Ιστορική αναφορά του Πόντιου Πιλάτου για τον Ιησού (Μέρος Β)…

Ιστορική αναφορά του Πόντιου Πιλάτου για τον Ιησού (Μέρος Β)... 

Ιδού το δεύτερο μέρος του περίφημου εγγράφου που έστειλε με μορφή αναφοράς ο Έπαρχος της Γαλιλαίας, Πόντιος Πιλάτος, προς

τον Αυτοκράτορα της Ρώμης, σχετικά με τη σύλληψη και τη θανάτωση του Χριστού.

Ο Πόντιος Πιλάτος συνέχιζε στην αναφορά του:

“Στα λόγια μου αυτά, ο Ιησούς κούνησε αδιάφορα το κεφάλι Του και είπε με ένα χαμόγελο θεϊκό:

-Όταν έρθει η μέρα, δε θα βρεθεί άσυλο για τον Υιό του Ανθρώπου, ούτε πάνω στη γη ούτε κάτω από αυτή. Το άσυλο του Δικαίου είναι στον Ουρανό.

Τότε, εγώ είπα μειλίχια:

-Νέε, αναγκάζομαι να Σου επαναλάβω την παράκλησή μου, την οποία Σου μεταδίδω τώρα ως διαταγή. Πρέπει να είσαι μετριοπαθής στα κηρύγματά Σου και να μην παραβιάζεις τις παραγγελίες μου. Εύχομαι να Σε σκεπάζει πάντα η ευτυχία. Χαίρε!

Επανέλαβε κατόπιν στον ίδιο τόνο ο Ιησούς:

-Επίγειε Άρχοντα, δεν ήρθα στον κόσμο για να φέρω πόλεμο, αλλά ειρήνη, αγάπη και συμπόνια. Η επανάσταση δε θα προέλθει από Εμένα. Την περιμένω από τους άλλους και θα την αντιμετωπίσω, γιατί τέτοιο είναι το θέλημα του Πατέρα μου που μ’ έστειλε εδώ.

Κι αφού είπε τούτα τα λόγια ο Ιησούς, εξαφανίστηκε σαν μια φωτεινή οπτασία.

Βέβαια, όταν κυβερνούσε τη Γαλιλαία ο Ηρώδης Αντύπας, οι εχθροί του Ιησού απευθύνθηκαν σ’ αυτόν και του κατηγόρησαν τον Ναζωραίο με τον σκοπό της εκδίκησης. Ο Ηρώδης, όμως, αν και υπερήφανος για τη μεγάλη του εξουσία, φοβόταν να διαπράξει μια τέτοια αδικία.

Μια μέρα, λοιπόν, ο Ηρώδης ήρθε και με επισκέφτηκε στο Πραιτώριο. Αφού κουβεντιάσαμε για διάφορα σπουδαία ζητήματα, σηκώθηκε να με αποχαιρετήσει. Τη στιγμή εκείνη μου ζήτησε τη γνώμη μου για τον Ιησού. Του απάντησα πως ο Ιησούς μου φαινόταν σαν ένας από τους μεγάλους φιλοσόφους που μόνο μεγάλα έθνη γεννούν σε αραιά διαστήματα. Του πρόσθεσα ότι η διδασκαλία Του δεν ήταν καθόλου βέβηλη και ανίερη και ότι ο Αυτοκράτορας της Ρώμης θα Του επέτρεπε ασφαλώς την ελευθερία της γνώμης.

Ο Ηρώδης χαμογέλασε χαιρέκακα και αφού με αποχαιρέτησε ειρωνικά, αναχώρησε. Στο μεταξύ, πλησίαζε το Πάσχα, η μεγαλύτερη θρησκευτική γιορτή των Ιουδαίων και οι εκκλησιαστικοί άρχοντες αποφάσισαν να εκμεταλλευθούν για τον σκοπό τους τον λαϊκό ενθουσιασμό που αναβλύζει αυθόρμητα κατά τις πασχαλινές ιεροτελεστίες.

Η πόλη είχε γεμίσει εκείνες τις ημέρες από πλήθος επαναστατών που φώναζαν και απαιτούσαν τον θάνατο του Ναζωραίου. Οι μυστικοί πράκτορες με πληροφόρησαν ότι είχαν διατεθεί για τη δωροδοκία του λαού και οι θησαυροί του Ναού του Κυρίου.

Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος και δε χωρούσε καμιά αναβολή. Έγραψα, τότε, προς τον Διοικητή της Συρίας και ζήτησα να μου στείλει επικουρική βοήθεια εκατό στρατιωτών και όσο μπορούσε περισσότερους ιππείς. Αυτός, όμως, αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημά μου.

Έτσι, βρέθηκα μόνος μου με μια χούφτα εθνοφρουρών μέσα σε μια ανάστατη και αναρχούμενη πόλη, ανίσχυρος να καταπνίξω μια ενδεχόμενη εξέγερση των κατοίκων. Δε μου απόμενε τίποτε άλλο παρά να υποχωρήσω.

Ο θορυβώδης όχλος είχε συλλάβει τον Ιησού, δίχως να ζητήσει την άδεια από κανέναν. Και παρ’ όλο που ήξεραν πως δεν είχαν να φοβούνται το Πραιτώριο, πιστεύοντας μαζί με τους αρχηγούς τους πως εγώ επιδοκίμαζα τη συμπεριφορά τους, μαζεύτηκαν κάτω από το μέγαρό μου κι άρχισαν τα ξεφωνητά:

-Άρον, άρον, σταύρωσον Αυτόν!

Τρία ισχυρά κόμματα είχαν ενωθεί εκείνη την εποχή και κατέτρεχαν όλα μαζί τον Ιησού. Σε αυτά συγκαταλέγονταν οι Ηρωδιανοί και οι Σαδδουκαίοι, των οποίων η επαναστατική λύσσα είχε δύο αφορμές: από τη μια μεριά μισούσαν τον Ναζωραίο και από την άλλη, δεν ανέχονταν με κανέναν τρόπο τη ρωμαϊκή κυριαρχία.

Οι παραπάνω εχθροί του Ιησού και της χώρας μου δε με συγχώρεσαν ποτέ, γιατί εισέβαλα στην αγία πόλη τους συντροφευμένος από λάβαρα, που έφεραν την εικόνα του Αυτοκράτορα της Ρώμης. Στην περίπτωση αυτή, το μοιραίο μου εκείνο σφάλμα είχε διαπραχθεί από απλή άγνοια, αλλά δε φαινόταν λιγότερο αποτρόπαιο στα μάτια τους.

Είχαν, όμως, κι έναν ακόμη λόγο να είναι θυμωμένοι μαζί μου. Είχα προτείνει να πάρω ένα μέρος από τον θησαυρό του Ναού και να τον διαθέσω για ανέγερση κοινωνικών ιδρυμάτων. Η πρότασή μου αυτή είχε ακουστεί εκ μέρους τους με καταφανή δυσαρέσκεια.

Επίσης, οι Φαρισαίοι, το τρίτο κόμμα δηλαδή, είχαν διακηρύξει απροκάλυπτα πως εχθρεύονταν τον Ιησού και δεν έδιναν καμία σημασία στην κυβέρνησή μας. Άνθρωποι μνησίκακοι, θυμούνταν πάντα με πικρία τις αυστηρές επικρίσεις, τις οποίες επί τρία χρόνια απηύθυνε συνεχώς ο Ιησούς εναντίον τους, όπου κι αν πήγαινε. Μα, ανίκανοι και άτολμοι να ενεργήσουν από μόνοι τους, είδαν με ικανοποίηση την εμφάνιση των Ηρωδιανών και των Σαδδουκαίων και τους ακολούθησαν πρόθυμα στην τακτική τους.

Εκτός και των τριών αυτών κομμάτων, είχα να αντιμετωπίσω και τον ανόητο κι επιπόλαιο όχλο. Υπήρχαν άνθρωποι έτοιμοι να στασιάσουν και να εκμεταλλευθούν την ακαταστασία και τη σύγχυση που θα ξεπηδούσε μέσα από μια τέτοια κατάσταση.

Ας αναφέρω τώρα τα γεγονότα με τη σειρά τους.

Ο Ιησούς, αφού συνελήφθη, οδηγήθηκε στον Αρχιερέα και κατόπιν της κατηγορίας που Του απήγγειλαν, καταδικάστηκε σε θάνατο. Ύστερα, ο Αρχιερέας Καϊάφας διέταξε να Τον περιπαίξουν και να Τον χλευάσουν και μετά, Τον έστειλε σε μένα.

Του απάντησα, λοιπόν, ότι αφού ο Ιησούς καταγόταν από τη Γαλιλαία, η υπόθεσή Του ανήκε στη δικαιοδοσία του Ηρώδη και διέταξα να Τον στείλουν εκεί. Ο πανούργος, όμως, Τετράρχης της Γαλιλαίας προσποιήθηκε ταπεινοφροσύνη και ομολογώντας πως ήταν κατώτερος από μένα, που ήμουν ο αντιπρόσωπος του Καίσαρα, μου Τον ξανάστειλε πίσω.

Το γεγονός αυτό μαθεύτηκε γρήγορα και το μέγαρό μου έλαβε την όψη πολιορκούμενης ακρόπολης. Σε κάθε λεπτό που περνούσε, κατέφταναν νέοι στασιαστές και ο αριθμός τους ολοένα και μεγάλωνε.

Η Ιερουσαλήμ είχε γεμίσει από πλήθη που κατέβαιναν αδιάκοπα από τα βουνά της Ναζαρέτ κι από παντού. Όλη η Ιουδαία φαινόταν πως είχε μετατοπιστεί και είχε εγκατασταθεί στην ιστορική της πρωτεύουσα.

Η γυναίκα μου καταγόταν από την Ιουδαία και ισχυριζόταν πως είχε την ικανότητα να προβλέπει το μέλλον. Εκείνη, λοιπόν, την ημέρα ήρθε κι έπεσε στα πόδια μου με αναφιλητά, λέγοντας:

-Πρόσεχε να μην αγγίξεις αυτόν τον άνθρωπο που σου έφεραν, γιατί είναι Άγιος! Την περασμένη νύχτα είδα γι’ Αυτόν ένα όνειρο που με τρόμαξε. Ονειρεύτηκα πως βρισκόμουν σιμά Του και Τον είδα να περπατάει πάνω στη θάλασσα. Μιλούσε στην καταιγίδα την ορμητική και στα ψάρια του νερού και τα στοιχεία της Φύσης Τον υπάκουαν, σαν να καταλάβαιναν τη γλώσσα Του και σαν να αναγνώριζαν την εξουσία Του.

Και ταραγμένη ακόμα περισσότερο τώρα η γυναίκα μου, σαν να έβλεπε εμπρός της ένα όραμα φοβερό, πρόσθεσε:

-Να ο χείμαρρος των Κέδρων, που κυλάει αίμα κατακόκκινο! Να τα αγάλματα του Καίσαρα, που γέμισαν κι αυτά αίμα! Να οι κολόνες του Ναού, που λύγισαν και κοντεύουν να πέσουν! Να ο ήλιος, που τυλίχθηκε με πένθος και θα σβηστεί, βυθίζοντας σε σκοτάδια την πλάση!

Και σχεδόν έξαλλη, τελείωσε τα τρομερά της λόγια έτσι:

-Πιλάτε! Μεγάλη συμφορά σε περιμένει, αν δεν ακούσεις την ικεσία μου!

Την ώρα εκείνη, τα μαρμάρινα σκαλοπάτια του μεγάρου μου έτριζαν και βογκούσαν κάτω από το βάρος του πλήθους, που συγκεντρωνόταν ολοένα. Σε λίγο, πήραν τον Ναζωραίο και Τον ξανάφεραν σε μένα.

Κατευθύνθηκα προς την αίθουσα του Δικαστηρίου, συνοδευόμενος από τον φύλακά μου και ρώτησα τον λαό με αυστηρό τόνο φωνής τι γύρευαν από εμένα.

-Τον θάνατο του Ναζωραίου! ήταν η απάντηση των εξαγριωμένων ανθρώπων.

-Για ποια αιτία; τους ρώτησα.

-Γιατί βλασφήμησε, γιατί προείπε την καταστροφή του Ναού, γιατί αυτοαποκαλείται Υιός του Θεού, Μεσσίας, Βασιλέας των Ιουδαίων! αποκρίθηκαν.

Τότε, εγώ τους εξήγησα ότι η Ρωμαϊκή Σύγκλητος δεν τιμωρεί παρόμοιες παραβάσεις με θάνατο.

-Σταύρωσον, σταύρωσον Αυτόν!… ούρλιαζε φρενήρης ο αδυσώπητος όχλος”.

Συνεχίζεται…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΗΓΗ 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις