτέχνιδων, οι οποίες, τελειομανείς και τεχνικά καταρτισμένες, εξασκούν αυτή την ιδιαίτερη τέχνη με ευφυΐα, σεβασμό, φαντασία, φιλότιμο, εμπειρία, και επιδίδονται οικειοθελώς σ’ αυτή, χάρη σε μια κατά κάποιον τρόπο έμφυτη κλίση: πρόκειται για αληθινές επαγγελματίες οι οποίες συνειδητοποιούν τη δύναμή τους και τα όριά της, ξέρουν να μπαίνουν στη θέση του άλλου, ν’ ανακαλύπτουν τις προσδοκίες του, τα άγχη του, τις επιθυμίες του και να τον απελευθερώνουν χωρίς ζημία ούτε για τις ίδιες ούτε για εκείνον.
Καμία πόρνη άξια του ονόματός της δεν θα μπορέσει ποτέ ν’ απαρνηθεί το παρελθόν της, είναι χαραγμένο στο δέρμα της και στην καρδιά της. Όπως έλεγε και μία φίλη μου του επαγγέλματος στο τηλέφωνο: «εμείς πάντα θα καταπραΰνουμε τους πόνους της ανθρωπότητας».
Ό,τι και να λένε οι επικριτές μας, οι ακραίοι οπαδοί της ηθικής και της «αρετής», εκείνης ακριβώς που τους καταπνίγει, εμείς κατέχουμε τα σκήπτρα στο παλάτι μας, το βασίλειο της συμπόνιας, της κομψότητας, και της –τόσο δύσκολα αποκτημένης- γνώσης της ανθρώπινης ψυχής και του ανθρώπινου σώματος.
Γνώρισα εδώ στη Γενεύη, αργότερα στο Παρίσι και στα διεθνή συνέδριά μας, μεγάλες κυρίες των ελεύθερων ηθών: περήφανες για το ταλέντο τους, λαμπερές, απαστράπτουσες από γοητεία, χιούμορ και ηρωική ανθρωπιά, όλων των ηλικιών, όλων των φυλών, όλων των φύλων, από τις πιο ταπεινές μέχρι τις πιο αριστοκράτισσες, λόγιες, καλλιεργημένες, ή φορώντας απλώς στο πέτο την καρδιά τους, το κουράγιο τους και το κουράγιο τους για τη ζωή.
Μονάχα η βία και η απάνθρωπη σκληρότητα που αναγκάζουν τους ανθρώπους, ενήλικες και ανήλικους, να εκπορνεύονται παρά τη θέλησή τους πρέπει να πατάσσονται. Εμείς θα καταδικάζουμε αυτή την αδικία με όλες μας τις δυνάμεις, πάντοτε και παντού: διότι δεν ανήκουμε και δεν θ’ ανήκουμε ποτέ στην κατηγορία των σκλάβων ή των βασανιστών, ούτε θα υποταχτούμε ποτέ στους νόμους που μας αντιτάσσονται ή στις καταχρήσεις της ηθικής.
Είμαστε ελεύθερες και θα παραμείνουμε Ελεύθερες να κάνουμε ό,τι θέλουμε με το σώμα μας, με το πνεύμα μας και το χρήμα που κερδίσαμε με τον ιδρώτα του μουνιού και του μυαλού μας. Ελεύθερες, και σαν αποδημητικά πουλιά με αστραφτερά χρώματα πετούμε πολύ ψηλά πάνω απ’ τον απαίσιο βούρκο όπου θα ήθελαν να μας χαντακώσουν.

Γενεύη, 16 ιανουαρίου 2005
Griselidis Real




ΠΗΓΗ 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις