ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΤRIX ΣΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ
Μέσα από αυτό το διαχρονικό μύθο θα δούμε σε ...ποιο
βαθμό η φύση μας είναι φωτισμένη, αλλά και γιατί δεν καταλαβαίνουμε τι
ετοιμάζουν πίσω από την πλάτη μας οι σύγχρονοι «θαυματοποιοί» του 21ου αιώνα.
Ο Σωκράτης μέσα από την αλληγορία του σπηλαίου, οδηγεί τον Γλαυκώνα να καταλάβει την επίδραση της παιδείας ή της απαιδευσίας πάνω στην ανθρώπινη φύση.
Ας τους ακολουθήσουμε κι εμείς στην περιπέτεια τους.
- Φαντάσου, ανθρώπους να ζουν σε μια υπόγεια κατοικία, που είναι σαν σπηλιά και η είσοδος της είναι ανοιχτή στο φως σε όλο το μάκρος της σπηλιάς. Σ’ αυτή την κατοικία έχουν ριχθεί οι άνθρωποι από την παιδική τους ηλικία, δεμένοι με αλυσίδες στα πόδια και στον αυχένα, με τέτοιο τρόπο που να μην μπορούν να μετακινηθούν, ούτε να βλέπουν αλλού παρά μονάχα εμπρός, ακόμα λόγω των αλυσίδων να μην μπορούν να γυρίσουν γύρω-γύρω τα κεφάλια τους. Ένα φως προερχόμενο από την φωτιά που καίει από πίσω τους, φωτίζει ψηλά και μακριά. Μεταξύ των δεσμωτών και της φωτιάς, πάνω στην επιφάνεια της γης, υπάρχει ένας δρόμος και κατά μήκος αυτού ένας τοίχος, σαν τα παραπετάσματα που τοποθετούν οι θαυματοποιοί μεταξύ του εαυτού τους και του κοινού, και πάνω από τα οποία δείχνουν τα θαύματα τους.
- Τα φαντάζομαι όλα είπε.
- Φαντάσου τώρα ανθρώπους που βαδίζουν παράλληλα προς τον μικρόν τοίχο και μεταφέρουν κάθε είδους κατασκευάσματα, που είναι ψηλότερα από τον τοίχο, και ανδριάντες και ομοιώματα άλλων ζώων λίθινα και ξύλινα και κάθε άλλης κατασκευής, και όπως είναι φυσικό, άλλοι από τους ανθρώπους που παρελαύνουν μιλούν και άλλοι σιωπούν.
- Πολύ παράξενη, είπε, είναι η εικόνα που μου παρουσιάζεις και οι δεσμώτες σου παράξενοι.
- Όμοιοι με εμάς είναι. Πρώτα - πρώτα νομίζεις πως αυτοί οι δεσμώτες, εκτός του εαυτού τους και των συντρόφων τους, έχουν δει τίποτε άλλο εκτός από σκιές που προβάλλονται λόγω της φωτιάς στον αντικρινό τοίχο του σπηλαίου; πώς είναι δυνατόν να έχουν δει εφ όσον σε όλη τους την ζωή κρατούν τα κεφάλια τους ακίνητα;
Εάν λοιπόν μπορούσαν να μιλήσουν μεταξύ τους, δεν έχεις την γνώμη ότι πιστεύουν πως ονομάζουν τα πραγματικά αντικείμενα, την στιγμή που ονομάζουν τις σκιές που βλέπουν;
- Αναγκαστικά.
- Τι θα συνέβαινε τώρα αν στ’ αυτιά των δεσμωτών έφτανε η αντήχηση από τον αντικρινό τοίχο κάθε φορά που μιλούσε κάποιος από εκείνους που παρελαύνουν; έχεις την γνώμη ότι θα πίστευαν ότι είναι τίποτε άλλο αυτό που μιλάει, και όχι η σκιά που παρελαύνει;
- Μα τον θεό είπε δεν έχω τέτοια γνώμη.
- Είναι λοιπόν εκτός αμφιβολίας, ότι αυτοί τίποτε άλλο δεν θεωρούν ως αληθινό παρά μόνον, τις σκιές των κατασκευασμάτων.
- Κατ’ ανάγκη αναπόδραστη, είπε.
- Σκέψου τώρα, τι είδους θα ήταν η λύτρωση και θεραπεία τους από τα δεσμά και την αφροσύνη, αν συνέβαινε κατά τον εξής τρόπο. Κάθε φορά που κάποιος θα ελευθερωνόταν και θ’ αναγκαζόταν ξαφνικά να σηκωθεί και να στριφογυρίσει τον αυχένα του, και να βαδίσει, και να σηκώσει τα μάτια του στο φως, δεν θα αισθανόταν πόνους κάνοντας όλα αυτά; Και από το αστραφτερό φως δεν θα είχε την δύναμη να βλέπει καθαρά τα αντικείμενα εκείνα των οποίων τότε έβλεπε την σκιά, τι νομίζεις ότι θ’ απαντούσε αν του έλεγε κανείς ότι τότε μεν έβλεπε φλυαρίες, τώρα δε που βρίσκεται περισσότερο κοντά στην πραγματικότητα και έχει στραφεί προς αντικείμενα περισσότερο πραγματικά, βλέπει πιο σωστά; Και μάλιστα, δείχνοντας του κάθε τι που περνούσε, αν τον ανάγκαζε με ερωτήσεις ν’ απαντά τι είναι το κάθε ένα, δεν νομίζεις πως θα βρισκόταν σε απορία και θα νόμιζε πως ήταν πιο αληθινά όσα έβλεπε τότε παρά όσα του δείχνουν τώρα;
-Βεβαιότατα είπε.
- Και αν τον ανάγκαζε να κοιτάξει προς το φως, δεν θα αισθανόταν πόνους στα μάτια και δεν θα έφευγε γυρίζοντας πίσω σε εκείνα που μπορεί να δει και δεν θα νόμιζε πως αυτά είναι πολύ καθαρότερα από εκείνα που του δείχνουν τώρα;
- Έτσι θα συμβεί.
- Και αν τον έσερνε κανείς με την βία έξω από το σπήλαιο, και τον ανέβαζε σε δρόμο δύσκολο και ανηφορικό, και δεν τον άφηνε πριν τον βγάλει έξω στο φως του ηλίου, άραγε δεν θα φούσκωνε από οδύνη κι αγανάκτηση για αυτή την αναγκαστική έξοδο;
Και όταν θα έφτανε στο φως επειδή τα μάτια του θα ήταν πλημμυρισμένα από την λάμψη, δεν θα του ήταν αδύνατον να βλέπει έστω και ένα από αυτά που λέμε εμείς αληθινά; Δεν θα μπορούσε να βλέπει τουλάχιστον στην αρχή. Θα χρειαζόταν λοιπόν να συνηθίσει, αν επρόκειτο να δει όσα βρίσκονται επάνω. Στην αρχή πιο εύκολα θα μπορούσε να διακρίνει τις σκιές, κατόπιν τα είδωλα των ανθρώπων και των άλλων αντικειμένων μέσα στο νερό, κατόπιν τα ίδια τα αντικείμενα. Ύστερα από αυτό σηκώνοντας το βλέμμα του προς το φως των άστρων και της σελήνης θα μπορέσει να δει ευκολότερα την νύχτα τα ουράνια σώματα και τον ουρανό. Παρά την ημέρα τον ήλιο και το φως του ηλίου.
Ο Σωκράτης μέσα από την αλληγορία του σπηλαίου, οδηγεί τον Γλαυκώνα να καταλάβει την επίδραση της παιδείας ή της απαιδευσίας πάνω στην ανθρώπινη φύση.
Ας τους ακολουθήσουμε κι εμείς στην περιπέτεια τους.
- Φαντάσου, ανθρώπους να ζουν σε μια υπόγεια κατοικία, που είναι σαν σπηλιά και η είσοδος της είναι ανοιχτή στο φως σε όλο το μάκρος της σπηλιάς. Σ’ αυτή την κατοικία έχουν ριχθεί οι άνθρωποι από την παιδική τους ηλικία, δεμένοι με αλυσίδες στα πόδια και στον αυχένα, με τέτοιο τρόπο που να μην μπορούν να μετακινηθούν, ούτε να βλέπουν αλλού παρά μονάχα εμπρός, ακόμα λόγω των αλυσίδων να μην μπορούν να γυρίσουν γύρω-γύρω τα κεφάλια τους. Ένα φως προερχόμενο από την φωτιά που καίει από πίσω τους, φωτίζει ψηλά και μακριά. Μεταξύ των δεσμωτών και της φωτιάς, πάνω στην επιφάνεια της γης, υπάρχει ένας δρόμος και κατά μήκος αυτού ένας τοίχος, σαν τα παραπετάσματα που τοποθετούν οι θαυματοποιοί μεταξύ του εαυτού τους και του κοινού, και πάνω από τα οποία δείχνουν τα θαύματα τους.
- Τα φαντάζομαι όλα είπε.
- Φαντάσου τώρα ανθρώπους που βαδίζουν παράλληλα προς τον μικρόν τοίχο και μεταφέρουν κάθε είδους κατασκευάσματα, που είναι ψηλότερα από τον τοίχο, και ανδριάντες και ομοιώματα άλλων ζώων λίθινα και ξύλινα και κάθε άλλης κατασκευής, και όπως είναι φυσικό, άλλοι από τους ανθρώπους που παρελαύνουν μιλούν και άλλοι σιωπούν.
- Πολύ παράξενη, είπε, είναι η εικόνα που μου παρουσιάζεις και οι δεσμώτες σου παράξενοι.
- Όμοιοι με εμάς είναι. Πρώτα - πρώτα νομίζεις πως αυτοί οι δεσμώτες, εκτός του εαυτού τους και των συντρόφων τους, έχουν δει τίποτε άλλο εκτός από σκιές που προβάλλονται λόγω της φωτιάς στον αντικρινό τοίχο του σπηλαίου; πώς είναι δυνατόν να έχουν δει εφ όσον σε όλη τους την ζωή κρατούν τα κεφάλια τους ακίνητα;
Εάν λοιπόν μπορούσαν να μιλήσουν μεταξύ τους, δεν έχεις την γνώμη ότι πιστεύουν πως ονομάζουν τα πραγματικά αντικείμενα, την στιγμή που ονομάζουν τις σκιές που βλέπουν;
- Αναγκαστικά.
- Τι θα συνέβαινε τώρα αν στ’ αυτιά των δεσμωτών έφτανε η αντήχηση από τον αντικρινό τοίχο κάθε φορά που μιλούσε κάποιος από εκείνους που παρελαύνουν; έχεις την γνώμη ότι θα πίστευαν ότι είναι τίποτε άλλο αυτό που μιλάει, και όχι η σκιά που παρελαύνει;
- Μα τον θεό είπε δεν έχω τέτοια γνώμη.
- Είναι λοιπόν εκτός αμφιβολίας, ότι αυτοί τίποτε άλλο δεν θεωρούν ως αληθινό παρά μόνον, τις σκιές των κατασκευασμάτων.
- Κατ’ ανάγκη αναπόδραστη, είπε.
- Σκέψου τώρα, τι είδους θα ήταν η λύτρωση και θεραπεία τους από τα δεσμά και την αφροσύνη, αν συνέβαινε κατά τον εξής τρόπο. Κάθε φορά που κάποιος θα ελευθερωνόταν και θ’ αναγκαζόταν ξαφνικά να σηκωθεί και να στριφογυρίσει τον αυχένα του, και να βαδίσει, και να σηκώσει τα μάτια του στο φως, δεν θα αισθανόταν πόνους κάνοντας όλα αυτά; Και από το αστραφτερό φως δεν θα είχε την δύναμη να βλέπει καθαρά τα αντικείμενα εκείνα των οποίων τότε έβλεπε την σκιά, τι νομίζεις ότι θ’ απαντούσε αν του έλεγε κανείς ότι τότε μεν έβλεπε φλυαρίες, τώρα δε που βρίσκεται περισσότερο κοντά στην πραγματικότητα και έχει στραφεί προς αντικείμενα περισσότερο πραγματικά, βλέπει πιο σωστά; Και μάλιστα, δείχνοντας του κάθε τι που περνούσε, αν τον ανάγκαζε με ερωτήσεις ν’ απαντά τι είναι το κάθε ένα, δεν νομίζεις πως θα βρισκόταν σε απορία και θα νόμιζε πως ήταν πιο αληθινά όσα έβλεπε τότε παρά όσα του δείχνουν τώρα;
-Βεβαιότατα είπε.
- Και αν τον ανάγκαζε να κοιτάξει προς το φως, δεν θα αισθανόταν πόνους στα μάτια και δεν θα έφευγε γυρίζοντας πίσω σε εκείνα που μπορεί να δει και δεν θα νόμιζε πως αυτά είναι πολύ καθαρότερα από εκείνα που του δείχνουν τώρα;
- Έτσι θα συμβεί.
- Και αν τον έσερνε κανείς με την βία έξω από το σπήλαιο, και τον ανέβαζε σε δρόμο δύσκολο και ανηφορικό, και δεν τον άφηνε πριν τον βγάλει έξω στο φως του ηλίου, άραγε δεν θα φούσκωνε από οδύνη κι αγανάκτηση για αυτή την αναγκαστική έξοδο;
Και όταν θα έφτανε στο φως επειδή τα μάτια του θα ήταν πλημμυρισμένα από την λάμψη, δεν θα του ήταν αδύνατον να βλέπει έστω και ένα από αυτά που λέμε εμείς αληθινά; Δεν θα μπορούσε να βλέπει τουλάχιστον στην αρχή. Θα χρειαζόταν λοιπόν να συνηθίσει, αν επρόκειτο να δει όσα βρίσκονται επάνω. Στην αρχή πιο εύκολα θα μπορούσε να διακρίνει τις σκιές, κατόπιν τα είδωλα των ανθρώπων και των άλλων αντικειμένων μέσα στο νερό, κατόπιν τα ίδια τα αντικείμενα. Ύστερα από αυτό σηκώνοντας το βλέμμα του προς το φως των άστρων και της σελήνης θα μπορέσει να δει ευκολότερα την νύχτα τα ουράνια σώματα και τον ουρανό. Παρά την ημέρα τον ήλιο και το φως του ηλίου.
- Βεβαιότατα.
- Στο τέλος λοιπόν νομίζω, θα μπορέσει να δει τον ίδιο τον ήλιο στην πραγματική του θέση, και όχι τα είδωλά του μέσα στο νερό και σε ξένη θέση, και να τον εξετάσει τι λογής είναι.
- Αναγκαίως, είπε.
-Ύστερα από όλα αυτά θα μπορέσει να σκεφτεί και να συμπεράνει ότι ο ήλιος είναι αυτός που δημιουργεί τις εποχές και τα έτη, αυτός κατά κάποιον τρόπο είναι η αιτία όλων εκείνων που έβλεπαν στο σπήλαιο.
- Είναι φανερό πώς ύστερα από όσα θα δει, σ’ αυτό το συμπέρασμα θα καταλήξει. Και όταν ξαναθυμηθεί την πρώτη του κατοικία και την σοφία που είχε εκεί και τους συντρόφους του στα δεσμά, δεν νομίζεις ότι θα ευσπλαχνιζόταν τους άλλους;
- Πάρα πολύ μάλιστα.
Και αν τότε στο σπήλαιο είχαν καθιερώσει μεταξύ τους, τιμές και επαίνους και βραβεία για εκείνον που διέκρινε με μεγάλη οξυδέρκεια τις σκιές που περνούσαν, και θυμόταν ακριβώς ποιες συνήθιζαν να προπορεύονται, ποιες να ακολουθούν, και ποιες να πηγαίνουν μαζί, και λόγω αυτού ήταν ικανότατος να προβλέψει εκείνο που επρόκειτο να έρθει, νομίζεις πως ο άνθρωπος που ανέβηκε στον επάνω κόσμο θα τα επιθυμούσε αυτά και θα ζήλευε εκείνους που τιμώντο από τους δεσμώτες και εκείνους που ήταν δυνάστες μεταξύ τους ή θα ήθελε υπερβολικά αυτό που λέγει ο Όμηρος για τον Αχιλλέα «να ζει πάνω στην γη, και ας δούλευε σαν εργάτης κοντά σε άνθρωπο δίχως κλήρο». Και θα προτιμούσε να πάθει οτιδήποτε άλλο παρά να πιστεύει όσα πίστευε τότε,και να ζει όπως ζούσε τότε;
- Έτσι είπε, νομίζω εγώ τουλάχιστον, πώς θα δεχόταν να πάθει οτιδήποτε παρά να ζει με τον τρόπο εκείνο.
- Πρόσεξε τώρα το εξής. Αν αυτός κατέβει και καθίσει στον ίδια θέση, άραγε δεν θα γεμίσουν τα μάτια του από σκοτάδι, επειδή ξαφνικά ήρθε από τον ήλιο;
- Παρά πολύ μάλιστα, είπε.
Αν πάλι ήταν ανάγκη να διαγωνιστεί αυτός, με τους αιωνίους εκεί δεσμώτες, λέγοντας την γνώμη του για τις σκιές εκείνες, ενώ ακόμα δεν βλέπει καλά, προτού συνηθίσουν τα μάτια του στην νέα κατάσταση - και για να συνηθίσουν δεν χρειάζεται και λίγος χρόνος -, άραγε δεν θα έδινε αφορμή για γέλια και δεν θα έλεγαν οι άλλοι γι’ αυτόν ότι με τα να ανέβει επάνω ήρθε με τα μάτια χαλασμένα, και ότι δεν αξίζει καθόλου τον κόπο ν’ αποπειραθεί ν’ ανέβει κανείς επάνω; Και όποιον επιχειρήσει να τους λύσει και να τους φέρει στον επάνω κόσμο, δεν θα τον φόνευαν, αν μπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια και να τον φονεύσουν;
- Ασφαλώς θα τον σκότωναν, είπε.
- Αυτή λοιπόν την εικόνα, αγαπητέ Γλαύκων, πρέπει να την προσάρμοσης ακριβώς σε όσα είπαμε πρωτύτερα, εξομοιώνοντας τον ορατό κόσμο με την κατοικία της φυλακής, και το φως της φωτιάς που φώτιζε εκεί, με την δύναμη του ηλίου. Αν ακόμα εξομοιώσεις το ανέβασμα στον επάνω κόσμο και την θέα αυτών που βρίσκονται σ’ αυτόν με το ανέβασμα της ψυχής στον νοητό τόπο, τότε θα μάθεις την δική μου σκέψη, αφού τόσο πολύ θέλεις να την ακούσεις.
(Βασισμένο στη μετάφραση Α. Παπαθεοδώρου-Φ.Παππά)
Το σπήλαιο του Πλάτωνα συμβολίζει την περιπέτεια της ψυχής και την επώδυνη πορεία της στο φως.
Οι δεσμώτες έχουν ριχθεί στην υπόγεια κατοικία τους από παιδιά (έλλειψη σωστής παιδείας στα σχολεία), έχουν αλυσίδες στον αυχένα και στα πόδια, αλλά τα χέρια τους είναι ελεύθερα, επομένως μπορούν αν το αποφασίσουν να ελευθερωθούν. Δεν θέλουν όμως να διακινδυνεύσουν την ασφάλεια της ψευδαίσθησης, ούτε τολμούν ν’ ακολουθήσουν μια καινούργια πορεία που δεν τους δίνει εγγυήσεις για κάτι καλύτερο.
Ο Πλάτων θεωρεί ότι η απελευθέρωση του ανθρώπου συμβαίνει παρά την θέληση του και με βίαιο τρόπο.
Οι θαυματοποιοί (κάθε είδους εξουσιαστές), είναι πίσω από την πλάτη τους, διαμορφώνουν και ελέγχουν συνειδήσεις, προβάλλοντας συνεχώς οπτικά και ακουστικά μηνύματα (πλύση εγκεφάλου από τα ΜΜΕ).
Αν κάποιος καταφέρει και ελευθερωθεί, στην αρχή το φως (γνώση) τον τυφλώνει (πρώτα διακρίνει σκιές).
Η όραση κατά τον Πλάτωνα είναι η κορωνίδα των αισθήσεων αλλά για να λειτουργήσει χρειάζεται το φως του ηλίου αλλά αυτό συμβαίνει σταδιακά.
Αν θελήσει τώρα μετά την εμπειρία του να γυρίσει και ν’ αποκαλύψει στους άλλους την αλήθεια, θα τον θεωρήσουν γραφικό και θα τον κοροϊδέψουν (μήπως αυτό δεν συμβαίνει και σήμερα με μεγάλους ερευνητές;). Μπορεί και να τον σκοτώσουν αν προσπαθήσει να τους απελευθερώσει (καταδίκασαν τον Σωκράτη ότι εισάγει καινοτομίες στην πόλη).
Όσο λοιπόν ζούμε στο σπήλαιο των ψευδαισθήσεων, εφησυχασμένοι, χωρίς ν’ ανησυχούμε για το δίκαιο, και χωρίς να έχουμε ανώτερα ιδανικά θα είμαστε δέσμιοι των σκιών που μας παρουσιάζουν σαν πραγματικότητα.
Η ελευθερία θα έρθει μέσα από σωστή παιδεία, αρχαιοελληνική και μόνο τότε θ’ απαλλαγούμε από ότι είναι ψευδές και δεν βασίζεται στις αποδείξεις που παρέχει ο ορθός λόγος και η καθαρή σκέψη.
Μην ξεχνάτε τα χέρια μας είναι ελεύθερα.
ΠΗΓΗ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου