Ὁ (παρανοϊκός) βομβαρδισμὸς τοῦ Πειραιῶς ἀπὸ τοὺς …«συμμάχους» μας!!!
Οι …καλοί μας σύμμαχοι, των οποίων οι πράκτορες μας κυβερνούν ακατάπαυστα από το 1821, τον Δεκέμβριο του 1944, με πολύ …αγάπη, βομβάρδισαν τον Πειραιά, σκοτώνοντας
τουλάχιστον 1000 Έλληνες.
Τα θύματα, συνολικά, υπολογίζονται σε περισσότερα από 5.500.
Σήμερα οι πράκτορες των …«συμμάχων»μας συνεχίζουν να αποπροσανατολίζουν τον κοσμάκη με τους άφαντους νεκρούς του Πολυτεχνείου, με τον Γρηγορόπουλο, τον Ρωμανό… Μέχρι και τον Τεμπονέρα θυμήθηκαν…
5500 Πειραιώτες … δεν μετρούν μία μπροστά στον γίγαντα Τεμπονέρα.
Οι …σύμμαχοί «μας» μ’ έναν μόνο βομβαρδισμό σκότωσαν χιλιάδες αμάχους Έλληνες.
Ίσως είναι και λίγοι αν τους συγκρίνουμε με τους 300.000 που οδήγησαν στον θάνατο από πείνα με το θαλάσσιο εμπάργκο που μας επέβαλαν, κατά την διάρκεια της κατοχής, αφήνοντάς την χώρα χωρίς τρόφιμα και φάρμακα, καθώς και με την ανεξέλεγκτη κυκλοφορία πλαστών χαρτονομισμάτων, που οι ίδιοι οι …σύμμαχοί «μας» τύπωναν, ληστεύοντας τον χρυσό και τις ακίνητες περιουσίες των Ελλήνων.
Μην απορείτε λοιπόν για την αναλγησία και την εκδικητικότητα αυτών που μας κυβερνούν.
Το να πεθάνουν 10.000 Έλληνες για να μην αγχωθούν τα ξένα αφεντικά τους, ούτε που θα τους προβληματίσει.
Δεν είναι δικοί μας άνθρωποι. Είναι επαγγελματίες δολοφόνοι προστατευόμενοι και πληρωμένοι από ξένους τοκογλύφους.
Ο παρανοϊκός βομβαρδισμός του Πειραιά
Τρία ντοκουμέντα για τον βομβαρδισμό που μας παρεχώρησε ο Πειραιώτης ιστορικός ερευνητής Δημοσθένης Μπούκης του Γιάννη.
Αριστερά πίνακας ταφέντων με τις ηλικίες.
Δίπλα. Βεβαίωση του εφημερίου του ναού της Ευαγγελιστρίας ότι η Χάιδω σύζυγος Ιωάννη Δ. Μπούκη – δασκάλα του πιάνου – «εφονεύθη μετά των δύο τέκνων της, Δημοσθένους ετών 10 και Αλεξάνδρου ετών 5, εντός της επί της οδού Μεγάλου Αλεξάνδρου 32 οικίας της κατά τον βομβαρδισμόν».
Αριστερά εξοδολόγιο των κηδείας τους.
Επιστολή αποκαλύπτει: Γιατί οι Αγγλοι βομβάρδισαν τον Πειραιά
Νέα στοιχεία σχετικά με τον βομβαρδισμό του Πειραιά στις 11/1/1944 προσθέτει μία επιστολή που μας έστειλε 9-6-2013, ο οδοντίατρος κ. Απόστολος Χαμηλός από το Μαρούσι, από την οποία βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο βομβαρδισμός δεν έγινε αναίτια από τους Άγγλους. Έγινε για να εμποδίσουν μεταφορά πολεμικού υλικού των Γερμανών στην Αφρική. Όμως τότε δεν υπήρχε το «ΑΦΡΙΚΑ ΚΟΡΠ» που να θέλει βοήθεια. Ίσως τα προόριζαν για αλλού. Ωστόσο δεν παύει να υπήρξε αψυχολόγητος και πολύ καταστροφικός, εγκληματικός! Διότι θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν τις νηοπομπές και να τις βομβαρδίσουν έξω από λιμάνι.
Δείτε την επιστολή:
«Αγαπητέ κ Κουτουζή
θα ήθελα να σας μεταφέρω μια πληροφορία που αφορά στον βομβαρδισμό του Πειραιώς το 1944 και αξιολογήστε την ανάλογα.
Στην δεκαετία του 1970 είχα μια συνομιλία με τον κ. Αντωνίου Δημήτριο συνταξιούχο αστυφύλακα και αποταγμένο από το σώμα λόγω των αριστερών φρονημάτων του. Με τον κ. Αντωνίου είμαστε πατριώτες και γείτονες από το χωριό Καλοσκοπή Φωκίδος.
Ο κ. Αντωνίου υπηρετούσε κατά την διάρκεια της Κατοχής στο ΑΤ Ομονοίας και μία από τις δράσεις του ήταν να συνοδεύει Άγγλους Πράκτορες στον Σιδ. Σταθμό Λαρίσης οι οποίοι γνωρίζοντας την Γερμανική γλώσσα συνέλεγαν πληροφορίες για τις κινήσεις των γερμανικών στρατευμάτων.
Μίαν ημέρα και ενώ βρισκόταν στον σταθμό Λαρίσης ο Άγγλος ζήτησε εσπευσμένα από τον κ. Αντωνίου να τον οδηγήσει στον διευθυντή της Αρσακείου. Ο Άγγλος παρέμεινε στο γραφείο του Διευθυντού για είκοσι περίπου λεπτά της ώρας και όταν τελείωσε η συνάντηση είπε στο κ. Αντωνίου ότι τα «μαντάτα» θα τα ακούσει αύριο. Την επομένη έγινε ο βομβαρδισμός του Πειραιώς.
Ο κ. Αντωνίου μου είπε ότι ο Άγγλος είχε ακούσει στιχομυθία Γερμανών που ανεφέροντο στην μεταφορά πολεμικού υλικού από τον Πειραιά στην Αφρική. Επίσης μου είπε ότι εάν ήξερε την πληροφορία δεν θα οδηγούσε τον Άγγλο στον Διευθυντή της Αρσακείου.
Όλα όσα σας αναφέρω τα είχα καταγεγραμμένα σε σημειώσεις και ηχογραφήσεις, με ονόματα και ημερομηνίες. Δυστυχώς όμως μετά τόσα χρόνια κάπου είναι «καταχωνιασμένα» και πρέπει να ψάξω επισταμένα.
Ελπίζω να προσέφερα μια μικρή πληροφορία για τις μαρτυρικές στιγμές που πέρασε ο πολύπαθος λαός μας.
Με εκτίμηση
Απόστολος Χαμηλός Χειρ. Οδοντίατρος
Μεσημέρι της 11ης Ιανουαρίου του 1944!
Η πιο εγκληματική ενέργεια των παραφρόνων συμμάχων. Βομβαρδίζουν τον Πειραιά, δήθεν για να διώξουν τους Γερμανούς.
Τα «συμμαχικά» αεροπλάνα, κάνουν στάκτη την πόλη! Στους δρόμους σκορπισμένα πτώματα, φρικτές εικόνες ακρωτηριασμένων παιδιών! Οι δρόμοι κλεισμένοι από ξύλα, κεραμίδια από τις στέγες, αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα και λάκκοι που έχουν ανοίξει οι βόμβες.
Σφυροκόπημα για τρεις ώρες, από τις 12 το μεσημέρι – ώρα που ο κόσμος ευρίσκετο στους δρόμους.
Τα θύματα υπολογίστηκαν σε 5.500: Όλοι Ελληνες, μόνον 8 ήταν οι νεκροί Γερμανοί στρατιώτες.
Ανάμεσα στις χιλιάδες των θυμάτων της ημέρας εκείνης, συγκαταλέγονται 85 μαθήτριες μαζί με τις 15 δασκάλες τους της Δημοτικής Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής Πειραιώς, που καταπλακώθηκαν στο καταφύγιο του κτιρίου της Ηλεκτρικής Εταιρείας και 2 αδελφές στην Γαλλική Σχολή.
Ακόμη 70 άτομα στο εστιατόριο του Βίρβου, γωνία Ρέπουλη και Βασ. Κωνσταντίνου (Σωτήρος+ Πολυτεχνείου σήμερα), στο κτίριο Ταβλαδωράκη, στο ξενοδοχείο «Κοντινένταλ» και αλλού.
Το πολυτελές ξενοδοχείο ΚΟΝΤΙΝΕΝΤΑΛ, κτίσθηκε την δημαρχιακή περίοδο (1899-1903) Τρύφωνος Μουτζοπούλου στην γωνία Δ. Γούναρη και Ακτής Ποσειδώνος, σε οικόπεδο του Τζανείου Νοσοκομείου. Ήταν πάντοτε δημοτικό. Λειτούργησε 4 δεκαετίες. Κατεστράφη σχεδόν ολόκληρο στις 11-1-1944. Διεσώθη μόνο το ισόγειο με τα μαγαζιά. Τα τελευταία χρόνια κατεδαφίστηκε και το υπόλοιπο για να ανεγερθεί νέο κτίριο, αλλά οι εργασίες σταμάτησαν γιατί βρέθηκαν αρχαιότητες.
Στο ταφολόγιο του Δημοτικού Νεκροταφείου της Αναστάσεως αναφέρονται τα ονόματα 492 νεκρών, ενώ άγνωστος είναι ο αριθμός των πτωμάτων που μεταφέρθηκαν στο Α’ και Γ Νεκροταφείο Αθηνών. Ακόμη, θα πρέπει να υπολογισθεί κι ένας σημαντικός αριθμός νεκρών του ιδίου βομβαρδισμού, που τάφηκαν χωρίς να δοθούν τα στοιχεία τους, προκειμένου οι συγγενείς να διατηρήσουν τα ατομικά δελτία τροφίμων, με τα οποία δίνονταν η μερίδα του συσσιτίου ή τα 30 δράμια ψωμιού. Ο κόσμος άρχισε να παίρνει τον δρόμο της προσφυγιάς προς την Αθήνα, που είχε χαρακτηρισθεί «ανοχύρωτη πόλη».
Μεγάλες ζημιές έπαθε κι ο Σταθμός του Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου. Ωστόσο, τα δρομολόγια διεκόπησαν μόνο για μία εβδομάδα. Η εταιρεία του Αλεξ. Βλάγκαλη, τον επισκεύασε σύντομα.
Αθικτες έμειναν οι γερμανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις του Ναύσταθμου, το αεροδρόμιο, τα ναυπηγεία του Περάματος, μεταξύ αυτών και το μεγαλύτερο που κατασκεύαζε τσιμεντόπλοια για λογαριασμό των γερμανικών αρχών κατοχής.
Πιο τυχεροί στάθηκαν οι αγωνιστές της Εθνικής Αντιστάσεως που εκρατούντο στις φυλακές της Κάστορος, όταν έπεσε ξυστά στο κτίριο βόμβα. Κάτω απ’ τον κίνδυνο να σκοτωθεί η φρουρά κι ο διευθυντής, ο τελευταίος άφησε ν’ ανοίξουν τα κελιά και να φύγουν οι κρατούμενοι.
Ο εφημεριδοπώλης που βγήκε από τον τάφο
Ανάμεσα στους 70 του εστιατορίου και ο μετέπειτα (1975) εφημεριδοπώλης Δημήτριος Μαρκαντώνης, που καταπλακώθηκε, αλλά είναι ο μόνος που διεσώθη, 27 χρόνων τότε, αρραβωνιασμένος.
Τον κυρ – Μήτσο, τον γνώρισα στα γραφεία της καθημερινής εφημερίδας ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ, στην οδό Κολοκοτρώνη 38, όπου ήμουν διευθυντής στα 1974. Περνούσε, καθόταν λίγο να ξαποστάσει και έλεγε ιστορίες:
– Εχω περάσει εγώ…!
– Σαν τι κυρ Μήτσο;
– Εμένα που με βλέπεις έχω θαφτεί ζωντανός: Κι όμως έζησα! Και ζω ακόμα δόξα τω θεώ. Είμαι σήμερα 58 χρονών……
– Καλά, πώς έγινε;
– «Ήταν τότε με τον βομβαρδισμό του Πειραιώς. Εκείνη την ώρα βρέθηκα στο παλιό εστιατόριο του Βίρβου, στην γωνία Ρέπουλη (σήμερα Σωτήρος) και Β. Κωνσταντίνου. Μέσα στο μαγαζί βρίσκονταν άλλοι 70 θαμώνες. Ήμουν τότε, 27 χρονών αρραβωνιασμένος και ακόμη δεν είχα το θάρρος να τρώω στα πεθερικά μου. Σε μια στιγμή εκεί που τρώγαμε, ολόκληρο το μαγαζϊ συγκλονίστηκε από ένα φοβερό «σεισμό». Μια βόμβα είχε πέσει στο εστιατόριο, κι’ αμέσως άρχισαν να σωριάζονται δίπλα μας, επάνω μας, στα τραπέζια, στις καρέκλες, οι τοίχοι και τα ταβάνια. Δίχως να το καταλάβω βρέθηκα χωμένος μέσα σε σωρούς χωμάτων στο δάπεδο. Γύρω μου ήταν πεσμένοι άλλοι που βογκούσαν, που καλούσαν σε βοήθεια, που έμεναν ακίνητοι, νεκροί. Σκοτάδι πυκνό τύλιγε τον χώρο εκείνο της κολάσεως. Και το μόνο που καταλάβαινα ήταν ότι μπορούσα να αναπνέω. Η τύχη μου με είχε ρίξει επάνω στην σχάρα του υπογείου και από εκεί ερχόταν η ζωή. Ερχόταν ο αέρας που μου επέτρεπε να αναπνέω, και να ζω. Αρχισα να ζητάω βοήθεια με όλη μου την δύναμη, όση μου έμενε. Κι έτσι πέρασαν ώρες, δεν κατάλαβα πόσες…! Όταν με ξέχωσαν τα συνεργεία διασώσεως , είδα ότι ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει! Και γύρω μου πτώματα! Κανένας άλλος δεν είχε ζήσει!»
Σχετικά με τον βομβαρδισμό ο Άγγελος Πανάγος σημειώνει στο ημερολόγιό του:
(11.1ου) Αεροπορική επιδρομή από τους συμμάχους Άγγλους κατά του Πειραιώς. Η αστοχία τους καταστρέφει ολόκληρα τετράγωνα. Στο κατάστημα μας Πειραιώς πέφτει μία βόμβα στο πεζοδρόμιο και ανασκάπτει όλο το κατάστημα, το οποίον και καταστρέφει. Το εις το υπόγειον ευρισκόμενον εργαστήριον μετάξης ευτυχώς δεν έπαθε σοβαρές ζημίες. Ο Γιώργος Πανάγος ευτυχώς είχε καταφύγει στο βάθος και εγλύτωσε ως εκ θαύματος. Σημειωτέον ότι κάθε μεσημέρι εγώ ο Άγγελος και ο αδελφός μου Γεώργιος ετρώγαμε κατά 1 ώραν μετά το κλείσιμο του καταστήματος εις το απέναντι εστιατόριον του ΒΙΡΒΟΥ. (το εστιατόριο ήταν στην γωνία Ρέπουλη και Β. Κωνσταντίνου), όταν έπεσεν η βόμβα σ’ αυτό το εστιατόριον κατεδαφίσθη ολοσχερώς και όσοι έτρωγαν σ’ αυτό σκοτώθηκαν όλοι. Εγώ και ο Γιώργος είμεθα τυχεροί ευτυχώς διότι εγώ ήμουν αδιάθετος και έφυγα ενωρίτερον χωρίς να φάω στο κατεστραμμένον εστιατόριον, ο δε Γιώργος την τελευταίαν στιγμήν μία πελάτισσα τον καθυστέρησε και δεν πήγε στο εστιατόριο που κατέρρευσεν και έτσι ο Γιώργος γλύτωσε ως εκ θαύματος διότι την στιγμήν που εξυπηρετούσε την πελάτισσαν έπεσε η βόμβα στο εστιατόριον. Εγώ πάλι κατά σύμπτωσιν πήρα το τελευταίο τραίνο του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, οπότε όταν το τραίνο είχε φθάσει στην Καλλιθέα έγινεν ο βομβαρδισμός που κατέστρεψεν τον Πειραιά και τον ηλεκτρικόν σταθμόν». Μακρύς ο κατάλογος των θυμάτων
Μερικοί εκ των θυμάτων που τάφηκαν εκ των πρώτων:
Βασίλειος Κούσκουλας ετών 68, Κωνστ. Σμυρλής ετών 30,Σ.Στρατηγόπουλος ετών 37, Σμαράγδα Μπόντζου μητέρα, Κουλίτσα Μπόντζου κόρη, Κούλα Μανιά ετών 17, Εμμ. Παπαιωάννου ετών 52, Άγγ. Περδικάρης ετών 27, Κων, Καλονάρχης ετών 54, Δημ. Καραπάνος ετών 24, Άνεσ. Γεωργίου ετών 35, Κ. Σαγγούρης ετών 18, Γ. Αθανασόπουλος ετών 18, Άννα Μονογυιού ετών 50, Ν. Δρόσος ετών 23, Δημ. Κουμπής ετών 23, Άλ. Βονιόζος ετών 47, Σ. Καλαβούτου ετών 37, Άλ. Σκεντέρογλου ετών 36, Μίμης Παπαγρηγορίου ετών 12, Ευάγγ. Καρπαθάκης ετών 112, Μιχ. Δημόπουλος ετών 31, Ειρήνη Μονογυιού, Ι. Σπυριδάκος ετών 32, Γ. Σπυριδάκος ετών 19, Δημ. Μπουλετίδης ετών 19. Στ. Κοντζιάς ετών 38, Άγγελική Στεργίου ετών 48, Γ, Κυριακίδης ετών 43, Ν. Μινόγιαννης ετών 50, Απ. Μαθσάς ετών 40, Άναστ. Βλαβιανός ετών 22, Μαρία Βλαβιανού, Αλεξάνδρα Βλαβιανού ετών 20, Χρυσάνθη Κατσιβελλάκη ετών 65, Μαρία Κατσιβελλάκη ετών 26, Μαγδαληνή Ραφτοπούλου ετών 50, Κορνήλιος Μιχαλεάκος ετών 22, Σπ. Βρυώνης ετών 26, Ν. Λαζαράτος ετών 32. Αλλά ο κατάλογος είναι μακρύς!…..
Ο Βασίλειος Κούσκουλας 68 ετών ήταν αδελφός της γιαγιάς μου Ελένης Τσελά (κόρη Γεωργίου Κούσκουλα) από την μητέρα μου Παναγιώτα Κουτουζή.
Από τον βομβαρδισμό παρ΄ ό,τι θάφτηκαν ζωντανές στα ερείπια του σπιτιού τους, διεσώθησαν η σύζυγος και η κόρη του Καίτη τις οποίες συνάντησα το 1947.
Αν έχεις τύχη διάβαινε…….
Φρικαλέο, απαίσιο το θέαμα των νεκρών, των διαμελισμένων σωμάτων των ανθρώπων που δεν έφταιξαν σε κάτι.
Η χαρακτηριστικότερη περίπτωση παραμορφώσεως, από τις χιλιάδες άλλες, αναφέρεται στα δύο πτώματα δύο αδελφών. Ήταν και οι δυο πανύψηλοι, εθεωρούντο από τους υψηλοτέρους Πειραιώτες. Όταν τα πτώματά τους ανασύρθηκαν από τα ερείπια, παρά το γεγονός ότι δεν τα είχε πλήξει η βόμβα, ήταν αγνώριστα. Είχαν κοντύνει κατά ένα τρίτο. Από την ασφυξία είπαν οι ειδικοί.
Μια άλλη τραγική περίπτωση σημειώθηκε σε ένα σπίτι της οδού Σωκράτους – Πολυτεχνείου τώρα. Κατά καλή τύχη του ιδιοκτήτου του, ενώ όλα τα γύρω σπίτια γκρεμίστηκαν, εκείνο δεν έπαθε κάτι. ένας εκ των ενοίκων του ανέβηκε στην ταράτσα για να πάρει ένα ζευγάρι κότες, που είχαν εκεί. Τότε βρέθηκε μπροστά σε ένα ανατριχιαστικό θέαμα, με τις κότες έντρομες και αγριεμένες στην γωνία της ταράτσας: Το κεφάλι μιας νέας γυναίκας, ήταν πεταγμένο επάνω στην ταράτσα. Και πιο πέρα ένας φρικαλέος σορός ρούχων και σαρκών. Κατέφθασαν γείτονες και αστυνομικοί, αλλά ουδείς ανεγνώρισε ποια ήταν η άτυχη νέα. Γειτόνισσα πάντως δεν ήταν. Και όλα έπειθαν ότι ήταν περαστική από τον δρόμο.
Δημήτριος Σπ. Κουμπής ετών 23, κουρέας: Ένα από τα θύματα. Έφυγε από το κουρείο του στην πλατεία Καραϊσκάκη και πήγε στην Αγία Τριάδα για να σωθεί. Εκείνος σκοτώθηκε, το κουρείο του έμεινε άθικτο. Ο Δημήτριος Κουμπής ήταν θείος της συζύγου μου Βασιλικής Ι. Κουμπή.
Σχετικά με τον προαναφερθέντα ο δημοσιογράφος Γιάννης Ζωγραφάκης σε επιστολή του 22-12-11 αναφέρει:
Άλλη τραγική περίπτωση είναι εκείνη της πολυμελούς οικογενείας Μπερτζελέτου. Όλοι τους πέθαναν κάτω από τα ερείπια. Μόνον ένας αδελφός από καλή τύχη ή προαίσθηση, είχε φύγει λίγη ώρα πριν από το σπίτι αυτό.
Αξιοσημείωτη είναι ακόμη μία λεπτομέρεια σχετική με τις μαθήτριες της Επαγγελματικής Σχολής. Τα κορίτσια έπρεπε, όπως και άλλοτε έκαναν, να πάνε στο καταφύγιο του Πειραϊκού Συνδέσμου. Κατά κακή έμπνευση, όμως, μιας μαθήτριας που είπε ότι δεν έβλεπε γερό το καταφύγιο του Πειραϊκού, πήγαν στο καταφύγιο της Ηλεκτρικής. Και οι βόμβες έπεσαν εκεί, και σκοτώθηκαν όλες, ενώ το καταφύγιο του Πειραϊκού δεν έπαθε κάτι.
Κάτι παρόμοιο συνέβη και με τους εργάτες του σαπωνοποιείου Παπουτσάνη.
Η ηρωϊκή ΑΝΝΑ ΛΟΥΛΟΥ
ΜΙΑ ξεχωριστή περίπτωση απετέλεσε η αείμνηστη Άννα Λούλου. Από νεαροτάτης ηλικίας η Άννα διέθεσε τον εαυτό της στην υπηρεσία των κοινωφελών ιδρυμάτων, στην υπηρεσία ολόκληρου του Ελληνισμού. Σε ηλικία 15 ετών προσέφερε τις υπηρεσίες της στο ΠΙΚΠΑ Πειραιώς, υπό την προεδρία του Αποστόλου Δοξιάδη και απετέλεσε Ιδρυτικό στέλεχος των κατασκηνώσεών του.
Το 1940, ο τότε πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς, της ανέθεσε την υποδοχή των ηρώων τραυματιών μας και την διοίκηση του «Σπιτιού του Στρατιώτη». Κινδύνευσε πολλές φορές από τους βομβαρδισμούς, γυρνώντας στο λιβάνι με το κλεφτοφάναρο στο χέρι.
Ό βασιλιάς Γεώργιος ο Β’ την αποκάλεσε ηρωίδα, όταν την ημέρα που καιγόταν το λιμάνι του Πειραιώς, από τον βομβαρδισμό των συμμάχων στις 11-1-1944, εκείνη μέσα στις φλόγες φρόντιζε τους τραυματίες.
Ο βασιλιάς Παύλος της απένειμε βασιλικό παράσημο λέγοντας:
«Σε παρασημοφορώ για την μεγάλη κοινωνική σου δράση κι όχι για την εθνική».
Διετέλεσε πρόεδρος της Λέσχης Εργαζομένου Κοριτσιού μετά το 1970, όταν πέθανε η Αθηνά Δηλαβέρη με την οποία ήταν για πολλά χρόνια πολύ φίλες και συνεργάτριες. Για χάρη τους ο Ιωάννης Μεταξάς κατέβαινε συχνά στον Πειραιά, στις εκδηλώσεις της Λέσχης.
Με την Άννα Λούλου μας έδεσαν πολλές ενδιαφέρουσες στιγμές στην ζωή του Πειραιώς, σοβαρές αλλά και εύθυμες τα χρόνια 1964 = 1976 .
ΒΚ.
Ο βομβαρδισμός του Πειραιώς
Ἀναμνήσεις τοῦ Κ. Κουσουλοῦ- Λυκειάρχου
Στὶς 11 Ἰανουαρίου 1944 οἱ Σύμμαχοι βομβάρδισαν τὸν Πειραιᾶ. Ὁ βομβαρδισμὸς ἦτο σφοδρότατος, κυρίως εἰς τὸ λιμάνι καὶ στὰ πέριξ αὐτοῦ κτίρια, ὅπου ἐστεγάζοντο γερμανικὲς ὑπηρεσίες. Οἱ βόμβες κατέστρεψαν πολλὰ κτίρια τῶν ἀκτῶν τοῦ λιμανιοῦ ἀπὸ τὸν Ἄὶ Διονύση ἕως τὸν Ἄὶ Νικόλα. Οἱ πιὸ μεγάλες καταστροφὲς σημειώθηκαν εἰς τὰ τετράγωνα ἀπὸ τὸν σιδηροδρομικὸ σταθμὸ τῶν ΣΠΑΠ ἕως τὴν ὀδὸ Κολοκοτρώνη, πίσω ἀπὸ τὸ Θέατρο.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ὑλικὲς καταστροφές, πολλοὶ ἀθῷοι Πειραιῶτες κάθε ἡλικίας ἐφονεύθησαν, ἢ ηὖραν οἰκτρὸ θάνατο ἀπὸ ἀσφυξία, κάτω ἀπὸ τὰ σωριασμένα κτίρια καὶ κυρίως στὰ ὑπόγειά τους. Άλλοι ἦσαν ἀκόμη ζωντανοὶ καὶ τραυματισμένοι κάτω ἀπὸ αὐτά. Ὅσοι ἐσώθησαν, σὲ οἰκτρὰ κατάστασιν, ἀφήνοντας τὴν περιουσία τους καὶ τὰ σπίτια τοὺς στὸ ἔλεος τοῦ θεοῦ, ἅρπαξαν λίγο ῥουχισμὸ καὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὸν τόπο τῆς συμφορᾶς γιὰ τὴν Ἀθῆνα ἢ ἀλλοῦ.
Τὸ χειρότερο ἦταν πὼς διεκόπησαν ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τοῦ δικτύου τους, τὸ φῶς, τὸ νερό, τὸ τηλέφωνο καὶ οἱ συγκοινωνίες. Έτσι ὁ Πειραιᾶς εἶχε ἀπομονωθῆ ἀπὸ τὴν ἄλλη Ἑλλάδα. Εἶχαν διαλυθῆ καὶ οἱ ὑπηρεσίες ὄλες, καὶ ἡ Ἀστυνομία (στὰ Β’ Ε’ Α’ καὶ Στ’ τμίματα), εἶχε ὑποστῆ συμφορὲς σὲ θύματα καὶ σχεδὸν δὲν ὑπῆρχε.
Ἐγώ, ὁ Α75, μαζὺ μὲ ἄλλους 30 Συναδέλφους τοῦ Α΄ Ἀστυνομικοῦ τμήματος Ἀθηνῶν, τρεῖς ἀρχιφύλακες καὶ τὸν ὑποδιοικητή μας Νικολόπουλο, εὑρέθημεν κοντὰ στοὺς Πειραιῶτες τὸ πρωὶ τῆς 13ης Ἰανουαρίου. Μᾶς ξεφόρτωσαν ἀπὸ ἕνα φορτηγὸ ἐμπρὸς στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Ψιλόῤῤιχνε χιονόνερο καὶ τὸ διαπεραστικὸ κρύο διαπερνοῦσε τὴν ὑγρὴ μπέρτα, τὴν χοντροϋφασμένη χλαίνη καὶ τὴν στολὴ καὶ ἔφθανε ἕως τὸ κόκκαλο. Οἱ ἀρβύλες καὶ οἱ μπότες δὲν βαστοῦσαν κρύο καὶ ἔμπαζαν νερά.
Ὃ ὑποδιοικητὴς ἀνέβη στὸ ἐπάνω σκαλοπάτι τῆς εἰσόδου τοῦ ναοῦ καὶ μᾶς εἶπε:
– «Κύριοι, ἤλθαμε ἐδῶ ὅπως καὶ τόσοι ἄλλοι Συνάδελφοι, ἐχθὲς καὶ σήμερα, γιὰ νὰ βοηθήσουμε τὴν Ἀστυνομία τοῦ Πειραιῶς. Ἐμεῖς θὰ βοηθήσουμε τὸ Β’ Ἀστυνομικὸ τμῆμα, ποὺ εἶναι κοντὰ στὸ ῥολόϊ. Τὸ ἔργο μας εἶναι δύσκολο καὶ ἐπικίνδυνο. Πρέπει νὰ σώσουμε ζωὲς παγιδευμένες κάτω ἀπὸ τοὺς σωροὺς τῶν πεσμένων κτιρίων, νὰ συνδράμουμε τραυματίες, νὰ περιφρουρήσουμε τὴν περιουσία τῶν πολιτῶν. Οἱ δρόμοι εἶναι ἀδιάβατοι ἀπὸ οἰκοδομικὰ ὑλικὰ τῶν πεσμένων κτιρίων. Ἔχουν ἀνασκαφεῖ σὲ μερικὰ σημεῖα ἀπὸ τὶς βόμβες. Ἔχουν ἀκόμη τρᾶμ ἀκινητοποιημένα ἢ κατεστραμμένα, σιδηροτροχιὲς ἀναποδογυρισμένες, στραβωμένες καὶ ὑψωμένες, ζῷα πεθαμένα σὲ τυμπανιαία κατάστασιν. Πιὸ ἐπικίνδυνοι γιὰ ἐμᾶς εἶναι οἱ μισοπεσμένοι καὶ ἐτοιμόῤῥοποι τοῖχοι, οἱ αἰωρούμενες στέγες καὶ τὰ πατώματα. Ἕνα λάθος μας ἢ μία ἀτυχία, μπορεῖ νὰ ῥίψῃ αὐτὰ ἐπάνω μας καὶ νὰ μᾶς θάψουν ζωντανούς. Λοιπόν, Κύριοι, κατεβαίνουμε αὐτὸν τὸν δρόμο, ποὺ εἶναι ἀριστερὰ τοῦ θεάτρου. Κάμετε τὸν Σταυρό σας καὶ ὁ Θεὸς βοηθός».
Περάσαμε μέσα ἀπὸ χαρακώματα καὶ βγήκαμε στὴν Λεωφόρο, τὴν ἀδιάβατη Βασιλέως Κωνσταντίνου. Σὲ ὅλο τὸ μῆκος της ὁμάδες Συναδέλφωνἠγωνίζοντο νὰ ἀνοίξουν τρύπες σὲ ὑπόγεια ποὺ μποροῦσε νὰ ἦσαν πλακωμένοι ἄνθρωποι. Ἐκεῖ δεξιά μας, στὴν γωνία τῆς Λεωφόρου καὶ τῆς ὁδοῦ, συνεργεῖα Συναδέλφων ἠγωνίζοντο μὲ τὰ χέρα νὰ βροῦν τὶς μαθήτριες μίας Σχολῆς, παγιδευμένες στὸ ὑπόγειο “νεὸς σωριασμένου διωρόφου.
Μάθαμε πὼς τὶς βρῆκαν νεκρές. Πλήρωσαν κι αὐτὲς μὲ τὸ φρικτὸ θάνατό τους τὴν ὑπόθεσιν Εἰρήνης καὶτῆς ἐλευθερίας.
Κατεβαίνοντας μὲ δυσκολία καὶ κίνδυνο τὴν ὀδὸ Βασιλέως Γεωργίου, βλέπαμε δεξιά μας τὴν καταστροφὴ πολλῶν κτιρίων καὶ πρὸς τὸ λιμάνι, πίσω ἀπὸ τὴν λαχαναγορά, πιὸ μεγάλη συμφορά. Μόνοι τοῖχοι ἐφαίνοντο ὄρθιοι, ψηλοί, ἐτοιμόῤῤοποι.
Στὴν γωνία τῆς ὁδοῦ Φίλωνος ἀντικρύσαμε τὸν σωριασμένο σὲ ἐρείπια ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ γιὰ εἰρωνεία ἐστέκοντο κατὰ τὴν Τράπεζα τὰ δύο κωδωνοστάσια ὄρθια. Ἐρημόα παντοῦ. Ψυχὴ δὲν ἐφαίνετο, οὔτε κἄν ἔνας Γερμανός. Τὸ λιμάνι βουβὸ καὶ ἀκίνητα τὰ πλεούμενα, μικρὰ καὶ μεγάλα. Μόνον ὁ σκοπὸς ἀστυφύλαξ ἐστέκετο στὰ δεξιὰ τοῦ ναοῦ ἐμπρὸς στὴν εἴσοδο τοῦ Β ‘ Αστυνομικοῦ τμήματος.
– Συναγερμός! Φώναξε κάποιος δικός μας.
– Διαλυθεῖτε! Φώναξε ὁ Νικολόπουλος καὶ κρυφθεῖτε ὄπου σᾶς φωτίσει ὁ θεός!
Ἕνα κανόνι ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς Καστέλας καὶ ἔνα ἄλλο μικρότερο ἔριχναν ἀραιὲς βολές. Ἦταν ἡ ἔναρξις τοῦ Συναγερμοῦ. Οἱ Σειρῆνες μὲ τὸ ἀνατριχιαστικὸ οὐρλιακτό τους εἶχαν σιωπήση, διότι εἶχε καταστραφῆ τὸ δίκτυο τῆς Ἠλεκτρικῆς. Ὅλοι χαθήκαμε κάτω ἀπὸ τὰ δένδρα τῆς πλατείας πρὸς τὸν Ἄὶ Σπυρίδωνα. Μερικοί ἐστάθησαν ὄρθιοι, κολλημένοι στοὺς κορμοὺς τῶν δένδρων. Ἄλλοι ξάπλωσαν κάτω ἀπὸ τὰ παγκάκια μέσα σὲ νερὰ καὶ ἄλλοι στὰ θεμέλια κοντὰ ἑνὸς καλοκτισμένου χαμηλοῦ τοίχου πρὸς τὴν Φίλωνος. Νεκρικὴ σιγὴ παντοῦ, θὰ ῥίχνουν τὰ ἐγγλέζικα ἀεροπλάνα. Ποῦ θά ἔριχναν τά φοβερά σιδερικά τους; Ἐπάνω μας;
Πέρασε καμμιὰ ὥρα ἀγωνίας, ὥσπου ἐσήμανε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἡ λήξις!
Συγκεντρωθήκαμε πάλι ὅλοι. Ἤμασταν ἀγνώριστοι. Μερικοὶ βλέποντας τὸν ὑποδιοικητὴ ἀγνώριστο, πῆγαν νὰ γελάσουν. Τὸ γέλιο ὅμως δὲν ἐρχόταν στὰ χείλη, γιατὶ φθάνοντας στὸ πλακόστρωτο ἐμπρὸς ἀπὸ τὰ δύο κωδωνοστάσια τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος πατάγαμε σὲ νερὰ κοκκινόμαυρα. Εἴχαμε τὰ βλέμματα πρὸς τὸ τμῆμα ποὺ μᾶς ἐφαίνετο ἔρημο καὶ δὲν κυττάξαμε δεξιά μας στὰ προπύλαια τοῦ ναοῦ.
Ἐκεῖ ἤταν μιὰ τραγικὴ εἰκόνα, ποὺ μόνον φωτογραφία θὰ ἀπαθανάτιζε τὴν φρίκη της. Ὃ χῶρος ἀνάμεσα στὶς γκρεμισμένες πόρτες, τὶς δύο μαρμάρινες κολῶνες καὶ τὰ κωδωνοστάσια ἦταν ἔνας σωρὸς ξύλα καὶ πέτρες, κάτω δὲ ἀπ’ αὐτὰ νεκροὶ καταπλακωμένοι. Φαίνονταν πόδια, χέρια, παραμορφωμένα πρόσωπα. Ἀπὸ ἐκεῖ κατέβαινε μαῦρο αἷμα ποὺ τὸ ξέπλυνε τὸ ψιλόβροχο καὶ ἔφθανε κάτω, ὡς τὸ ῥεῖθρο τῆς ὁδοῦ Βρεταννίας (σήμερα Ἐθνικῆς Ἀντιστάσεως).
Ὅλοι μας ἀνατριχιάσαμε. Ὃ ἀστυφύλαξ τῆς «Πύλης» μπροστά μας, μᾶς εἰδοποίησε νὰ μὴν κάνουμε κάτι, διότι εἶναι νεκροὶ καὶ τὰ κωδωνοστάσια ἐτοιμόῤῥοπα.
Φθάσαμε στὴν εἴσοδο τοῦ Β’ ἀστυνομικοῦ τμήματος γύρω στὶς 10 ἡ ὤρα. Ὃ ἀστυφύλαξ, νέος ψηλός, μὲ ὡραία χαρακτηριστικά, ντυμένος καλά, μᾶς ἔβλεπε σὰν σωτῆρες. Δὲν τὸ εἶπε, μὰ τὸ ἔλεγαν τὰ μάτια του καὶ ὅλο τὸ πρόσωπό του, ποὺ ἔλαμπε ἀπὸ χαρά.
Τὸν χαιρετίσαμε κι ἀνεβαίνοντας τὰ ματωμένα σκαλοπάτια φθάσαμε στὸν διάδρομο τοῦ πρώτου ὀρόφου. Ἐμπρός μας δεξιὰ ὀλάνοικτη ἡ πόρτα τοῦ Ἀξιωματικοῦ ὑπηρε¬σίας. Τὰ ἄλλα γραφεῖα τοῦ διαδρόμου ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ ἦσαν κλειστά. Ἄνοιξα ἕνα. Ἦταν γεμάτο ἀπὸ ἐμπορεύματα καὶ διάφορα οἰκιακὰ ἀντικείμενα μὲ ἕνα σημείωμα ἐπάνω τους. Τὰ εἶχαν μαζέψη ἀπὸ τὰ ἀνοικτὰ καταστήματα ἢ τὰ σπίτια καὶ τὰ φύλαγαν ἐκεῖ. Ἐκεῖνο ποὺ μοῦ τράβηξε τὴν προσοχὴ ἦταν τρεῖς νεκροὶ ἀστυφύλακες ποὺ τοὺς εἶχαν βάλη ἐπάνω σὲ φύλλα τσίγκου καὶ τοὺς εἶχαν σκεπάση μὲ μία κουβέρτα. Οἱ ἀσκέπαστες ἀρβύλες τους, ἐπρόδιδαν τὴν παρουσία τους.
Ἐνῶ ὅλοι ἐσπρώχνοντο στὸ Γραφεῖο τοῦ Ἀξιωματικοῦ, ἐγὼ πῆγα καὶ ἀπεκάλυψα τοὺς νεκρούς. Ἦσαν ἀγνώριστοι μὲ τὴν στολή τους ματωμένη καὶ τὰ μάτοα ὁλάνοικτα καὶ σκονισμένα. Ζητοῦσαν κάπου ἀνάπαυση μαζὺ μὲ ἐκείνουν στὸν πρόναο τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τοὺς τόσους ἄλλους γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους νεκροὺς τοῦ Πειραιῶς…
Ποιός ὅμως, θά φρόντιζε νά τούς κάνῃ αὐτήν τήν χάρη; Κανείς!!!
Τοὺς ἔθαψαν ὅλους μαζὺ στὸ Νεκροταφεῖο τῆς Ἀναστάσεως μετὰ ἀπὸ 2-3 ἡμέρες. Τὶς φωτογραφίες τῶν τριῶν ἀστυφυλάκων τὶς εἶδα πρὸ 6ετίας περίπου, κρεμασμένες στὴν σειρὰ μαζὺ μὲ ἄλλων πεσόντων ἀστυνομικῶν στοὺς τοίχους ἐνὸς δωματίου τῆς ἀστυνομικῆς Διευθύνσεως Πειραιῶς καὶ ἔμεινα ἄναυδος. Τοὺς εἶδα καὶ εἰς τὸ Β’ Ἀστυνομικὸ Τμῆμα.
Ὃ ἀξιωματικὸς ὑπηρεσίας ὄρθιος ἐμπρὸς σ’ ἕνα σκονισμένο τραπέζι ὅπου δέσποζαν 2-3 κηροπήγια μᾶς εἶπε μὲ λίγα λόγια τὸν τομέα μας καὶ τὴν ἀποστολή μας.
– Νὰ σώσετε ζωὲς ποὺ θὰ εἶναι ἀκόμη παγιδευμένες στὰ ὑπόγεια κάτω ἀπὸ τὶς ἐρειπωμένες οἰκοδομές, νὰ ῥίξετε ἐτοιμοῤῥόπους τοίχους καὶ ὅσα αἰωροῦνται ἐπάνω στοὺς ἀνυπόπτους πολίτες, νὰ φράξετε πρόχειρα τὶς ἐκτιθεμένες περιοχὲς τῶν ἐμπόρων καὶ τῶν κατοίκων. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο σας. Γιὰ ἐργαλεῖα μὴν συζητᾶτε. Τὰ χέρια σας θὰ γίνουν ἀξίνες καὶ λοστοί, σφυριὰ καὶ φτυάρια. Τὰ μαντήλια σας ἐπίδεσμοι. Ὃ θεὸς μαζύ σας καὶ σᾶς εὐχαριστῶ.
– Ποῦ θά πᾶμε; Ῥώτησε ἕνας. Ποῦ εἶναι τά τετράγωνα αὐτά; Ὃ ἀξιωματικὸς βγῆκε στὸν ἐξώστη καὶ ἔδειξε τὰ τετράγωνα ποὺ εἶναι πρὸς τὸ θέατρο, ἀπὸ τὴν Φίλωνος ἕως τὴν Κολοκοτρώνη.
Ἔτσι βρεθήκαμε σὲ ἀδιαβάτους καὶ ἐπικινδύνους δρόμους. Πατούσαμε σὲ πέτρες καὶ ξύλα, σὲ λάσπες καὶ χώματα. Ὄρθιοι μισογκρεμισμένοι τοῖχοι στέκονταν δίπλα μας ἕτοιμοι νὰ πέσουν ἐπάνω μας στὸ πρῶτο φύσημα ἀνέμου. Στέγες διαλυμένες καὶ πατώματα γερμένα δῶθε-κεῖθε σημάδευαν ἐμᾶς. Στὰ καταστήματα ἔβλεπες τὰ σκονισμένα καὶ πλακωμένα ἐμπορεύματα ἀπὸ τὶς πεσμένες πλευρές. Ψηλὰ ἔβλεπες, πόρτες, κουζίνες, σαλόνια καὶ ἄλλα δωμάτια σὰν ἐξῶστες. Μιὰ ἀπόκοσμη μυρωδιὰ ἔσπαζε τὶς μύτες μας. Φρίκη καὶ μυρουδιὰ θανάτου παντοῦ.
– Ποῦ νά εἶναι οἱ ζωντανοί ἄνθρωποι; Δὲν ἀκούγεται κάτι. Οὔτε φωνὴ οὔτε ἀνάσα. Νεκρικὴ σιγὴ παντοῦ. Ὅλοι τεντώναμε τὰ αὐτιά. Ὅλοι μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς μας κατεβαίναμε σὲ ὑπόγειες πόρτες, ἐμβαίναμε στὰ μαγαζιὰ ἢ περνούσαμε ὀρθάνοικτες πόρτες. Ὅλοι νὰ σώσουμε ἔστω καὶ ἔναν. Οἱ ὦρες πέρασαν γρήγορα χωρὶς ἀποτέλεσμα. Σὲ λίγο θὰ νύκτωνε καὶ τὸ σκοτάδι θὰ ἔπεφτε μαῦρο καὶ βαρὺ σ’ ὅλον τὸν Πειραιᾶ. Ὃ συσκοτισμὸς ἤταν αὐστηρὸς καὶ ἡ κυκλοφορία δὲν ἐπιτρέπετο μετὰ τὴν δύση τοῦ ἡλίου.
Μὲ σανίδες καὶ ξύλα φράξαμε μερικὰ μαγαζιὰ καὶ ἀπὸ τὴν Βασ. Γεωργίου πήγαμε στὴν Ἀστυνομικὴ Δ/νση, ποὺ ἦταν σ’ ἕνα τριώροφο καινούριο κτίριο στὴν ὀδὸ Ἁγίου Κωνσταντίνου καὶ Σωτήρας. Ἤταν σκοτεινὰ ὅλα. Ψηλαφητὰ ἀνεβήκαμε τὶς σκάλες καὶ φτάσαμε στὸν διάδρομο τοῦ πρώτου ὀρόφου. Ἐκεῖ τὸ φῶς ἐνὸς κεριοῦ μᾶς ἄλλαζε τὴν ὄψι καὶ μᾶς μετέβαλε σὲ παράξενες σκιές.
Μαζευτήκαμε ὅλοι σ’ ἔνα σκοτεινὸ γραφεῖο καλὰ καμουφλαρισμένο μὲ μπλὲ χαρτὶ στὰ τζάμια. Τὸ φῶς τοῦ κεριοῦ ἔφθανε ἔως ἐμᾶς ἀπὸ τὴν ἀνοικτὴ πόρτα. Ἤμασταν ἀγνώριστοι, λασπωμένοι, βρεγμένοι καὶ κατάκοποι καὶ νηστικοί. Τότε ἦλθε ἀνάμεσά μας ὁ Διοικητής μας κ. Εὐάγγελος Καραμπέτσος. Εὐθυτενής, σοβαρός, μὲ τὴν θλίψι ζωγραφισμένη στό πρόσωπό του μας κύτταξε ὅλους καὶ μετὰ ὀλιγόλεπτη σιωπὴ μᾶς εἶπε:
– Ἢ Ἀστυνομία, ὅπως γνωρίζετε, πρὸ κειμένου νὰ ἀνταποκριθῇ εἰς τὸ καθῆκον της πρὸς τὸν Πολίτη καὶ τὴν Πατρίδα, εὑρίσκεται ὅλο τὸ 24ωρο κάθε ἡμέρας στὸ πόδι. Ὁ βομβαρδισμὸς τοῦ Πειραιῶς ἦτο μιὰ συμφορὰ γιὰ τοὺς Πολίτες του καὶ τοὺς περαστικούς. Δὲν ταιριάζει θρῆνος καὶ λιποψυχία, διότι τότε δὲν θὰ ἀνταποκριθοῦμε στὸ δύσκολο καὶ ξένο πρὸς τὰ καθήκοντά μας ἔργο.
» Ἀφοῦ ὅμως, ὄλες οἱ ὑπηρεσίες διελύθησαν καὶ αὐτὴ σχεδόν, ἡ Ἀστυνομία, ἐμεῖς, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ πολύπλευρο καὶ ὑπεύθυνο ἔργο μας, ἐγίναμε ἐκσκαφεῖς, κατεδαφισταί, τραυματιοφορεῖς, ἰατροί, νεκροφορεῖς. Ἐκάμαμε τὸ καθῆκον μας εἰς τὸ ἀκέραιον καὶ ἄλλοι ἔρχονται ἀπὸ τὴν Ἀθῆνα, διὰ τὶς νυκτερινὲς περιπολίες.
Ἐσεῖς θὰ πᾶτε σὲ λίγο στὸ Τμῆμα μας νὰ πλυθεῖτε καὶ νὰ ξεκουρασθεῖτε. Φαίνεται πὼς τὸ 1944, ἐπιφυλάσσει πολλὰ διὰ τοὺς «Ἕλληνας καὶ τὸ Ἀστυνομικὸ Σῶμα, τὸ ὁποῖον τόσο πιστὰ ὑπηρετοῦμε. Ὃ Θεὸς ὅμως εἶναι μεγάλος. Θέλω ἀπὸ ἐσᾶς, ἑνότητα, ἀλληλοβοήθεια, ἐμμονὴ εἰς τὸ καθῆκον, διότι ἔτσι θὰ ξεπεράσουμε ὄσο εἶναι δυνατὸν πιὸ ἀνώδυνα τὶς δοκιμασίες σὰν τὴν τωρινή. Σᾶς εὐχαριστῶ ὅλους σας καὶ σᾶς καληνυκτίζω».
Μᾶς ἔσφιξε ὅλων τὸ χέρι καὶ πῆγε στὸ διπλανὸ Γραφεῖο τοῦ ὑποδιευθυντοῦ. Χάθηκε μέσα στὸ σκοτάδι τοῦ δωματίου. Ἐμεῖς βγήκαμε στὴν ὀδὸ Ἀγ. Κωνσταντίνου ὅπου τὸ σκοτάδι ἤταν πιὸ βαθύ, ποὺ μύριζε κόλαση καὶ θανατικό. Μᾶς φόρτωσαν σ’ ἕνα φορτηγὸ καὶ σιγὰ-σιγὰ φύγαμε, χωρὶς νὰ βλέπουμε ἀπὸ ποῦ περάσαμε».
Βασίλης Παν. Κουτουζής
Δημοσιογράφος ερευνητής
31-12-10
Πηγές: Προσωπικές αφηγήσεις, δημοσιεύσεις.
ΠΗΓΗ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου