Είναι ελληνικά, γι΄ αυτούς!
Μια Κρητικιά από το Βύρωνα που μένει στα Σπάτα, αυτό είμαι.
Ένα πολτοποιημένο μείγμα, έτσι θέλουν να κάνουν τη ζωή μας, ομογενοποιημένη ζωή. Άχρωμη, άοσμη και άγευστη.
Αμ δε! Πού το βρήκαν;
Υπάρχει κάτι μέσα μας που λέγεται μνήμη και αντιδρά.
Για πέστε μου, κύριοι, εσείς που τα ισοπεδώσετε όλα, τα ριζιμιά χαράκια τα ξέρετε;
Θα τα μετοχοποιήσετε κι αυτά; Θα τα φορολογήσετε; Τεκμήρια και οι αετοφωλιές;
Στα ριζιμιά χαράκια, στις κορακιές, είναι το χωριό μου. Εκεί είναι τα χωράφια μου. Χω-ρά-φια και όχι αγροτεμάχια. Χωράφια, που αποτελούν τη συνέχεια της ιστορίας και του μόχθου των παππούδων μου.
Χωράφια, ούτε καν κτήματα, γιατί δε μου ανήκουν, πρέπει να τα παραδώσω στα παιδιά μου, μια και είναι κομμάτι της οικογενείας μας. Και κυρίως, δεν τεμαχίζονται.
Τεμαχίστε τη δική σας γη. Κάντε την φέουδα και γυρίστε στο Μεσαίωνα. Στο σύγχρονο Μεσαίωνα, με τις μετοχές και τις κεφαλαιοποιήσεις σας.
Εγώ, ακόμα κι αν μεγάλωσα στο Βύρωνα, που κι αυτόν τον νιώθω κομμάτι του εαυτού μου, ποτέ δεν έπαψα να είμαι Κρητικιά, κι ας ήταν η επαφή μου με την Κρήτη μόνο δεκαπέντε μέρες τα Χριστούγεννα, δεκαπέντε μέρες το Πάσχα και δυο μήνες το καλοκαίρι. Η αγάπη μου για το χωριό μου είναι μεγάλη και η λαχτάρα μου γι΄ αυτό μεγαλύτερη.
Σαφώς και δεν είναι η εμπορική αξία των χωραφιών μου - έτσι κι αλλιώς μικρή- που τα κάνει κομμάτι του εαυτού μου. Είναι ότι πρόκειται για τις ρίζες μου, τον ιδρώτα, τη συνέχεια της οικογένειάς μου… Είναι ένα κομμάτι της ύπαρξής μου.
Όπως μου άφησαν πίσω οι γιαγιάδες και οι παππούδες μου τα παραμύθια, τις ιστορίες της κατοχής, τις παιδικές και εφηβικές μου αναμνήσεις, έτσι μου άφησαν και τα χωράφια τους, σαν συνέχεια της ιστορία μας,
Φορολογήστε τα λοιπόν, φορολογήστε και κάθε παραμύθι που μου είπαν και κάθε ιστορία της κατοχής, γιατί αυτή είναι η πραγματική μου κληρονομιά.
Ελάτε, πάρτε τα λοιπόν, πάρτε τα αν μπορείτε…
Πάρτε, όμως, και τη μνήμη μου, αλλάξτε κι εμένα αν είναι μπορετό, γιατί, αλλιώς, δε θα καταφέρετε τίποτα.
Αλλά, μήπως αυτός είναι ο τελικός σας σκοπός; Μήπως θέλετε να ξεριζώσετε, να εκχερσώσετε καλύτερα, κάθε στοιχείο που μας συνδέει με την ιστορία και την παράδοσή μας, με τη συνέχειά μας;
Μήπως, λέω μήπως, δεν είμαστε και τόσο καλοί ευρωπαίοι καταναλωτές; Μήπως, από άκρη σε άκρη πάνω στη γη, θέλετε να μας βάλετε ένα κουστούμι, ένα καλούπι, μια στάνη για όλους; Λέω, μήπως;
Ε, λοιπόν, θα χάσετε κύριοι!
Τα ριζιμιά χαράκια είναι ριζωμένα καλά πάνω στη γη, ακλόνητα. Και έχει μια θέα εκεί πάνω! Ανοίγουν τα μάτια σου…
Πρέπει, λοιπόν, να εκχερσώσετε τον τόπο μου. Να μην αφήσετε κανένα ριζιμιό χαράκι. Να τα κάνετε όλα ίσιωμα, να μη βρίσκω ύψωμα να ανεβαίνω, ν΄ αγναντεύω το «κάλλος» του τόπου μου. Γίνεται; Δεν γίνεται!
Χάνεται ο Αφέντης Χριστός, γονατίζουν τα Αστερούσια, κουρσεύεται ο Ψηλορείτης, μόνο και μόνο επειδή το θέλουν οι ξένοι; Για ελάτε, απαντήστε μου.
Όσους φόρους και να βάλετε, όση προσπάθεια και να καταβάλετε, όσο υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν τη γη τους, τη συνέχειά τους, κάθε Τόμσον θα ωχριά.
Και, ναι, μένω στα Σπάτα, γιατί εκεί το περιβάλλον είναι οικείο, μου θυμίζει τη βλάστηση του τόπου μου και, ποτέ μα ποτέ, δε θα ξεχάσω το Βύρωνα που μεγάλωσα.
Απλά, πέρασα από την άλλη πλευρά του Υμηττού, χωρίς, όμως, να κόψω τις ρίζες μου με το δεύτερο τόπο μου.
Κι εγώ, σ’ αυτό, βλέπω μια συνέχεια που δεν έχω παραλείψει να μεταδώσω στα παιδιά μου.
Πού να καταλάβουν οι κυβερνώντες και οι δανειστές μας;
Ένα πολτοποιημένο μείγμα, έτσι θέλουν να κάνουν τη ζωή μας, ομογενοποιημένη ζωή. Άχρωμη, άοσμη και άγευστη.
Αμ δε! Πού το βρήκαν;
Υπάρχει κάτι μέσα μας που λέγεται μνήμη και αντιδρά.
Για πέστε μου, κύριοι, εσείς που τα ισοπεδώσετε όλα, τα ριζιμιά χαράκια τα ξέρετε;
Θα τα μετοχοποιήσετε κι αυτά; Θα τα φορολογήσετε; Τεκμήρια και οι αετοφωλιές;
Στα ριζιμιά χαράκια, στις κορακιές, είναι το χωριό μου. Εκεί είναι τα χωράφια μου. Χω-ρά-φια και όχι αγροτεμάχια. Χωράφια, που αποτελούν τη συνέχεια της ιστορίας και του μόχθου των παππούδων μου.
Χωράφια, ούτε καν κτήματα, γιατί δε μου ανήκουν, πρέπει να τα παραδώσω στα παιδιά μου, μια και είναι κομμάτι της οικογενείας μας. Και κυρίως, δεν τεμαχίζονται.
Τεμαχίστε τη δική σας γη. Κάντε την φέουδα και γυρίστε στο Μεσαίωνα. Στο σύγχρονο Μεσαίωνα, με τις μετοχές και τις κεφαλαιοποιήσεις σας.
Εγώ, ακόμα κι αν μεγάλωσα στο Βύρωνα, που κι αυτόν τον νιώθω κομμάτι του εαυτού μου, ποτέ δεν έπαψα να είμαι Κρητικιά, κι ας ήταν η επαφή μου με την Κρήτη μόνο δεκαπέντε μέρες τα Χριστούγεννα, δεκαπέντε μέρες το Πάσχα και δυο μήνες το καλοκαίρι. Η αγάπη μου για το χωριό μου είναι μεγάλη και η λαχτάρα μου γι΄ αυτό μεγαλύτερη.
Σαφώς και δεν είναι η εμπορική αξία των χωραφιών μου - έτσι κι αλλιώς μικρή- που τα κάνει κομμάτι του εαυτού μου. Είναι ότι πρόκειται για τις ρίζες μου, τον ιδρώτα, τη συνέχεια της οικογένειάς μου… Είναι ένα κομμάτι της ύπαρξής μου.
Όπως μου άφησαν πίσω οι γιαγιάδες και οι παππούδες μου τα παραμύθια, τις ιστορίες της κατοχής, τις παιδικές και εφηβικές μου αναμνήσεις, έτσι μου άφησαν και τα χωράφια τους, σαν συνέχεια της ιστορία μας,
Φορολογήστε τα λοιπόν, φορολογήστε και κάθε παραμύθι που μου είπαν και κάθε ιστορία της κατοχής, γιατί αυτή είναι η πραγματική μου κληρονομιά.
Ελάτε, πάρτε τα λοιπόν, πάρτε τα αν μπορείτε…
Πάρτε, όμως, και τη μνήμη μου, αλλάξτε κι εμένα αν είναι μπορετό, γιατί, αλλιώς, δε θα καταφέρετε τίποτα.
Αλλά, μήπως αυτός είναι ο τελικός σας σκοπός; Μήπως θέλετε να ξεριζώσετε, να εκχερσώσετε καλύτερα, κάθε στοιχείο που μας συνδέει με την ιστορία και την παράδοσή μας, με τη συνέχειά μας;
Μήπως, λέω μήπως, δεν είμαστε και τόσο καλοί ευρωπαίοι καταναλωτές; Μήπως, από άκρη σε άκρη πάνω στη γη, θέλετε να μας βάλετε ένα κουστούμι, ένα καλούπι, μια στάνη για όλους; Λέω, μήπως;
Ε, λοιπόν, θα χάσετε κύριοι!
Τα ριζιμιά χαράκια είναι ριζωμένα καλά πάνω στη γη, ακλόνητα. Και έχει μια θέα εκεί πάνω! Ανοίγουν τα μάτια σου…
Πρέπει, λοιπόν, να εκχερσώσετε τον τόπο μου. Να μην αφήσετε κανένα ριζιμιό χαράκι. Να τα κάνετε όλα ίσιωμα, να μη βρίσκω ύψωμα να ανεβαίνω, ν΄ αγναντεύω το «κάλλος» του τόπου μου. Γίνεται; Δεν γίνεται!
Χάνεται ο Αφέντης Χριστός, γονατίζουν τα Αστερούσια, κουρσεύεται ο Ψηλορείτης, μόνο και μόνο επειδή το θέλουν οι ξένοι; Για ελάτε, απαντήστε μου.
Όσους φόρους και να βάλετε, όση προσπάθεια και να καταβάλετε, όσο υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν τη γη τους, τη συνέχειά τους, κάθε Τόμσον θα ωχριά.
Και, ναι, μένω στα Σπάτα, γιατί εκεί το περιβάλλον είναι οικείο, μου θυμίζει τη βλάστηση του τόπου μου και, ποτέ μα ποτέ, δε θα ξεχάσω το Βύρωνα που μεγάλωσα.
Απλά, πέρασα από την άλλη πλευρά του Υμηττού, χωρίς, όμως, να κόψω τις ρίζες μου με το δεύτερο τόπο μου.
Κι εγώ, σ’ αυτό, βλέπω μια συνέχεια που δεν έχω παραλείψει να μεταδώσω στα παιδιά μου.
«Είναι ελληνικά γι΄αυτούς!»
Πού να καταλάβουν οι κυβερνώντες και οι δανειστές μας;
Μαριάννα Δαδκαλάκη
πηγη
ramnousia
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου