Η σφαγή του Κατίν: Ο φάκελος για ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα της ιστορίας παραμένει ανοιχτός




Ήταν τέτοιες μέρες, πριν λίγες δεκαετίες, όταν λήφθηκε η απόφαση για ένα από τα πολλά εγκλήματα που συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ακόμη και τα κίνητρα
για τη διαβόητη «Σφαγή του Κατίν» παραμένουν ακόμη και σήμερα δίχως επαρκή αιτιολόγηση. Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο σκοτεινό σημείο στη μαζική εν ψυχρώ δολοφονία χιλιάδων Πολωνών, τα πτώματα των οποίων ανακαλύφθηκαν σε ομαδικούς τάφους. Μέχρι τις μέρες μας η ταυτότητα των φονιάδων αμφισβητείται. Σύμφωνα όμως με την επικρατούσα εκδοχή της ιστορίας, ο Λαβρέντι Μπέρια, αρχηγός της μυστικής αστυνομίας του Στάλιν,  στις 5 Μαρτίου 1940 στέλνει έγγραφο με το οποίο «σφραγίζεται» το μέλλον –και ο θάνατος- εκείνων που βρέθηκαν θαμμένοι στο δάσος.

Μια κακόφημη γειτονιά

Τα εδάφη της Πολωνίας για αιώνες δεν γνώρισαν ειρήνη. Στριμωγμένη ανάμεσα στη Ρωσική αυτοκρατορία από τη μία και τα γερμανικά φύλα που προσπαθούσαν να ενοποιηθούν κάτω από μία εθνική συνείδηση, η Πολωνία ένιωθε μονίμως απειλούμενη από τους γείτονές της. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον διαμοιρασμό των σφαιρών επιρροής μεταξύ Ανατολής και Δύσης, η χώρα αναγκάστηκε να γίνει υποχείριο ενός προαιώνιου, θανάσιμου εχθρού της. Της Σοβιετικής Ένωσης και του Στάλιν, που «αγκάλιασε» όλα τα εδάφη που εποφθαλμιούσαν για αιώνες οι τσάροι.

Στα πολωνικά σχολεία τα βιβλία ιστορίας είχαν εκτενείς αναφορές στη Σφαγή του Κατίν. Τα παιδιά διδάσκονταν πως επρόκειτο για μια κτηνώδη πράξη που διέπραξαν οι Ναζί. Για ένα έγκλημα το οποίο κόστισε τη ζωή σε περίπου 22.000 συμπατριώτες τους, στην πλειοψηφία τους αξιωματικούς του στρατού, διανοούμενους, αξιωματούχους, επιστήμονες και ιερείς. Πολλά από αυτά τα παιδιά στα σπίτια τους άκουγαν μια εντελώς διαφορετική εκδοχή. Την οποία δεν τολμούσε ποτέ κανείς να συζητήσει δημόσια. Η ζώσα μνήμη, την οποία το νέο καθεστώς επιχειρούσε να σβήσει, έλεγε ξεκάθαρα πως οι ομαδικοί τάφοι και οι εκτελέσεις δεν ήταν έργο των Γερμανών, αλλά των Σοβιετικών, όταν ακόμη εκείνοι τηρούσαν φιλική στάση απέναντι στον Χίτλερ, με αντάλλαγμα να κάνουν ό,τι γουστάρουν στη γειτονιά τους.
Όποιος κι αν το έκανε, το κίνητρο ήταν κτηνώδες. Στο Κατίν σφαγιάστηκε η αφάν γκατέ της πολωνικής κοινωνίας, όπως συνηγορούν οι ιστορικοί ο φονιάς ήθελε να εξαλειφθεί σύσσωμη μια ελίτ μελλοντικών ηγετών υπέρ μιας ανεξάρτητης Πολωνίας.

Δολοφόνοι δίχως ταυτότητα

Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, για πρώτη φορά η ρωσική πλευρά παραδέχεται αυτό που αρνιόταν για 50 χρόνια. Το συσχετισμό της με αυτό το έγκλημα πολέμου. Το 1992 ο Ρώσος πρόεδρος, Μπόρις Γέλτσιν, παραδίδει στον Πολωνό ομόλογό του, Λεχ Βαλέσα, έγγραφα με τις υπογραφές του Στάλιν, των υπευθύνων της KGB και του Πολιτικού Γραφείου του Κομμουνιστικού Κόμματος. Τις επόμενες δεκαετίες η Ρωσία θα αναλάβει την ευθύνη για τους νεκρούς στα δάση του Κατίν, προσωποποιώντας της αποκλειστικά στον Ιωσήφ Στάλιν, οι θηριωδίες του οποίου αποκαλύπτονταν πλέον η μία μετά την άλλη.
Ουσιαστικά δηλαδή η Ρωσία συμπλέει πια με τη θέση της Γερμανίας, όπως αυτή εκφράστηκε το 1943 από τον ίδιο τον Γκαίμπελς που απέδωσε το έγκλημα στη ρωσική πλευρά. Ήταν η περίοδος που το σύμφωνο μη επίθεσης που είχαν υπογράψει Χίτλερ-Στάλιν πετάχτηκε στον κάλαθο των αχρήστων και η Γερμανία αποφασίζει να επιτεθεί, καταλαμβάνοντας πολωνικά εδάφη τα οποία ως τότε κατείχαν οι Σοβιετικοί. Η ανακοίνωση για το ειδεχθές έγκλημα συνοδεύεται από φήμες πως ήταν απλά ακόμη ένα εργαλείο της ναζιστικής προπαγάνδας. Σε κάθε περίπτωση, οι Γερμανοί -σαν τυμβωρύχοι- βρήκαν στα κουφάρια των Πολωνών μια χρυσή ευκαιρία.

Αντικρουόμενα αποδεικτικά στοιχεία

Όσο οι Πολωνοί θρηνούν τους νεκρούς τους και η ιστορία που διδάσκονται για τα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ξαναγράφεται, η διεθνής κοινότητα συνεχίζει το ντιμπέϊτ σχετικά με την πατρότητα της ιδέας για τη σφαγή και την ταυτότητα των δολοφόνων.
Πολλοί ακόμη και σήμερα αμφισβητούν τα έγγραφα που εμφάνισε ο Γέλτσιν θεωρώντας τα πλαστά κι εντάσσοντάς τα σε μια προσπάθεια δαιμονοποίησης του Κομμουνιστικού καθεστώτος. Δικό τους «ευαγγέλιο» είναι το πόρισμα της Επιτροπής Μπουρντένκο (από το όνομα του ακαδημαϊκού που τέθηκε επικεφαλής). Σύμφωνα με αυτό, η εν ψυχρώ θανάτωση των Πολωνών συνέβη τον Αύγουστο-Σεπτέμβρη του 1941, όταν ακόμη η περιοχή βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή. Επιπλέον, αναφέρει πως στους τάφους βρέθηκαν όπλα και σφαίρες γερμανικής παραγωγής, ενώ το ίδιο συνέβη και με τον σπάγκο με τον οποίο βρέθηκαν δεμένα πισθάγκωνα πολλά από τα θύματα.Ενισχυτική αυτής της θέσης είναι και η παραδοχή που συναντά κανείς στο ημερολόγιο του ίδιου του Γκαίμπελς, που αναφέρει χαρακτηριστικά: «Έδωσα οδηγίες να γίνει η ευρύτερη δυνατή εκμετάλλευση αυτού του προπαγανδιστικού υλικού. Θα μπορέσουμε να επιζήσουμε με αυτό για μια – δυο βδομάδες. Δυστυχώς στους τάφους του Κατίν βρέθηκαν γερμανικές σφαίρες. Είναι απαραίτητο αυτή η πληροφορία να παραμείνει άκρως απόρρητη. Αν ποτέ ερχόταν εν γνώσει του εχθρού, η όλη υπόθεση του Κατίν θα κατέρρεε».

Και η άλλη πλευρά

Τη συγκεκριμένη θέση, δηλαδή την αθώωση των Σοβιετικών και την επίρριψη της ευθύνης στον Χίτλερ, ασπάστηκαν και οι δυτικοί για δεκαετίες. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ιστορικής αφήγησης, όποιος τολμούσε να υποστηρίξει κάτι διαφορετικό κατηγορούνταν για υποστήριξη όχι μόνο των θέσεων των Ναζί, αλλά και του ναζισμού στο σύνολό του. Μπορεί να μην μας αρέσει, αλλά η αλήθεια είναι πως υπήρξε και η σχετική «φίμωση», με τις τότε κυβερνήσεις ΗΠΑ και Μεγάλης Βρετανίας να θεωρούνται περίπου συνένοχες μέσω της σιωπής τους, αλλά και της ιδιότυπης λογοκρισίας που τέθηκε σε ισχύ. Τουλάχιστον μέχρι το 1992 όταν και βγήκαν στην επιφάνεια οι αντιφάσεις του πορίσματος Μπουρντένκο, για τις οποίες ακόμη και οι ίδιοι οι Πολωνοί δεν είχαν δικαίωμα να μιλήσουν.
Όπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι η πλειοψηφία των νεκρών βρέθηκε με βαριά χειμωνιάτικα ρούχα. Πράγμα που σήμαινε πως οι εκτελέσεις δεν θα μπορούσαν να είχαν πραγματοποιηθεί καλοκαίρι, όπως υποστήριζαν οι Σοβιετικοί. Ή το ότι οι ενδυμασίες τους ήταν άφθαρτες, άρα θανατώθηκαν αμέσως μετά τη σύλληψή τους. Κι αυτό ενώ η σοβιετική πλευρά υποστήριζε πως επρόκειτο για κρατουμένους πολέμου που έφεραν οι Γερμανοί από στρατόπεδα αναγκαστικής εργασίας. Τέλος, είναι αλήθεια πως κάποια από τα ονόματα των υπευθύνων (σύμφωνα με τους Σοβιετικούς) αποδείχθηκε πως την περίοδο τέλεσης του εγκλήματος βρίσκονταν σε άλλα σημεία του μετώπου και όχι στην Πολωνία.

Ένα έγκλημα σίγουρο όσο ο θάνατος

Ίσως η μεγαλύτερη ένδειξη ενοχής της Σοβιετικής Ένωσης στη συνείδηση του κόσμου να είναι το γεγονός πως ένα έγκλημα τόσο ειδεχθές όσο η σφαγή του Κατίν δεν απασχόλησε καθόλου τη δίκη των Ναζί στη Νυρεμβέργη. Θεωρητικά θα ήταν εύκολο να φορτωθεί ακόμη στα αιματοβαμμένα χέρια των συνεργατών του Χίτλερ. Όπως όμως είπε ο Τσώρτσιλ, οι Σύμμαχοι αποφάσισαν από κοινού ότι ήταν ένα θέμα που θα έπρεπε να αποφευχθεί και δεν χρειαζόταν επιπλέον ανάλυση εκείνη την εποχή.
Το απολύτως σίγουρο, πέρα από τη βεβαιότητα που εκφράζουν οι ίδιοι οι Πολωνοί για τη σοβιετική ενοχή -η βραβευμένη με Οscar πολωνική ταινία «Κατίν» του 2007  (κεντρική φωτ.) είναι π.χ. απολύτως κατασταλαγμένη- είναι ένα. Ο κόκκινος στρατός επέστρεψε ως ελευθερωτής σε μια περιοχή που μόλις μήνες -ουσιαστικά- νωρίτερα βρισκόταν ως δύναμη κατοχής. Και καμία κατοχική δύναμη στην ιστορία δεν στήριξε την παρουσία της σε ξένα χώματα με αγάπες και λουλούδια. Συνήθως το έκανε σπέρνοντας τον φόβο στον ντόπιο πληθυσμό. Όπως, δηλαδή, έγινε στο Κατίν… Δεν είναι τίμιο -απέναντι στη μνήμη τόσων χιλιάδων νεκρών- να  προσεγγίζεις τα γεγονότα στη βάση των αγκυλώσεων που ορίζουν οι πολιτικές πεποιθήσεις σου.







ΠΗΓΗ 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις