ΑΥΤΟΣ είναι ο μοναχός που είχε προτείνει ο Μακαριστός Χριστόδουλος να αγιοποιηθεί

1


Γύρω στα 1850, το σχετικά νεοσύστατο ελληνικό κράτος, είχε να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα με κορυφαίο τα «Παρκερικά» (θα αναφερθούμε σ’ αυτά σε επόμενο άρθρο). Εκείνη την εποχή, έδρασε στην Πελοπόννησο ο Παπουλάκος, ένας μοναχός που με το κήρυγμά του ξεσήκωνε τα πλήθη και ζητούσε την απομάκρυνση του Όθωνα.
Οι φανατικοί οπαδοί του, τον ακολουθούσαν πιστά και τον προστάτευαν. Έφτασε να θεωρείται άγιος. Πριν όμως αναφερθούμε στον… Παπουλάκο Β’, θα γράψουμε λίγα λόγια για τον… Παπουλάκο Α’, που έδρασε στα χρόνια της Επανάστασης του ’21.

Ο «ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΑΣ» ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ
Για τον πρώτο Παπουλάκο, τον επονομαζόμενο «αγιοπατέρα», έχουμε σημαντικά στοιχεία από τους απομνημονευματογράφους του ’21 Φωτάκο και Κασομούλη, τον αρχιμανδρίτη Αμβρόσιο Φραντζή κ.ά. Γνωρίζουμε μόνο ότι το κοσμικό του όνομα ήταν Ευγένιος και καταγόταν από την Ιθάκη (κατά μία εκδοχή από τη Ζάκυνθο). Πριν την Επανάσταση, βρέθηκε στην Πάτρα, όπου ζητιάνευε κερί και λιβάνι για το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, το όποιο όμως ήταν ανύπαρκτο. Στη συνέχεια, βρέθηκε στο Διακοφτό συνοδευόμενος από δύο ωραιότατες νεαρές καλόγριες! Εκεί, επισκεύασε την εγκατελειμμένη εκκλησία του Αγίου Ιωάννη και ξεκίνησε να μονάζει σ’ ένα κελί.
Ο οπλαρχηγός Γεώργιος Γαλάνης «ηγάπα πολύ τας γυναίκας», όπως λέει ο Φωτάκος. Πήγε στην εκκλησία και αφού έδειρε ανηλεώς τον Ευγένιο, πήρε μαζί του τη μία μοναχή και του άφησε την άλλη! Στη συνέχεια, ο Ευγένιος με την καλόγρια άρχισαν να περιφέρονται σε διάφορα μέρη. Κατέληξαν στο χωριό Τριπόταμα της Αχαΐας (κοντά στο χωριό αυτό, βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας πόλης Ψωφίδας). Εκεί βρήκαν μια ερειπωμένη εκκλησία που την μετέτρεψαν σε ωραιότατο ναό. Σιγά σιγά, άρχισαν να επισκέπτονται τον Αγιοπατέρα πολλοί για να ακούσουν το κήρυγμά του. Η καλόγρια που είχε μαζί του ονομαζόταν Χρυσαυγή ή Αγιοπατέρισσα.
Το κοσμικό της όνομα ήταν Ζαχαρούλα, καταγόταν από την Πάτρα και ήταν αμφιβόλου ηθικής κατά τον Φωτάκο… Ωστόσο, «… υπερείχε πάρα πολύ ως προς τας πανουργίας όλας και την υποκρισίαν, μεταχειριζομένη όλους τους προσπεποιημένους γυναικείους της Δαλιδάς τρόπους, την σοβαρότηταν, την κατήφειαν, την ελεεινολογίαν, τα ποταμηδόν δάκρυα κτλ» (Α. Φραντζής).
Σύντομα, ο μεν Αγιοπατέρας – Παπουλάκος εμφανιζόταν ως άγιος-προφήτης, που κάνει θάυματα, ενώ η Χρυσαυγή ισχυριζόταν ότι βλέπει την Παναγία και μιλά μαζί της! Τα πλήθη των πιστών που έφταναν στα Τριπόταμα, συνεχώς μεγάλωναν. Παράλληλα, ο Αγιοπατέρας άρχισε να συμβουλεύει τους πιστούς να νηστεύουν, να προσεύχονται, να «απέχουν» από τη συζυγική κοίτη (!), ενώ οι άντρες-αγωνιστές, να πετάξουν τα όπλα και να επιστρέψουν στα σπίτια τους! Σε μια περίοδο (Αύγουστος 1825), που ο Ιμπραήμ, οι στρατιώτες και οι αγρότες δεν ήθελαν να πολεμήσουν. Έτσι ο Αγιοπατέρας γινόταν σύμμαχος του Ιμπραήμ. Κάποιοι μάλιστα ισχυρίζονται ότι συνεννοούνταν μυστικά μαζί του!
Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία θορυβήθηκε. Μάλιστα ο αγύρτης Παπουλάκος ζητούσε από τους πιστούς να του φέρνουν όσα πολύτιμα αντικείμενα είχαν στα σπίτια τους. Τη λύση στο μεγάλο πρόβλημα που πήγε να δημιουργηθεί, έδωσε ο ίδιος ο Ιμπραήμ, ο οποίος έστειλε πεζούς και έφιππους στα Τριπόταμα, που κατακρεούργησαν τον Αγιοπατέρα, κακοποίησαν την Χρυσαυγή και την πήραν δούλα στο στρατόπεδό τους. Σε κρυψώνα στο ναό, βρέθηκαν έξι κασέλες γεμάτες από διάφορα νομίσματα, ασήμι, χρυσά σκουλαρίκια και περιδέραια, γυναικείες ζώνες και φορέματα κεντημένα.

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ – Ο ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ
Αυτό λοιπόν ήταν το τέλος του περιβόητου Αγιοπατέρα – Παπουλάκου. Ωστόσο, 25 περίπου χρόνια αργότερα, έδρασε στην Πελοπόννησο, το κίνημα του… Παπουλάκου Β’, το οποίο είναι αμφιλεγόμενο ως σήμερα.
Ο… Παπουλάκος Β’ γεννήθηκε στο χωριό Άρμπουνας των Καλαβρύτων, μεταξύ 1780 και 1785. Το κοσμικό του όνομα ήταν Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος. Δεν ήξερε γράμματα και εργαζόταν ως χασάπης. Βασική ασχολία του ήταν η εκτροφή γουρουνιών τα οποία στη συνέχεια έσφαζε και πουλούσε. Ωστόσο, κάποτε αρρώστησε από τύφο και το νευρικό του σύστημα κλονίστηκε. Αφού μοίρασε στα αδέλφια του ό, τι είχε, φόρεσε ράσα και περιφερόταν στα χωριά «κηρύττοντας τον λόγο του Θεού». Σύντομα απέκτησε φήμη ως άγιος. Αρχικά έμενε σε μια καλύβα πάνω απ’ τον Άρμπουνα, ωστόσο σύντομα άρχισε τις περιοδείες σε Αχαΐα και Αρκαδία.
Στο κήρυγμά του δίδασκε τους οπαδούς του να μην κλέβουν, να μην ψευδομαρτυρούν και γενικά, να κάνουν το καλό και όχι το κακό. Ωστόσο, έλεγε ότι τα λίγα γράμματα αρκούν. Τα πολλά γράμματα και τα σχολεία δεν ωφελούν και οι γραμματισμένοι είναι πηγή όλων των δεινών!
Το 1848 ήρθε στην Αθήνα, παρουσιάστηκε στην Ιερά Σύνοδο και ζήτησε να πάρει την άδεια για να «κηρύττει τον θείον λόγον». Η άδεια δεν του δόθηκε, καθώς ο Συνοδικοί θεώρησαν ότι είναι αγράμματος. Ωστόσο, εκείνος δεν πτοήθηκε. Επέστρεψε στον Μοριά και συνέχισε με μεγαλύτερο ζήλο τη δράση του. Έτσι, το 1851, η Ιερά Σύνοδος του έδωσε την άδεια του ιεροκήρυκα (με πολιτικά μέσα όπως γράφει ο Γιάννης Κορδάτος). Πλέον, όπου πήγαινε, γινόταν αντικείμενο λατρείας από πολλούς ανθρώπους, που τον θεωρούσαν προφήτη, εξαιτίας των ακατάληπτων φράσεων που έλεγε και θαυματουργό άγιο. Ένα «θαύμα» του, όπως αναφέρει ο Κορδάτος, ήταν το εξής: Περιοδεύοντας στα χωριά της περιοχής των Φαρών Αχαΐας, σταμάτησε σ’ ένα χάνι για να ξεκουραστεί. Ζήτησε μάλιστα και ρακή απ’ τον πανδοχέα, ο οποίος δεν του έδωσε. Ο Παπουλάκος τον καταράστηκε και έφυγε. Σε λίγη ώρα, πέρασε απ’ το χάνι ένας δημοσιογράφος της εφημερίδας «Βελτίωσις», που εκδιδόταν στην Τρίπολη και βρήκε τον πανδοχέα κάτω. Αρχικά, νόμισε ότι είχε πεθάνει, διαπίστωσε όμως ότι ήταν απλά μεθυσμένος! Ο κόσμος όμως, δεν πίστεψε όσα έλεγε ο δημοσιογράφος, αλλά ότι ο πανδοχέας είχε πεθάνει και η κατάρα του Παπουλάκου έπιασε!
Παράλληλα, την ίδια εποχή, ο Παπουλάκος άρχισε να διανθίζει το κήρυγμά του με πολιτικές αναφορές. Στρεφόταν κατά των βασιλιάδων Όθωνα και Αμαλίας, που τους θεωρούς αιτία όλων των κακών, επειδή δεν ήταν ορθόδοξοι. Είχε επηρεαστεί όπως φαίνεται σ’ αυτό από τη «Φιλορθόδοξο Εταιρεία», που είχε αρχηγό της τον Κεφαλλονίτη Κοσμά Φλαμιάτο (1786-1852).
Όπως γράφει ο Κωστής Μπαστιάς, ο Παπουλάκος «οφείλει την ιδέαν του κηρύγματος εις εσωτερικάς επιταγάς μεταφυσικού χαρακτήρος και ακολούθως εις εντόνους προττροπάς του Κεφαλληνός Κοσμά Φλαμιάτου, όστις θεωρείται η ψυχή της Εταιρείας των Φιλορθοδόξων».
Φαίνεται ότι η «Φιλορθόδοξος Εταιρεία» εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της ρωσικής πολιτικής. Σκοπός της ήταν να εκθρονιστεί ο Όθωνας και να ανέβει στον θρόνο κάποιος Ρώσος πρίγκιπας.
Ο Παπουλάκος, αρχικά, αντιμετωπίστηκε μάλλον σαν γραφικός και ακίνδυνος. Η πολιτική χροιά όμως στο κήρυγμά του ενόχλησε σφοδρά το παλάτι. Οι Αρχές τον χαρακτήρισαν λαοπλάνο, αγύρτη, θρησκομανή και επικίνδυνο.
Σε επίσκεψή του στην Καλαμάτα, έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Μιλώντας σε χιλιάδες κόσμου, μεταξύ άλλων: «Ελάλησε κατά του όρκου του διδομένου ενώπιον των Δικαστηρίων… εξύβρισε την επιβάλλουσα τούτον νομοθεσίαν μας και τα Δικαστήρια… τα απεκάλεσε Γυφτόσπιτα! Ελάλησε κατά της Αγγλίας, ως προσπαθούσης δήθεν να κατακτήση την Ελλάδα» (Μπάμπη Άννινου, «Ιστορικά Σημειώματα»).
Μετά από τα κηρύγματά του αυτά, πάρθηκαν μέτρα εναντίον του. Ωστόσο, ο απλός κόσμος τον προστάτευε. Η κυβέρνηση ζήτησε από την Ιερά Σύνοδο να επέμβει. Η Σύνοδος ζήτησε απ’ τον Παπουλάκο να έλθει στην Αθήνα και να παρουσιαστεί ενώπιόν της, ωστόσο εκείνος δεν εμφανίστηκε. Κρύφτηκε για μερικούς μήνες σε άγνωστη τοποθεσία. Έπειτα, παρουσιάστηκε στην Αργολίδα, την Κορινθία και τις Σπέτσες, πριν επιστρέψει στη Μάνη, που ήταν, όπως φαίνεται, το ορμητήριό του. Η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε να τον κλείσει στο μοναστήρι Προφήτης Ηλίας της Σαντορίνης. Επίσης, έστειλε στις περιοχές που «δρούσε» ο Παπουλάκος μορφωμένους ιεροκήρυκες για να κάνουν τον απλό κόσμο να ξεφύγει από την επιρροή του.
Σύντομα, αυτές οι αποφάσεις οδήγησαν σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις και οχλοκρατικά κινήματα. Στάλθηκε στη Μάνη για να συλλάβει τον Παπουλάκο ο Γενναίος Κολοκοτρώνης (γιος του «Γέρου του Μοριά») με πολλούς στρατιώτες και τη συνδρομή πολεμικών πλοίων! Οι Μανιάτες στασίασαν. Οι Σπετσιώτες καταφέρονταν ενάντια στην κυβέρνηση. Στο Κρανίδι, λιθοβολήθηκε (!) ο ιεροκήρυκας Νεόφυτος που πήγε να ηρεμήσει τα πνεύματα και ξέσπασαν μεγάλες ταραχές. Στη Λακωνία, όπου κυβερνητικά στρατεύματα αναζητούσαν τον Παπουλάκο, γυναίκες σε έξαλλη κατάσταση, ορμούσαν στους στρατιώτες και τους χτυπούσαν με μανία.
Αλλά και στην πρωτεύουσα είχε επιρροή ο Παπουλάκος. Στις 14 Οκτωβρίου 1852, ξέσπασε μια πρωτοφανής θύελλα, που δεν είχε προηγούμενο! Ξεριζώθηκαν δέντρα, διαλύθηκαν θόλοι εκκλησιών και στέγες σπιτιών, ο δημοτικός φωτισμός της πόλης καταστράφηκε, ενώ χτυπήθηκε ιδιαίτερα ο Πειραιάς. Ένα γαλλικό ατμόπλοιο παρασύρθηκε και βγήκε στη στεριά, πάνω στο λιμάνι, ενώ τρία ελληνικά πλοία βυθίστηκαν. Τα δύο μάλιστα, ήταν φορτωμένα με 15.000 κιλά σιτάρι το καθένα, το οποίο επέπλεε μετά τη βύθισή τους. Σημαντικότερο όμως απ’ όλα τα δεινά της κακοκαιρίας ήταν ότι έπεσε ένας από τους στύλους του ναού του Ολυμπίου Διός. Δύο μικρού μεγέθους σεισμοί ολοκλήρωσαν το εφιαλτικό σκηνικό.
Πολλοί τότε πίστεψαν ότι επρόκειτο για «κατάρα θεού» γιατί καταδιωκόταν ο «άγιος»! Η κυβέρνηση πήρε πρόσθετα μέτρα. Συνέλαβε τον Φλαμιάτο και τους άλλους ηγέτες της «Φιλορθοδόξου Εταιρείας», όπως επίσης και πολλούς καλόγερους της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου, ως αρχηγούς ανταρσίας. Ζήτησε από τον Γενναίο Κολοκοτρώνη να συντρίψει τη στάση των Μανιατών, να συλλάβει τον Παπουλάκο και να τον στείλει με πολεμικό καράβι στη Σαντορίνη. Ο Παπουλάκος βλέποντας ότι βρίσκεται σε δύσκολη θέση, ακολουθούμενος από 3.000 οπαδούς του, κατευθύνθηκε προς την Καλαμάτα. Με μια έξυπνη ενέργεια, ο νομάρχης της Μεσσηνίας, «έβγαλε» μια προκήρυξη στην οποία γραφόταν, μεταξύ άλλων, ότι έρχεται ο Παπουλάκος με πολλούς Μανιάτες για να αρπάξουν και να πλιατσικολογήσουν. Τόνιζε επίσης ότι τον Παπουλάκο τον «καταδιώκει η Ιερά ημών Εκκλησία ως αντάρτην και απόβλητον και η κυβέρνησις ως αποστάτην κατά των καθεστώτων» (Μπάμπης Άννινος, «Ιστορικά Σημειώματα»). Έτσι, οι Καλαματιανοί δεν άφηναν τον Παπουλάκο και τους οπαδούς του να μπουν στην πόλη τους. Εκείνος αποσύρθηκε στο κρησφύγετό του στον Ταΰγετο. Εκεί, μετά από προδοσία του Παπαβασίλαρου, συνελήφθη (24/6/1852) και οδηγήθηκε με πλοίο στον Πειραιά. Στις 27/6, το καράβι έφτασε στον προορισμό του. Πολλοί οπαδοί του, και όχι μόνο, είχαν κατέβει στον Πειραιά για να τον δουν. Από τον Πειραιά, οδηγήθηκε με άλλο πλοίο στην Πάτρα κι από εκεί στις φυλακές του Ρίου, όπου έμεινε κλεισμένος για ένα χρόνο, ως τον Ιούνιο του 1853. Η δίκη του ορίστηκε για τον Ιούλιο του 1853, αλλά δεν έγινε ποτέ υπό τον φόβο επεισοδίων. Στο μεταξύ, δόθηκε αμνηστία στον Παπουλάκο και τους συντρόφους του (Σπυρίδων Πήλικας, «Απομνημονεύματα»).
Ωστόσο, η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε να τον κλείσει στη Μονή Παναχράντου της Άνδρου. Εκεί πέθανε τον Γενάρη του 1861. Στο διάστημα του εγκλεισμού του, μόνο μερικοί φανατικοί οπαδοί του τον επισκέπτονταν, ενώ ο θάνατός του δεν προκάλεσε ιδιαίτερες αντιδράσεις.

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΥ – ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΓΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ
Αν και ξεκίνησε από μηδενική βάση, ο Παπουλάκος κατόρθωσε με το πέρασμα του χρόνου να αποκτήσει ερείσματα στις λαϊκές μάζες. Δεν υπήρχε όμως κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο, παρά μόνο η διάθεση για άνοδο στον θρόνο κάποιου Ρώσου πρίγκιπα. Ο απλός κόσμος ήθελε όντως αλλαγή, γιατί καταπιεζόταν από την κυβέρνηση, κυρίως υπέφερε από τη βαριά φορολογία, ωστόσο τα αιτήματά του δεν είχαν συγκεκριμένη μορφή. Η πρώτη εισήγηση για αγιοποίηση του Παπουλάκου έγινε το 1953 από την εφημερίδα «Σπίθα» του (μετέπειτα Μητροπολίτη Φλωρίνης) Αυγουστίνου Καντιώτη. Τη δεκαετία του ’80, πήρε σκυτάλη ο γνωστός «παπα ροκάς» Νεκτάριος Μουλατσιώτης, επικεφαλής άλλων κληρικών. Επίσης, αίτηση για αγιοποίηση του Παπουλάκου έχει υποβάλλει ο νυν Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιος.
Αφήσαμε τελευταία την αίτηση που είχε υποβληθεί για αγιοποίηση του Παπουλάκου από τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο.
 
 
 
 
 
 
 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις