Η συναρπαστική ιστορία της βότκας
Η ιστορία του ποτού που καταναλώνεται από εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη
Η παράδοση και ο θρύλος
Σύμφωνα με την ουκρανική παράδοση, στα τέλη του 10ου μ.Χ. αιώνα, ο Μέγας Δούκας του Κιέβου Βλαντιμίρ, για να ισχυροποιήσει την εξουσία του, αποφάσισε να ασπαστεί ο ίδιος και ο λαός του μία από τις μονοθεϊστικές θρησκείες. Ο Ουκρανός ευγενής, είχε γοητευτεί από τη δυναμική εξάπλωσης του Ισλάμ, όμως η απαγόρευση του προφήτη Μωάμεθ προς τους
πιστούς της θρησκείας αυτής να καταναλώνουν αλκοόλ, τον ώθησε στην αναζήτηση άλλης θρησκείας.
Σύμφωνα με την ουκρανική παράδοση, στα τέλη του 10ου μ.Χ. αιώνα, ο Μέγας Δούκας του Κιέβου Βλαντιμίρ, για να ισχυροποιήσει την εξουσία του, αποφάσισε να ασπαστεί ο ίδιος και ο λαός του μία από τις μονοθεϊστικές θρησκείες. Ο Ουκρανός ευγενής, είχε γοητευτεί από τη δυναμική εξάπλωσης του Ισλάμ, όμως η απαγόρευση του προφήτη Μωάμεθ προς τους
πιστούς της θρησκείας αυτής να καταναλώνουν αλκοόλ, τον ώθησε στην αναζήτηση άλλης θρησκείας.
Παρά τις καλές σχέσεις που ο ίδιος διατηρούσε με τους Εβραίους της περιοχής,
το γεγονός ότι οι θρησκευτικοί τους ηγέτες δεν διέθεταν αρκετή εξουσία,
τον έκανε να στραφεί προς τη θρησκεία, που είχε αρχίσει πριν 200 χρόνια
σχεδόν, να διαδίδεται στις σλάβικες φυλές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης,
τον Χριστιανισμό. Επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη και εντυπωσιάστηκε με
τον ναό της Αγίας Σοφίας, ενώ όταν ενημερώθηκε ότι βασικό συστατικό στα
μυστήρια της συγκεκριμένης θρησκείας ήταν το κρασί, ενθουσιάστηκε.
Σύμφωνα με τον θρύλο αναφώνησε, πως «το ποτό είναι μία ρώσικη απόλαυση»,
εκφράζοντας έτσι τη σημασία του αλκοόλ στη ζωή και στην καθημερινότητα
των σλαβικών πληθυσμών.
Η καταγωγή της βότκας
Σήμερα, η βότκα καταναλώνεται από εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον πλανήτη, όμως το θέμα της «πατρότητάς» της παραμένει ασαφές και συσκοτισμένο, καθώς το διεκδικούν από κοινού, τόσο οι Ρώσοι, όσο και οι Πολωνοί. Η λέξη βότκα (ρώσικα водка, πολωνικά wódka), μοιάζει πολύ με τη λέξη νερό και στις δύο γλώσσες (ρωσικά воды, πολωνικά woda) και πιθανότατα έλκει την καταγωγή της από αυτό, γεγονός με το οποίο συμφωνούν μελετητές και από τις δύο χώρες.
Ρωσικά κείμενα αναφέρουν την ύπαρξη αποστακτηρίου (πρώιμης) βότκας στην περιοχή Khylnovsk, σχεδόν 800 χιλιόμετρα ανατολικά της Μόσχας, ήδη από τον 11ο μ.Χ. αιώνα. Από την άλλη, Πολωνοί ιστορικοί υποστηρίζουν, ότι ήδη από τον 8ο μ.Χ. αιώνα, ότι ξέμενε από τη παραγωγή κρασιού και πάγωνε κατά τη διάρκεια του χειμώνα, δημιουργούσε ένα αλκοολούχο υγρό, που χρησίμευε για ιατρική χρήση. Επιμένουν, ταυτόχρονα, ότι η βότκα έφτασε στη Ρωσία από Πολωνούς εμπόρους, αρκετούς αιώνες αργότερα. Πάντως, η λέξη βότκα εντοπίζεται για πρώτη φορά γραπτά σε αρχείο πολωνικού δικαστηρίου το 1405 μ.Χ. Σε ρωσικά χρονικά ο όρος βότκα καταγράφεται σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, στα αρχεία της πόλης Νόβγκοροντ. Πριν από αυτή την καταγραφή, το εθνικό ποτό της Ρωσίας δεν είχε επίσημη ονομασία και ήταν γνωστό ως «καυτό κρασί», «κρασί από ψωμί», κ.λπ.
Εξαιτίας των πρωτόγονων τεχνικών απόσταξης, που χρησιμοποιούσαν οι λαοί της ανατολικής Ευρώπης, στα πρώτα χρόνια μαζικής παραγωγής, η βότκα δεν φαίνεται να είναι στις βασικές τους καταναλωτικές προτιμήσεις οινοπνευματωδών ποτών. Τα ηνία κρατούσαν η μπύρα και το κρασί, ενώ το συγκεκριμένο απόσταγμα χρησιμοποιούνταν, κυρίως, για ιατρικούς λόγους και καθαριότητα. Λίγα χρόνια αργότερα, με τη βοήθεια κυρίως των Γενοβέζων, οι Ρώσοι αξιοποιούν σύγχρονες τεχνικές απόσταξης, με τη χρήση μελιού, βοτάνων και μπαχαρικών, που βελτιώνουν τη γεύση και το άρωμά της, κάνοντας, έτσι, τη βότκα θελκτική και δημοφιλή, ως ποτό πλέον, στις αυλές των ρωσικών Δουκάτων.
Τα πρώτα χρόνια στην Πολωνία
Τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα, ο βασιλιάς της Πολωνίας Γιάν Όμπραχτ, επέτρεψε την παραγωγή και πώληση οινοπνευματωδών ποτών. Ο ίδιος, όμως, το 1572, περιόρισε τη δυνατότητα παραγωγής και πώλησης μόνο στους ευγενείς, επιβάλλοντας, ταυτόχρονα, φορολογία ύψους 10%. Τον 17ο αιώνα, οι Πολωνοί θεωρούσαν πλέον τη βότκα ως εθνικό τους ποτό και την ίδια εποχή ξεκίνησαν μαζικές εξαγωγές στη Βόρεια και Δυτική Ευρώπη.
Το πρώτο μονοπώλιο στη Ρωσία
Τα χρόνια που στη Μόσχα κυριαρχούσε ο Μεγάλος Δούκας Ιβάν ο 3ος (1462-1505μ.χ.), η παραγωγή αλκοολούχων ποτών, συμπεριλαμβανομένης και της βότκας, είχε φτάσει στο απόγειό της. Το γεγονός τον οδήγησε στο να δημιουργήσει, ουσιαστικά, στη Ρωσία, το πρώτο μονοπώλιο παραγωγής και πώλησης σιτηρών, τα οποία προορίζονταν για την παρασκευή οινοπνευματωδών ποτών, γεμίζοντας έτσι τα ταμεία του Δουκάτου. Την εποχή εκείνη, αξίζει να σημειωθεί, πως η παραγωγή της βότκας ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την παραγωγή σιτηρών. Έτσι, αν υπήρχε καλή σοδιά στο σιτάρι, η βότκα παράγονταν από σιτάρι, ενώ αν συνέβαινε το ίδιο με τη σίκαλη, τότε κατασκεύαζαν το ποτό από σίκαλη, που θεωρούσαν, μάλιστα, ότι είχε καλύτερη γεύση.
Ήδη από τις αρχές του 16ου αιώνα, οι Ρώσοι πραγματοποιούν τις πρώτες εξαγωγές βότκας στη γειτονική Σουηδία, ενώ στα χρόνια της βασιλείας του Ιβάν του Τρομερού (1547-1584), εμπορεύονται ευρύτερα το «νερό της ζωής» στις Σκανδιναβικές, κυρίως, χώρες. Καθώς το εμπόριο της βότκας εξακολουθεί να βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια του Τσάρου, ο Ιβάν θα ιδρύσει τα σημεία όπου μπορούν οι ιδιώτες να την απολαύσουν, τα οποία και θα μείνουν γνωστά στην ιστορία ως «οι ταβέρνες του Τσάρου».
Απεικόνιση «ταβέρνας του Τσάρου»
Από την απελευθέρωση του εμπορίου ως την Οκτωβριανή Επανάσταση
Ο τσαρικός αποκλειστικός έλεγχος της παρασκευής και εμπορίας της βότκας θα συνεχιστεί για σχεδόν 300 χρόνια, μέχρι τη βασιλεία του Μεγάλου Πέτρου, οπότε κι ο αυτοκράτορας θα παραχωρήσει το δικαίωμα της παραγωγής και διάθεσής της σε Ρώσους ευγενείς και εμπόρους. Έτσι, το 1812, σχεδόν έναν αιώνα μετά την απελευθέρωση του εμπορίου της βότκας, υπολογίζεται ότι στην επικράτεια της ρωσικής αυτοκρατορίας υπήρχαν περίπου 5.000 ιδιωτικά αποστακτήρια. Την ίδια χρονιά όμως, ο τσάρος Αλέξανδρος θα επιβάλει για μιαν ακόμα φορά το κρατικό μονοπώλιο σε αυτή την τεράστια, για την εποχή, βιομηχανία. Σταδιακά, ωστόσο, η παραγωγή και η πώληση της βότκας θα περάσει ξανά στα χέρια των ιδιωτών, μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Ο Ντιμίτρι Μεντελέγεφ
Ο άνθρωπος που έπαιξε ίσως τον σημαντικότερο ρόλο στην ποιοτική εξέλιξη της ρωσικής βότκας, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, είναι ο χημικός και καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης, Ντιμίτρι Μεντελέγεφ, δημιουργός του πρώτου περιοδικού πίνακα χημικών στοιχείων. Το 1865 παρουσίασε τη διδακτορική του διατριβή με τίτλο «Ως προς τους Συνδυασμούς του Ύδατος με το Οινόπνευμα», ενώ το 1895, η ρωσική κυβέρνηση του αναθέτει την έρευνα, για την όσο το δυνατό καλύτερη αναλογία μεταξύ οινοπνεύματος και νερού στη βότκα. Ο Μεντελέγεφ καταλήγει, μετά από μακρά επιστημονική έρευνα, στο συμπέρασμα, ότι η σωστή περιεκτικότητα οινοπνεύματος είναι στους 40 βαθμούς. Η συνταγή του θα εγκριθεί από την κυβέρνηση και θα αποτελέσει το απόλυτο πρότυπο παρασκευής της ρωσικής βότκας.
Η βότκα στα χρόνια της Σοβιετικής εξουσίας
Το 1917, οι Μπολσεβίκοι, μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης, βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα σημαντικό κοινωνικό πρόβλημα, καθώς μεγάλα τμήματα των λαϊκών στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου αντιμετώπιζαν πρόβλημα αλκοολισμού. Η νεαρή σοβιετική εξουσία, από τις πρώτες κιόλας μέρες της επικράτησής της, απαγόρευσε την παραγωγή και εμπορία ποτών με περιεκτικότητα σε οινόπνευμα πάνω από 20%, σταματώντας έτσι προσωρινά και την παραγωγή της βότκας, γεγονός που οδήγησε, μεταξύ των άλλων, και τους μεγαλοπαραγωγούς της να εγκαταλείψουν τη χώρα και να συνεχίσουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες στη Δύση.
Από το 1924, πάντως, με οδηγό την παραδοσιακή συνταγή του Μεντελέγεφ, η παραγωγή ξαναρχίζει και, με τη βοήθεια τεχνολογίας, που αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς, θα προσφέρει στους λάτρεις του ποτού, βότκα αρίστης ποιότητας. Στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, βέβαια, θα χρειαστεί να περάσουν πολλές δεκαετίες, μέχρι να τη γευτούν, καθώς η εξαγωγή της προσκρούει στο διεθνές εμπάργκο, που έχει επιβληθεί στη Σοβιετική Ένωση.
Από τι παρασκευάζεται
Η βότκα, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι από τα πιο απλά ποτά, καθώς μπορεί να παρασκευαστεί σχεδόν από οποιοδήποτε φυτό. Κυρίως παρασκευάζεται από σιτηρά, με το σιτάρι και τη σίκαλη να έχουν τα πρωτεία, ενώ μπορεί να παραχθεί ακόμα και από σταφύλι, καλαμπόκι, πατάτα, ρύζι, σόγια ή και μελάσα.
Άλλες χώρες παραγωγής
Εκτός της Ρωσίας και της Πολωνίας, η βότκα παράγεται συστηματικά στη Σουηδία, τη Φινλανδία, τις χώρες της Βαλτικής, τη Γαλλία και τα τελευταία χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Άλλες χρήσεις της βότκας
Η βότκα, εκτός από ποτό, μπορεί να έχει κι άλλες χρήσεις. Ο Πολωνός συγγραφέας Stefan Falimierz το 1534, απαριθμεί σχεδόν 70 θαυματουργές ιδιότητες της βότκας, μεταξύ των οποίων τη συμβολή της στην αύξηση της σεξουαλικής επιθυμίας και στη βελτίωση της γονιμότητας. Πάντως, στις μέρες μας, με τη βότκα εξακολουθούν να απολυμαίνονται πληγές, να αντιμετωπίζονται τσιμπήματα εντόμων, να απαλύνεται ο πονόδοντος (όπως συμβαίνει με το ελληνικό ούζο), να καθαρίζονται σκεύη μαγειρικής κ.ά.
Στις μέρες μας
Τα τελευταία χρόνια, η παραγωγή και η εμπορία βότκας σε διεθνές επίπεδο, ανήκει σε εταιρίες κολοσσούς, με τον τζίρο να ανέρχεται σε δισεκατομμύρια δολάρια τον χρόνο.
ΠΗΓΗ
Η καταγωγή της βότκας
Σήμερα, η βότκα καταναλώνεται από εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον πλανήτη, όμως το θέμα της «πατρότητάς» της παραμένει ασαφές και συσκοτισμένο, καθώς το διεκδικούν από κοινού, τόσο οι Ρώσοι, όσο και οι Πολωνοί. Η λέξη βότκα (ρώσικα водка, πολωνικά wódka), μοιάζει πολύ με τη λέξη νερό και στις δύο γλώσσες (ρωσικά воды, πολωνικά woda) και πιθανότατα έλκει την καταγωγή της από αυτό, γεγονός με το οποίο συμφωνούν μελετητές και από τις δύο χώρες.
Ρωσικά κείμενα αναφέρουν την ύπαρξη αποστακτηρίου (πρώιμης) βότκας στην περιοχή Khylnovsk, σχεδόν 800 χιλιόμετρα ανατολικά της Μόσχας, ήδη από τον 11ο μ.Χ. αιώνα. Από την άλλη, Πολωνοί ιστορικοί υποστηρίζουν, ότι ήδη από τον 8ο μ.Χ. αιώνα, ότι ξέμενε από τη παραγωγή κρασιού και πάγωνε κατά τη διάρκεια του χειμώνα, δημιουργούσε ένα αλκοολούχο υγρό, που χρησίμευε για ιατρική χρήση. Επιμένουν, ταυτόχρονα, ότι η βότκα έφτασε στη Ρωσία από Πολωνούς εμπόρους, αρκετούς αιώνες αργότερα. Πάντως, η λέξη βότκα εντοπίζεται για πρώτη φορά γραπτά σε αρχείο πολωνικού δικαστηρίου το 1405 μ.Χ. Σε ρωσικά χρονικά ο όρος βότκα καταγράφεται σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, στα αρχεία της πόλης Νόβγκοροντ. Πριν από αυτή την καταγραφή, το εθνικό ποτό της Ρωσίας δεν είχε επίσημη ονομασία και ήταν γνωστό ως «καυτό κρασί», «κρασί από ψωμί», κ.λπ.
Εξαιτίας των πρωτόγονων τεχνικών απόσταξης, που χρησιμοποιούσαν οι λαοί της ανατολικής Ευρώπης, στα πρώτα χρόνια μαζικής παραγωγής, η βότκα δεν φαίνεται να είναι στις βασικές τους καταναλωτικές προτιμήσεις οινοπνευματωδών ποτών. Τα ηνία κρατούσαν η μπύρα και το κρασί, ενώ το συγκεκριμένο απόσταγμα χρησιμοποιούνταν, κυρίως, για ιατρικούς λόγους και καθαριότητα. Λίγα χρόνια αργότερα, με τη βοήθεια κυρίως των Γενοβέζων, οι Ρώσοι αξιοποιούν σύγχρονες τεχνικές απόσταξης, με τη χρήση μελιού, βοτάνων και μπαχαρικών, που βελτιώνουν τη γεύση και το άρωμά της, κάνοντας, έτσι, τη βότκα θελκτική και δημοφιλή, ως ποτό πλέον, στις αυλές των ρωσικών Δουκάτων.
Τα πρώτα χρόνια στην Πολωνία
Τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα, ο βασιλιάς της Πολωνίας Γιάν Όμπραχτ, επέτρεψε την παραγωγή και πώληση οινοπνευματωδών ποτών. Ο ίδιος, όμως, το 1572, περιόρισε τη δυνατότητα παραγωγής και πώλησης μόνο στους ευγενείς, επιβάλλοντας, ταυτόχρονα, φορολογία ύψους 10%. Τον 17ο αιώνα, οι Πολωνοί θεωρούσαν πλέον τη βότκα ως εθνικό τους ποτό και την ίδια εποχή ξεκίνησαν μαζικές εξαγωγές στη Βόρεια και Δυτική Ευρώπη.
Το πρώτο μονοπώλιο στη Ρωσία
Τα χρόνια που στη Μόσχα κυριαρχούσε ο Μεγάλος Δούκας Ιβάν ο 3ος (1462-1505μ.χ.), η παραγωγή αλκοολούχων ποτών, συμπεριλαμβανομένης και της βότκας, είχε φτάσει στο απόγειό της. Το γεγονός τον οδήγησε στο να δημιουργήσει, ουσιαστικά, στη Ρωσία, το πρώτο μονοπώλιο παραγωγής και πώλησης σιτηρών, τα οποία προορίζονταν για την παρασκευή οινοπνευματωδών ποτών, γεμίζοντας έτσι τα ταμεία του Δουκάτου. Την εποχή εκείνη, αξίζει να σημειωθεί, πως η παραγωγή της βότκας ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την παραγωγή σιτηρών. Έτσι, αν υπήρχε καλή σοδιά στο σιτάρι, η βότκα παράγονταν από σιτάρι, ενώ αν συνέβαινε το ίδιο με τη σίκαλη, τότε κατασκεύαζαν το ποτό από σίκαλη, που θεωρούσαν, μάλιστα, ότι είχε καλύτερη γεύση.
Ήδη από τις αρχές του 16ου αιώνα, οι Ρώσοι πραγματοποιούν τις πρώτες εξαγωγές βότκας στη γειτονική Σουηδία, ενώ στα χρόνια της βασιλείας του Ιβάν του Τρομερού (1547-1584), εμπορεύονται ευρύτερα το «νερό της ζωής» στις Σκανδιναβικές, κυρίως, χώρες. Καθώς το εμπόριο της βότκας εξακολουθεί να βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια του Τσάρου, ο Ιβάν θα ιδρύσει τα σημεία όπου μπορούν οι ιδιώτες να την απολαύσουν, τα οποία και θα μείνουν γνωστά στην ιστορία ως «οι ταβέρνες του Τσάρου».
Από την απελευθέρωση του εμπορίου ως την Οκτωβριανή Επανάσταση
Ο τσαρικός αποκλειστικός έλεγχος της παρασκευής και εμπορίας της βότκας θα συνεχιστεί για σχεδόν 300 χρόνια, μέχρι τη βασιλεία του Μεγάλου Πέτρου, οπότε κι ο αυτοκράτορας θα παραχωρήσει το δικαίωμα της παραγωγής και διάθεσής της σε Ρώσους ευγενείς και εμπόρους. Έτσι, το 1812, σχεδόν έναν αιώνα μετά την απελευθέρωση του εμπορίου της βότκας, υπολογίζεται ότι στην επικράτεια της ρωσικής αυτοκρατορίας υπήρχαν περίπου 5.000 ιδιωτικά αποστακτήρια. Την ίδια χρονιά όμως, ο τσάρος Αλέξανδρος θα επιβάλει για μιαν ακόμα φορά το κρατικό μονοπώλιο σε αυτή την τεράστια, για την εποχή, βιομηχανία. Σταδιακά, ωστόσο, η παραγωγή και η πώληση της βότκας θα περάσει ξανά στα χέρια των ιδιωτών, μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Ο Ντιμίτρι Μεντελέγεφ
Ο άνθρωπος που έπαιξε ίσως τον σημαντικότερο ρόλο στην ποιοτική εξέλιξη της ρωσικής βότκας, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, είναι ο χημικός και καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης, Ντιμίτρι Μεντελέγεφ, δημιουργός του πρώτου περιοδικού πίνακα χημικών στοιχείων. Το 1865 παρουσίασε τη διδακτορική του διατριβή με τίτλο «Ως προς τους Συνδυασμούς του Ύδατος με το Οινόπνευμα», ενώ το 1895, η ρωσική κυβέρνηση του αναθέτει την έρευνα, για την όσο το δυνατό καλύτερη αναλογία μεταξύ οινοπνεύματος και νερού στη βότκα. Ο Μεντελέγεφ καταλήγει, μετά από μακρά επιστημονική έρευνα, στο συμπέρασμα, ότι η σωστή περιεκτικότητα οινοπνεύματος είναι στους 40 βαθμούς. Η συνταγή του θα εγκριθεί από την κυβέρνηση και θα αποτελέσει το απόλυτο πρότυπο παρασκευής της ρωσικής βότκας.
Η βότκα στα χρόνια της Σοβιετικής εξουσίας
Το 1917, οι Μπολσεβίκοι, μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης, βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα σημαντικό κοινωνικό πρόβλημα, καθώς μεγάλα τμήματα των λαϊκών στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου αντιμετώπιζαν πρόβλημα αλκοολισμού. Η νεαρή σοβιετική εξουσία, από τις πρώτες κιόλας μέρες της επικράτησής της, απαγόρευσε την παραγωγή και εμπορία ποτών με περιεκτικότητα σε οινόπνευμα πάνω από 20%, σταματώντας έτσι προσωρινά και την παραγωγή της βότκας, γεγονός που οδήγησε, μεταξύ των άλλων, και τους μεγαλοπαραγωγούς της να εγκαταλείψουν τη χώρα και να συνεχίσουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες στη Δύση.
Από το 1924, πάντως, με οδηγό την παραδοσιακή συνταγή του Μεντελέγεφ, η παραγωγή ξαναρχίζει και, με τη βοήθεια τεχνολογίας, που αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς, θα προσφέρει στους λάτρεις του ποτού, βότκα αρίστης ποιότητας. Στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, βέβαια, θα χρειαστεί να περάσουν πολλές δεκαετίες, μέχρι να τη γευτούν, καθώς η εξαγωγή της προσκρούει στο διεθνές εμπάργκο, που έχει επιβληθεί στη Σοβιετική Ένωση.
Από τι παρασκευάζεται
Η βότκα, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι από τα πιο απλά ποτά, καθώς μπορεί να παρασκευαστεί σχεδόν από οποιοδήποτε φυτό. Κυρίως παρασκευάζεται από σιτηρά, με το σιτάρι και τη σίκαλη να έχουν τα πρωτεία, ενώ μπορεί να παραχθεί ακόμα και από σταφύλι, καλαμπόκι, πατάτα, ρύζι, σόγια ή και μελάσα.
Άλλες χώρες παραγωγής
Εκτός της Ρωσίας και της Πολωνίας, η βότκα παράγεται συστηματικά στη Σουηδία, τη Φινλανδία, τις χώρες της Βαλτικής, τη Γαλλία και τα τελευταία χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Άλλες χρήσεις της βότκας
Η βότκα, εκτός από ποτό, μπορεί να έχει κι άλλες χρήσεις. Ο Πολωνός συγγραφέας Stefan Falimierz το 1534, απαριθμεί σχεδόν 70 θαυματουργές ιδιότητες της βότκας, μεταξύ των οποίων τη συμβολή της στην αύξηση της σεξουαλικής επιθυμίας και στη βελτίωση της γονιμότητας. Πάντως, στις μέρες μας, με τη βότκα εξακολουθούν να απολυμαίνονται πληγές, να αντιμετωπίζονται τσιμπήματα εντόμων, να απαλύνεται ο πονόδοντος (όπως συμβαίνει με το ελληνικό ούζο), να καθαρίζονται σκεύη μαγειρικής κ.ά.
Στις μέρες μας
Τα τελευταία χρόνια, η παραγωγή και η εμπορία βότκας σε διεθνές επίπεδο, ανήκει σε εταιρίες κολοσσούς, με τον τζίρο να ανέρχεται σε δισεκατομμύρια δολάρια τον χρόνο.
ΠΗΓΗ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου