Σε είδα... Στην άκρη του δρόμου...


Σε είδα στην συμπρωτεύουσα, σε κεντρικό δρόμο της πόλης. Καθιστός, έξω από τη φλύαρη βιτρίνα. Μπότες 450€, τσάντα 780€, φουλάρι 320€, παλτό 1100€. Επώνυμες μάρκες, όμορφοι στολισμοί και εξεζητημένη δικόσμηση δημιουργούν ένα θελκτικό πακέτο για τον υποψήφιο αγοραστή.
Καλλίγραμμες κούκλες στη βιτρίνα ντυμένες με την τελευταία λέξη της μόδας, φωτογραφίες με την καινούρια χειμερινή collection, φαντεζί σκηνικά και εντυπωσιακές disco balls που κι ο ίδιος ο Τραβόλτα στον «πυρετό το Σαββατόβραδο» θα ζήλευε. 
Κάποτε έμοιαζαν τόσο μεγάλα στα μικρά μας μάτια όλα αυτά. Αντιστρόφως ανάλογα τα μεγέθη.

Σε είδα να κοιμάσαι έξω απ’ το σχεδόν κιτς σκηνικό. Τρεις πωλήτριες μέσα φορώντας το πιο πειστικό χαμόγελο για τα μάτια της μιας και μοναδικής πελάτισσας είχαν κατεβάσει όλο το μαγαζί. Μόνο εσύ κι η πεσμένη κίνηση της αγοράς χαλούσατε την κατά τ’άλλα τέλεια εικόνα.

Σε είδα να στέκεσαι απελπισμένος με το κεφάλι στηριγμένο στα γόνατα. Και κανείς δε σου ‘δινε σημασία. Οι ρυθμοί δεν επιτρέπουν σε κανένα να ασχοληθεί μαζί σου. Ποιός θα τολμήσει να σε βοηθήσει να αντιμετωπίσεις τον Γολγοθά σου όταν ο καθένας βρίσκεται ακόμη στους πρόποδες του δικού του;

Σε είδα να σηκώνεσαι βαριά όταν σου 'βαλαν τις φωνές για να φύγεις. Φυσικά κι ενοχλείς. Λογικά θα προσέβαλες την αισθητική της πελάτισσας ή εν πάση περιπτώσει υπήρχε ο κίνδυνος αυτός. Όπως και να ‘χει δεν ασχολήθηκες. Είτε επειδή το ‘χεις συνηθίσει, είτε λόγω ανωτερότητας ή γιατί ακόμη ήταν φρέσκια η γλυκιά ζαλάδα του ύπνου που σου χάρισε την ευκαιρία να ονειρευτείς προς στιγμήν.

Σε είδα να μαζεύεις το πλαστικό ποτήρι με τα λιγοστά σου κέρματα. Αποκλείεται να ήταν πάνω από ένα ευρώ. Του έριξες μια βιαστική ματιά καθώς ήξερες τι θα αντικρίσεις, πήρες παραμάσχαλα το χαρτόνι που ‘γραφε «πεινάω» κι έφυγες. Ποιός ξέρει για που... ούτε εσύ ξέρεις.
Κάπου εκεί χώρισαν οι δρόμοι μας καθώς κίνησα προς τη στάση, μα η σκέψη σου σκιά μου, που μ’ ακολουθούσε για κάποια λεπτά, μέχρι που σε λίγα μέτρα...

Σε είδα και σκέφτηκα δε μπορεί.. αφού ακολούθησες άλλο δρόμο. Μα ήσουν εκεί, όλα ήταν εκεί.. το άδειο πλαστικό ποτήρι με τα λιγοστά κέρματα, ούτε ευρώ στο σύνολο, το ταλαιπωρημένο χαρτόνι να γράφει «πεινάω», οι βιαστικοί περαστικοί με το αδιάφορο βλέμμα, το μωρό που κρατούσες στην αγκαλιά και προσπαθούσες να κοιμήσεις.. για μισό λεπτό...

Σε είδα.. μα δεν ήσουν ένας, ήσασταν πολλοί. Μα όλοι είχατε την ίδια ανάγκη για μια ζεστή γωνιά, ένα κομμάτι ψωμί, το ξεχασμένο μας δεκάλεπτο που περισσεύει και περιφέρεται στο πορτοφόλι για μέρες αξόδευτο.

Σε είδα να ‘χεις χάσει την ελπίδα σου. Και δεν «κορόϊδευες τον κόσμο» όπως ισχυρίστηκαν πολλοί βλέποντάς σε. Γιατί αν ήσουν τόσο καλός σε αυτό θα βρισκόσουν σε θεατρική σκηνή, όπου εκεί η έκθεση στο κοινό θα ήταν επιλογή σου κι όχι ανάγκη.

Τον μύθο κάθε ημέρας που μας ανήκει τον πλάθουμε εμείς. Το μόνο που αλλάζει είναι οι επιθετικοί προσδιορισμοί που αρεσκόμαστε να χαρίζουμε σε δαύτες κι η ψυχολογία που διαμορφώνουμε αποκλειστικά για να αντεπεξέλθουμε στις περιστάσεις αυτών.

Ακόμη κι αν να είναι άγρια η εποχή που ζούμε, ακόμη κι αν πράγματι είναι δύσκολες οι μέρες που ακολουθούν, έχουμε την υποχρέωση να μετατοπίσουμε το σκυφτό μας βλέμμα και να δούμε πέρα από τις μύτες των παπουτσιών μας. Γιατί κάπου εκεί δίπλα, στην άκρη του πεζοδρομίου.. σε είδα.. κι ήσουν ο συνάνθρωπος που με χρειαζόταν...

Παναγιώτης Κεΐσογλου και Γρηγόρης Λεβεντόπουλος.
 
 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις