Ιστορική αναφορά του Πόντιου Πιλάτου για τον Ιησού (Μέρος Γ)

Ιστορική αναφορά του Πόντιου Πιλάτου για τον Ιησού (Μέρος Γ)... 

Η ιστορική αναφορά του Πόντιου Πιλάτου προς τον Αυτοκράτορα της Ρώμης, σχετικά με τη σύλληψη του Ιησού, καθώς και για

τα αίτια που την προκάλεσαν, ολοκληρώνεται εδώ με έναν τρόπο συγκλονιστικό.

Ο Ιησούς βρίσκεται ήδη στο Πραιτώριο και ο εξαγριωμένος όχλος κράζει μανιασμένα από κάτω, απαιτώντας τη θανάτωσή Του.

Ο Πιλάτος συνεχίζει στην αναφορά του:

“Οι κραυγές του μαινόμενου πλήθους κλόνιζαν συθέμελα το μέγαρό μου, που ήταν περικυκλωμένο από όλες τις μεριές. Μέσα στην απέραντη αυτή κοσμοπλημμύρα, δεν υπήρχε παρά μόνον ένας άνθρωπος που φαινόταν ήρεμος και αυτός ήταν ο Ναζωραίος.

Κατέφυγα σε πολλές προσπάθειες για να Τον γλιτώσω από τη λύσσα των διωκτών Του, αλλά δεν κατόρθωσα τίποτε. Στο τέλος, αποφάσισα να εφαρμόσω ένα μέτρο, που πίστευα πως ήταν το μοναδικό, το οποίο θα μπορούσε να Του σώσει τη ζωή. Διέταξα, λοιπόν, να Τον πιάσουν και να Τον μαστιγώσουν. Φανταζόμουν πως έτσι το πλήθος θα ικανοποιούνταν και η οργή του θα εξατμιζόταν.

Αμέσως μετά, ζήτησα να μου φέρουν μια λεκάνη με νερό κι έπλυνα τα χέρια μου μπροστά στον όχλο, θέλοντας να τους δείξω με αυτό την αποδοκιμασία μου για τη βάρβαρη τούτη πράξη, την οποία αναγκαζόμουν να πράξω εις βάρος ενός αθώου. Χαμένος κόπος, όμως…

Ο αιμοδιψής όχλος δεν έμεινε ικανοποιημένος με τη μαστίγωση του Ιησού. Απαιτούσε λυσσωδώς τον θάνατό Του!

Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας μου, μου έτυχαν πολλές πολιτικές περιπέτειες και παρευρέθην συχνά μάρτυρας της εχθρότητας και της μανίας που καταλαμβάνει το πλήθος σε παρόμοιες περιστάσεις. Τίποτα, όμως, δεν μπορεί να συγκριθεί με την ομαδική παραφροσύνη που βίωσα τούτη τη φορά.

Θα μπορούσε να πει κανείς πως σε αυτή την περίπτωση είχαν ξεχυθεί από τον Άδη όλοι του οι δαίμονες και είχαν μαζευτεί στην Ιερουσαλήμ. Το πλήθος που είχε πια στα χέρια του τον Ιησού, δε φαινόταν σαν να περπατούσε, αλλά διαρκώς απλωνόταν, στριφογυρνούσε και κλωθογύριζε σαν κύμα ζωντανό, φτάνοντας από τις πύλες του Πραιτωρίου μέχρι το Όρος Σιών.

Και οι διάτορες φωνές που εξέβαλε, τα ξεφωνητά και τα ουρλιαχτά, ήταν τόσο βροντώδη και διαπεραστικά, που δεν πιστεύω να είχαν ακουστεί άλλοτε ούτε στη Ρώμη κατά την εποχή των εμφυλίων της στάσεων.

Στο μεταξύ, εγώ ακουμπούσα σε μια κολόνα του μεγάρου μου και κοίταζα μελαγχολικά όλους αυτούς τους Σατανάδες της Κολάσεως, που έσερναν προς τον θάνατο τον αθώο Ναζωραίο.

Σιγά-σιγά, η μέρα σκοτείνιαζε και μαύριζε. Σκότος και θλίψη…

Όλα γύρω μου είχαν μείνει έρημα. Η Ιερουσαλήμ είχε αδειάσει από τους κατοίκους της, οι οποίοι είχαν πια πλημμυρίσει τον δρόμο για τον Γολγοθά. Ερημιά, αδειοσύνη και λύπη με τριγύριζε. Η φρουρά μου είχε ενωθεί με το ιππικό και τους Εκατόνταρχους κι ακολουθούσε τον όχλο, για να ρίξει κάποια σκιά εξουσίας, προσπαθώντας να τηρήσει όπως μπορούσε την τάξη.

Είχα απομείνει μόνος μου και δεν έβλεπα κανέναν άλλον γύρω μου. Και η καρδιά μου, η συντετριμμένη από τον πόνο και την αδικία, μου έλεγε πως εκείνη τη στιγμή δεν κρινόταν η τύχη ενός ανθρώπου, αλλά ενός ολόκληρου κόσμου.

Σε μια στιγμή, εκεί που καθόμουν ακίνητος για πολλή ώρα, άκουσα μια δυνατή κραυγή που ερχόταν από τον Γολγοθά, φερμένη από τον άνεμο. Και η κραυγή αυτή φαινόταν σαν να εσώκλειε τόση αγωνία, που κανένας ποτέ από τους ανθρώπους δεν την είχε δοκιμάσει.

Συγχρόνως, βαριά, μολυβένια σύννεφα κατέβηκαν έως τη στέγη του μεγάλου Ναού της Ιερουσαλήμ και απλώθηκαν πάνω από την πόλη, καλύπτοντάς την με ένα εβένινο παραπέτασμα.

Φρίκη και τρόμος με κατέλαβε…

Μόλις νύχτωσε, έριξα στους ώμους μου έναν μανδύα και τράβηξα έξω από την πόλη, προς το μέρος του Γολγοθά.

Το πλήθος επέστρεφε, γιατί η τραγική θυσία είχε ολοκληρωθεί και το τυφλό του μίσος είχε χορτάσει με το ξεψύχισμα του Ιησού.

Ήταν, όμως, όλοι τους μελαγχολικοί και βουβοί, παγωμένοι από τα απροσδόκητα φαινόμενα που είχαν δει με τα αδηφάγα μάτια τους. Ό,τι είχε εν τω μεταξύ διαδραματιστεί, τους βούλιαξε σε μαύρη θλίψη και φόρτωσε με τύψεις τη συνείδησή τους.

Μαζί με το πλήθος είδα να γυρνούν και οι άντρες της φρουράς μου με την όψη σκυθρωπή. Ο σημαιοφόρος, μάλιστα, είχε τυλίξει τη σημαία γύρω από το κοντάρι, σε ένδειξη πένθους.

Κάπου-κάπου, σταματούσαν συντροφιές από άντρες και γυναίκες και γύριζαν πάλι πίσω προς τον Γολγοθά. Κάρφωναν τα μάτια τους στον λόφο κι έμεναν ακίνητοι, μαρμαρωμένοι, σαν να καρτερούσαν να συμβεί κάτι το εξαιρετικό.

Γύρισα κι εγώ πίσω στο Πραιτώριο, σκεπτικός και χολωμένος. Καθώς ανέβαινα τα σκαλοπάτια, που ήταν ακόμη βαμμένα με το αίμα του Ιησού, αντίκρισα έναν γέρο σε στάση ικετευτική και ξοπίσω του κάμποσες γυναίκες που έκλαιγαν.

Ο γέρος, μόλις με είδε, έπεσε στα πόδια μου κι έκλαψε πικρά, ασυγκράτητα.

Του είπα τότε με ύφος μειλίχιο:

-Πες μου, ποιος είσαι εσύ και τι γυρεύεις από μένα;

-Είμαι ο Ιωσήφ της Αριμαθείας και ήρθα να σας θερμοπαρακαλέσω να μου δώσετε την άδεια να θάψω τον Ιησού τον Ναζωραίο, είπε με δάκρυα στα μάτια.

-Το αίτημά σου εισακούστηκε, του αποκρίθηκα.

Συγχρόνως, διέταξα τον γραμματέα μου να πάρει μαζί του μερικούς στρατιώτες, να συνοδέψει τον γέροντα και να επιβλέψει, ώστε να μη συμβεί κανένα έκτροπο στον ενταφιασμό του Ιησού.

Ύστερα, όμως, από μερικές μέρες μαθεύτηκε ότι το μνήμα του Ιησού βρέθηκε αδειανό, με τη βαριά πέτρα κυλισμένη από πάνω του. Οι Μαθητές τότε του Ιησού διακήρυξαν σε όλη τη χώρα ότι ο Δάσκαλός τους αναστήθηκε, καθώς το είχε πει από πριν τόσες φορές…

Την άλλη μέρα, κατά τη χαραυγή, άκουσα ξαφνικά έναν δυνατό ήχο σάλπιγγας. Στράφηκα προς την Πύλη του Καίσαρα και είδα πλήθος στρατού να καταφτάνει.

Ήταν η επικουρική στρατιωτική βοήθεια που είχα ζητήσει και που είχαν υποσχεθεί να μου στείλουν. Δύο χιλιάδες διαλεχτοί στρατιώτες, που για να προλάβουν να έρθουν, περπατούσαν νύχτα και μέρα, όπως έμαθα κατόπιν.

-Αλίμονο! φώναξα τότε, υψώνοντας τα χέρια μου με απόγνωση.

Ήταν τελικά γραφτό να υλοποιηθεί αυτή η κατάφωρη αδικία εναντίον ενός πράου και αθώου κι έπειτα να φτάσει η αναμενόμενη βοήθεια. Αν αυτοί οι στρατιώτες είχαν προλάβει να έρθουν νωρίτερα, θα είχα καταπνίξει εύκολα την εξέγερση του πλήθους και θα είχα εμποδίσει τη θανάτωση του Ιησού.

Ω, σκληρή τύχη! Πώς ανακατεύεσαι κάποτε στις υποθέσεις των ανθρώπων και πώς τους αναστατώνεις με τα καμώματά σου! Τώρα που ήρθε η στρατιωτική βοήθεια, είναι άχρηστη πια…

Και δε μου μένει άλλο, παρά να επαναλάβω την πολυσήμαντη λέξη που αναφώνησε ο Ιησούς, ξεψυχώντας πάνω στον Σταυρό του Μαρτυρίου:

“ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ!…”

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΗΓΗ 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις