Ο ιδεολόγος αστυνομικός που γκρέμισε μόνος τη διαφθορά στο αστυνομικό τμήμα του «Μεγάλου Μήλου»
«Η πρώτη υποχρέωση ενός αστυνομικού είναι το να είναι υπόλογος στις ανάγκες της κοινότητας που υπηρετεί», έλεγε άλλοτε ο μυστικός αστυνομικός της Νέας Υόρκης που επιδόθηκε σε μια μοναχική σταυροφορία κατά του κυκλώματος διαφθοράς στους
κόλπους του νόμου.
Κάτι που θα τον έφερνε το 1971 στη θέση του να γίνει ο πρώτος ποτέ αστυνομικός των ΗΠΑ που κατέθετε εθελοντικά εναντίον συναδέλφων του, γεγονός που δεν θα του συγχωρούσε ποτέ το σάπιο σύστημα. Την επόμενη χρονιά τιμήθηκε με την υψηλότερη διάκριση που μπορεί να λάβει ένας αστυνομικός, το Μετάλλιο της Τιμής, και το 1973 η ζωή του έγινε ταινία με τον Αλ Πατσίνο.
Μέχρι να συμβούν βέβαια όλα αυτά και να ξεσκεπάσει το διεφθαρμένο κύκλωμα του σώματος της πόλης του, ο μποέμ μυστικός αστυνομικός της Δίωξης Ναρκωτικών πυροβολήθηκε στο πρόσωπο το 1971, κατά τη διάρκεια εφόδου σε κρησφύγετο συμμορίας, και αφέθηκε να πεθάνει από τους συναδέλφους του στο πεζοδρόμιο.
Κι αυτό γιατί λίγο πρωτύτερα είχε καταθέσει ενώπιον εισαγγελικής επιτροπής διαφάνειας -παρουσία του ίδιου του δημάρχου της Νέας Υόρκης- δίνοντας ονόματα και ντοκουμέντα, κάτι που τον μετέτρεψε σε παρία του συστήματος.
Αφού έχασε την ακοή από το ένα του αυτί και πέρασε την επόμενη δεκαετία στην Ευρώπη, καθώς η ζωή του κινδύνευε πια ανοιχτά από τους ίδιους τους υπερασπιστές του νόμου, η κατάθεσή του για τους χρηματισμούς και τους εκβιασμούς των συναδέλφων του πυροδότησε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στην ιστορία του αμερικανικού αστυνομικού σώματος και οδήγησε σε εκτεταμένες εκκαθαρίσεις.
Σήμερα ο Σέρπικο ζει σε απόλυτη απομόνωση στις παρυφές μιας νεοϋορκέζικης κωμόπολης του Ποταμού Χάντσον, μέσα σε μια καλύβα που έχτισε μόνος, και κατεβαίνει στην πόλη μια φορά την εβδομάδα για προμήθειες, έναν καφέ με τους φίλους του και να τσεκάρει τα email του στους υπολογιστές της δημοτικής βιβλιοθήκης.
Κανείς δεν έχει ξεχάσει βέβαια ποιος είναι ο Φρανκ Σέρπικο, αν και ο ίδιος ομολογεί πως «ο Πατσίνο ήταν καλύτερος από μένα» στον ρόλο του Σέρπικο! Δεν ήταν…
Πρώτα χρόνια
Ο Φρανκ «Πάκο» Σέρπικο γεννιέται στις 14 Απριλίου 1936 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης ως το νεότερο παιδί μιας οικογένειας ιταλών μεταναστών από τη Νάπολη. Ήδη από παιδί αγάπησε τις περιπέτειες των εκπροσώπων του νόμου στην αστυνομική λογοτεχνία, διαλέγοντας λες την καριέρα που ήθελε να ακολουθήσει από μικρός.
Ολοκληρώνοντας το σχολείο, κατατάσσεται στον στρατό και υπηρετεί για δύο χρόνια στην Κορέα και μετά το πέρας της θητείας του θα φοιτήσει στο τοπικό Κολέγιο του Μπρούκλιν, εργαζόμενος ταυτοχρόνως ως ιδιωτικός ντετέκτιβ. Θέλοντας πάντα να συμβάλει στην κοινωνία, στα πανεπιστημιακά του χρόνια λειτουργεί ως σύμβουλος νεότητας, αν και έχει ήδη λάβει την απόφασή του να φορέσει την αστυνομική στολή.
Κι έτσι στις 11 Σεπτεμβρίου 1959 ο 23χρονος Σέρπικο εντάσσεται στο Αστυνομικό Τμήμα της Νέας Υόρκης ως δόκιμος αστυνομικός, αρχίζοντας τις περιπολίες στον δρόμο. Πρώτη του δουλειά, να δώσει το σήμα του για επιμετάλλωση, ώστε να γίνει όσο πιο αστραφτερό και γυαλιστερό παίρνει και να εμπνέει έτσι κύρος και σεβασμό. Οι όρκοι εξάλλου που είχε δώσει στην πολιτεία ήταν ο κολοφώνας μιας περιόδου ονείρων, καθώς επιτέλους ο Φρανκ ήταν αυτό που ήθελε να γίνει εδώ και χρόνια: αστυνομικός.
Αστυνομική καριέρα
Περιπολώντας στο Μπρονξ, το Μπρούκλιν και το Χάρλεμ άλλοτε με στολή και άλλοτε με πολιτικά, ο Σέρπικο εντυπωσιάστηκε από τα επίπεδα διαφθοράς μέσα στους κόλπους του νόμου, βλέποντας τους επίορκους συναδέλφους του να διατηρούν στενές σχέσεις με εγκληματίες και εμπόρους ναρκωτικών. Με το χίπικο παρουσιαστικό του, ο ανατρεπτικός μυστικός της Δίωξης προχωρούσε σε συλλήψεις ακόμα και εκτός βάρδιας, την ίδια ώρα που η απροθυμία του να δωροδοκείται του έφερε εχθρούς και στις δύο άκρες του δίπολου.
Ταυτοχρόνως, ο «Πάκο» ζούσε την μποέμικη ζωή, λατρεύοντας την όπερα και το μπαλέτο, κάτι που τον έκανε να φαντάζει εντελώς ξένο στους συντηρητικούς συναδέλφους του. Μόνο που τώρα αντί να επιδεικνύει με καμάρι το αστραφτερό αστυνομικό του σήμα, το έκρυβε επιμελώς, καθώς στο στόχαστρό του είχαν μπει πια για τα καλά οι συνάδελφοί του. Στα 12 χρόνια που θα περνούσε στους κακόφημους δρόμους της Νέας Υόρκης (από το 1960 δηλαδή, όταν έγινε κανονικός αστυνομικός, μέχρι και το 1972), θα προλάβαινε να μετατρέψει σε εχθρούς τους πάντες, κάνοντας το όνομά του διαβόητο στα στέκια του Μπρούκλιν και του Μπρονξ.
Ιδιαίτερα η άρνησή του να «κοιτάει από την άλλη» και να παίρνει μερίδιο από τις παράνομες δραστηριότητες, όπως οι συνάδελφοί του στο σώμα, έθετε τώρα ανοιχτά τη ζωή του σε κίνδυνο, κι έτσι το 1967 θα καταγγείλει για πρώτη φορά στους ανωτέρους του τις αποδείξεις που είχε εντωμεταξύ μαζέψει.
Η έκθεσή του έκανε λόγο για «αξιόπιστες αποδείξεις εκτεταμένης και συστηματικής αστυνομικής διαφθοράς», αν και κανείς δεν είχε σκοπό να διερευνήσει τις καταγγελίες του, αφήνοντάς τον να παλεύει με τα γρανάζια της αστυνομικής γραφειοκρατίας. Σημαντικό ρόλο στη συνέχιση της προσωπικής του σταυροφορίας διαδραμάτισε ο επίσης αστυνομικός και καλός φίλος του David Durk, ο οποίος του παρείχε πολύτιμες πληροφορίες για τις κινήσεις των επίορκων αστυνομικών. Ο ιδεαλιστής μπάτσος γνώριζε πια ότι οι επίορκοι ήξεραν για την κατάθεσή του και τη λυσσαλέα του αντίδραση στις κλίκες και τα λαδώματα από εγκληματίες και φοβόταν τώρα για τη ζωή του. Και είχε δίκιο φυσικά, καθώς οι απειλές για τη ζωή του έπεφταν τώρα (αρχές του 1970) βροχή.
Βλέποντας και την άρνηση των υψηλόβαθμων αξιωματούχων, τόσο στο αρχηγείο της αστυνομίας όσο και το δημαρχείο της πόλης, να ασχοληθούν με τις λεπτομερέστατες κατηγορίες του (ο Σέρπικο παρέθετε ονόματα, ημερομηνίες και ντοκουμέντα), πήρε την ιστορική απόφαση να μιλήσει στον Τύπο. Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «New York Times» στις 25 Απριλίου 1970 δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας για το τι συνέβαινε στο Αστυνομικό Τμήμα της Νέας Υόρκης, φιλοξενώντας ένα ιδιαιτέρως αποκαλυπτικό άρθρο με όλες τις αποδείξεις του Σέρπικο!
Η λαϊκή κατακραυγή ήταν τέτοια που σύντομα θα ξεβόλευε πολλούς. Ο ίδιος ο δήμαρχος Λίντσεϊ αναγκάστηκε να συγκαλέσει μια πενταμελή επιτροπή διερεύνησης των ισχυρισμών για εκτεταμένη αστυνομική διαφθορά (Επιτροπή Knapp, από το όνομα του προέδρου της Whitman Knapp). Ο Σέρπικο εμφανίζεται ενώπιον της επιτροπής και τα λέει χύμα και τσεκουράτα: «… Το πρόβλημα είναι ότι η ατμόσφαιρα αυτή δεν υπάρχει … στην οποία ένας τίμιος αστυνομικός να μπορεί να δρα χωρίς φόβο, κοροϊδία ή αντίποινα από τους συναδέλφους του αστυνομικούς. Η αστυνομική διαφθορά δεν μπορεί να υπάρξει, εκτός κι αν αυτό είναι τουλάχιστον ανεκτό».
Με τη γενναία κατάθεσή του, ο Σέρπικο γινόταν ο πρώτος ποτέ αμερικανός αστυνομικός που κατέθετε δημόσια εναντίον συναδέλφων του, γράφοντας μια ιστορική πρωτιά ειλικρίνειας. Όσο για τη συστηματική διαφθορά που ανέφερε, μιλούσε για έναν χορό εκατομμυρίων κυριολεκτικά δολαρίων…
Απόπειρα δολοφονίας, αστυνομικά σκάνδαλα και η μεγάλη φυγή
Την ώρα που η Επιτροπή Knapp διερευνούσε τις καταγγελίες του Φρανκ, εκείνος συνέχιζε κανονικά την αστυνομική δουλειά του, βλέποντας όλους τους συναδέλφους του να του γυρνάνε την πλάτη. Και βέβαια πουθενά δεν ήταν πιο έκδηλο αυτό από το περιστατικό της 3ης Φεβρουαρίου 1971, ώρα 10:42 το βράδυ, όταν έκανε έφοδο με μια τετραμελή ομάδα σε κρησφύγετο διακινητών ναρκωτικών στο Μπρούκλιν.
Οι συνάδελφοί του τον έβαλαν πρώτο στην έφοδο και στάθηκαν κατόπιν να τον κοιτάζουν να τρώει τις σφαίρες της σπείρας. Εκείνος τους φώναζε, αλλά αυτοί δεν ανταποκρίνονταν. Ο Σέρπικο πυροβολήθηκε στο πρόσωπο εξ επαφής, με τη σφαίρα να διαπερνά το μάγουλό του λίγο κάτω από το μάτι και να σφηνώνεται τελικά στο σαγόνι του. Έπεσε κάτω αιμόφυρτος, αλλά οι συνάδερφοί του δεν ανέφεραν καν στο τμήμα ότι είχε πυροβοληθεί αστυνομικός. Ο Φρανκ σώθηκε μόνο χάρη σε έναν ηλικιωμένο ισπανόφωνο από το διπλανό κτίριο, ο οποίος κάλεσε τις πρώτες βοήθειες και τον κράτησε ζωντανό μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο. Ο Σέρπικο γλίτωσε μεν τη ζωή του, αλλά έχασε την ακοή του από το αριστερό του αυτί, υποφέροντας πια από χρόνιο πόνο στο σαγόνι και το κεφάλι.
Παρά το γεγονός ότι ήδη την επομένη τον επισκέφτηκαν στο νοσοκομείο τόσο ο δήμαρχος όσο και ο επίτροπος της αστυνομίας, οι απειλές για τη ζωή του δεν κόπασαν. Σε πείσμα όλων, βγήκε από το νοσοκομείο και εμφανίστηκε ξανά ενώπιον της Επιτροπής Knapp, αν και ήταν τώρα σαφές σε όλους ότι οι μέρες του στην αστυνομία ήταν μετρημένες.
Ειδική διερευνητική επιτροπή του περιστατικού τραυματισμού του Σέρπικο υπαινίχθηκε βάσιμα ότι τον είχαν φέρει εκεί επίτηδες οι συνάδελφοί του, θέλοντας να τον ξεκάνουν. Στις 3 Μαΐου 1971, γνωστό νεοϋορκέζικο περιστατικό του φιλοτέχνησε το πορτρέτο που θα του άφηνε κληρονομιά το παρατσούκλι του «Τίμιος Μπάτσος» και μια βδομάδα αργότερα ο Σέρπικο κατέθεσε στο Εσωτερικών Υποθέσεων για επίορκο συνάδελφό του. Στις 14 του μήνα, προάχθηκε σε ντετέκτιβ και παρασημοφορήθηκε.
Τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο του 1971 ο «Πάκο» κατέθεσε εκ νέου στην Επιτροπή Knapp, αν και τώρα οι απειλές για τη ζωή του είχαν κλιμακωθεί ακόμα περισσότερο. Κι έτσι έναν μήνα μετά την απονομή της υψηλότερης αστυνομικής διάκρισης, του Μεταλλίου Τιμής, ο Φρανκ αποσύρθηκε από την ενεργό δράση (15 Ιουνίου 1972), έχοντας κάνει για το Αστυνομικό Τμήμα της Νέας Υόρκης πολλά περισσότερα από τον καθέναν.
Όσο για την επιτροπή που προκάλεσε την πελώρια έρευνα στο εσωτερικό της αστυνομίας, αποκάλυψε πράγματι ένα καθεστώς παγιωμένης διαφθοράς και συγκάλυψης που οδήγησε στην αναμόρφωση του σώματος. Πολλά κεφάλια έπεσαν και ακόμα περισσότεροι επίορκοι αστυνομικοί έφυγαν άρον άρον από την ενεργό δράση.
Ο Σέρπικο καταφεύγει αμέσως στην Ευρώπη (κυρίως στην Ολλανδία) για να χαθούν τα ίχνη του, όπου και θα περνούσε την επόμενη δεκαετία σε καθεστώς απόλυτης μυστικότητας. Σε κατοπινές του συνεντεύξεις αποκάλυψε ότι στην άγνωστη αυτή περίοδο ταξίδεψε πολύ και σπούδασε, αν και δεν γλίτωσε από την αστυνομική παρενόχληση. Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ μια στο τόσο για να δει τους δικούς του, οι αστυνομικοί του αεροδρομίου τον κρατούσαν παράνομα για ανάκριση, τον υπέβαλαν σε σωματικό έλεγχο και του έλεγαν πάντα «αν σε θέλουμε, σε έχουμε».
Ο ίδιος είπε αργότερα για την περιπέτειά του: «Είχα αρνηθεί το λάδωμα και είχα καταθέσει εναντίον συναδέλφων μου. Στους κόλπους της αστυνομίας υπάρχει μια παράξενη υποκουλτούρα, ένας κώδικας συμπεριφοράς που υπαγορεύεται από τη στάση ‘‘εμείς και αυτοί’’, που επιβάλλεται από έναν ‘‘μπλε τοίχο της σιωπής’’. Είναι η δική τους εκδοχή της ομερτά που εφαρμόζει η Μαφία: ‘‘αν μιλήσεις, δεν είσαι πλέον ένας από εμάς, είσαι ένας από αυτούς’’».
Ο Φρανκ προσπάθησε να ξεκινήσει μια νέα ζωή στο ερημητήριό του στην Ελβετία, αν και η 29χρονη σύζυγός του έμελλε να πεθάνει από καρκίνο. Ο θρυλικός πια αστυνομικός επέστρεψε στη Νέα Υόρκη στις αρχές της δεκαετίας του 1980 διαμένοντας πια ήσυχα ήσυχα στα βουνά της πολιτείας της Νέας Υόρκης.
Την υπόλοιπη ζωή του την πέρασε σπουδάζοντας και δίνοντας διαλέξεις σε αστυνομικές ακαδημίες για την εμπειρία του με τη διαφθορά που λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή. Φλογερός κήρυκας κατά της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, μετατράπηκε σταδιακά σε παθιασμένο ομιλητή κατά της περιστολής των πολιτικών ελευθεριών, έχοντας πάντα απέναντι τις διεφθαρμένες πρακτικές του νόμου αλλά και την ευκολία με την οποία αφαιρούν ανθρώπινες ζωές οι αστυνομικοί των ΗΠΑ.
Στην προσωπική του ζωή, ο Σέρπικο έχει τέσσερις γάμους στην πλάτη του: ο πρώτος από το 1957-1962, ο δεύτερος από το 1963-1965, ο τρίτος από το 1966-1969 και ο τέταρτος με την ολλανδή σύζυγό του κατά την περίοδο της Ευρώπης το 1973, όταν και πήρε ξαφνικό τέλος το 1980 καθώς πέθανε χτυπημένη από καρκίνο. Ο μοναχογιός του γεννήθηκε το 1980. Την ίδια χρονιά τιμήθηκε από την ιταλική κυβέρνηση εκχωρώντας του την ιταλική υπηκοότητα.
Όταν ο συγγραφέας Peter Maas έγραψε την ιστορία του Σέρπικο δεν μπορούσε φυσικά να περιμένει ότι το βιβλίο θα πουλούσε περισσότερα από 3 εκατ. αντίτυπα, ούτε ότι θα γυριζόταν αμέσως ταινία από τον Σίντνεϊ Λιούμετ. Μιλάμε φυσικά για το «Σέρπικο» του 1973, που θα φέρει κοντά τον Φρανκ και τον Αλ Πατσίνο. Ο Πατσίνο τον είχε καλέσει να μείνει μαζί του στο νεοϋορκέζικο διαμέρισμά του για ένα διάστημα κατά τα γυρίσματα της ταινίας, όταν και τον ρώτησε τι είναι αυτό που τον ώθησε να ξεσκεπάσει την αστυνομική διαφθορά: «Λοιπόν, Αλ, δεν ξέρω. Φαντάζομαι πως θα έλεγα ότι το έκανα γιατί αν δεν το έκανα, τότε ποιος θα ήμουν όταν θα απολάμβανα ένα μουσικό κομμάτι;».
Ζώντας απομονωμένος στις δασικές ερημιές της πολιτείας της Νέας Υόρκης, δυο ώρες μακριά από την πόλη, ο Σέρπικο έχει απορρίψει τον καταναλωτισμό και το αμερικανικό όνειρο, ζώντας σε μια καλύβα χωρίς τηλεόραση και ίντερνετ. «Αυτή είναι η ζωή μου τώρα», λέει ο ίδιος, «το δάσος, η φύση και η απομόνωση». Ας ακούσουμε, αντί επιλόγου, πώς προσέλαβε ο ίδιος την όλη εμπειρία του (όπως την εξομολογήθηκε λίγο πρωτύτερα σε συνέντευξη):
«Έπειτα από 40 και πλέον χρόνια, αυτό που μου συνέβη μοιάζει με αρχαία ιστορία που έγινε θρύλος του Χόλιγουντ. Για εμένα δεν ισχύει αυτό. Είμαι 78 ετών και ακόμη δεν ακούω από το ένα αυτί, περπατάω με μαγκούρα και κουβαλάω θραύσματα του βλήματος κοντά στο μυαλό μου. Δεν πειράζει όμως. Χάρη στον σκηνοθέτη Σίντνεϊ Λιούμετ και την εξαίρετη ερμηνεία του Αλ Πατσίνο, ο Σέρπικο είναι στην 40ή θέση της λίστας του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου με τους κορυφαίους ήρωες. Έτσι, σε κάθε ταξίδι μου μέσα και έξω από τη χώρα συναντώ ανθρώπους που μου λένε ότι αποφάσισαν να γίνουν αστυνομικοί γιατί εμπνεύστηκαν από την ιστορία μου βλέποντας την ταινία».
«Αντίθετα, 40 χρόνια μετά, δέχομαι ακόμη επιστολές μίσους από εν ενεργεία και συνταξιούχους αστυνομικούς του τμήματος της Νέας Υόρκης. Πριν από λίγα χρόνια, μετά τον θάνατο του David Durk, ενός από τους λίγους αστυνομικούς που ήταν συμπαραστάτες μου στον αγώνα κατά της διαφθοράς, πήρα ένα μήνυμα στο ίντερνετ με τίτλο ‘‘NYPD Rant’’ [το καρφί του Αστυνομικού Τμήματος της Νέας Υόρκης]. Μου έγραφε: ‘‘να πας να βρεις τον μέντορά σου, παλιοκαρφί’’…
ΠΗΓΗ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου