Σκάνδαλο για κατευθυνόμενες έρευνες του Χάρβαρντ από την βιομηχανία ζάχαρης
Η βιομηχανία της ζάχαρης χρημάτισε επιστήμονες, για να υποβαθμίσουν τη σύνδεση μεταξύ της ζάχαρης και των καρδιακών παθήσεων και
αντιστοίχως να υπερθεματίσουν την τις επιπτώσεις των κορεσμένων λιπαρών, ως τον βασικό υπαίτιο των καρδιακών προβλημάτων, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε χτες.
Τα “εσωτερικά έγγραφα” της βιομηχανίας ζάχαρης, που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα από έναν ερευνητή στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Σαν Φρανσίσκο και δημοσιεύθηκαν χθες στην επιστημονική επιθεώρηση JAMA Internal Medicine, δείχνουν ότι πέντε δεκαετίες έρευνας για το ρόλο της διατροφής στις καρδιακές παθήσεις, συμπεριλαμβανομένων πολλών που έχουν ισχύ μέχρι και σήμερα, μπορεί να έχουν “διαμορφωθεί” σε μεγάλο βαθμό από τη βιομηχανία της ζάχαρης.
“Κατάφεραν να εκτροχιάσουν τη συζήτηση σχετικά με τη ζάχαρη επί δεκαετίες”, δήλωσε ο Stanton Glantz, καθηγητής ιατρικής στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια και συγγραφέας της σχετικής έκθεσης στην επιθεώρηση JAMA.
Τα έγγραφα δείχνουν ότι μια εμπορική ομάδα που ονομάζεται το Ίδρυμα Ερευνών για την Ζάχαρη (Sugar Research Foundation), γνωστό σήμερα και ως Sugar Association, χρημάτισε τρεις επιστήμονες του Χάρβαρντ το ισοδύναμο περίπου 50.000 σε σημερινά δολάρια, προκειμένου να δημοσιεύσουν το 1967 μια αναθεώρηση έρευνας σχετικά με τη ζάχαρη, το λίπος και τις καρδιακές παθήσεις. Οι μελέτες που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο αυτής της “επιστημονικής” αναθεώρησης επιλέχθηκαν μία προς μία από το λόμπι της ζάχαρης, ώστε να ελαχιστοποιείται η σύνδεση μεταξύ της ζάχαρης και της υγείας της καρδιάς και ταυτόχρονα να επιρρίπτονται μεγαλύτερες “ευθύνες” στον ρόλο των κορεσμένων λιπαρών.
Παρά το γεγονός ότι αυτό το σκάνδαλο χρονολογείται πριν από σχεδόν 50 χρόνια, ακόμα και πιο πρόσφατες εκθέσεις δείχνουν ότι η βιομηχανία τροφίμων συνέχισε να επηρεάζει την επιστήμη της διατροφής, ανάλογα με τα εκάστοτε συμφέροντα του κάθε κλάδου/βιομηχανίας.
Πέρυσι, ένα άρθρο στην εφημερίδα The New York Times αποκάλυψε ότι η Coca-Cola, ο μεγαλύτερος παραγωγός ζαχαρούχων ποτών στον κόσμο, είχε δώσει εκατομμύρια δολάρια ως χρηματοδότηση για ερευνητές, που προσπάθησαν να υποβαθμίσουν τη σχέση μεταξύ των ζαχαρούχων ποτών και της παχυσαρκίας. Τον Ιούνιο, το Associated Press ανέφερε ότι η βιομηχανία γλυκισμάτων χρηματοδότησε μελέτες, οι οποίες “συμπέραναν” ότι τα παιδιά που τρώνε γλυκά έχουν την τάση να ζυγίζουν λιγότερο από ό,τι εκείνα που δεν τρώνε γλυκά!
Οι επιστήμονες του Χάρβαρντ και τα στελέχη της βιομηχανίας ζάχαρης, με τους οποίους “συνεργάστηκαν” δεν είναι πλέον εν ζωή. Ένας από τους επιστήμονες που χρηματίστηκε από τον κλάδο της ζάχαρης ήταν ο D. Mark Hegsted, ο οποίος πήγε έφτασε να γίνει επικεφαλής Διατροφής στο αμερικανικό υπουργείο Γεωργίας, όπου το 1977 βοήθησε να συντάξει τον βασικό οδηγό διατροφικών οδηγιών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών. Ένας άλλος ήταν ο δρ Fredrick J. Stare, πρόεδρος του τμήματος Διατροφής του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ.
Τι απαντάει η βιομηχανία της ζάχαρης
Σε μια ανακοίνωση Τύπου που απαντάει στην τελευταία έκθεση στην JAMA, το μόνο που είχε να πει η Sugar Association ήταν, ότι η αναθεώρηση του 1967, δόθηκε στη δημοσιότητα σε μια εποχή που τα ιατρικά περιοδικά δεν απαιτούσαν συνήθως από τους ερευνητές να αποκαλύπτουν τις πηγές χρηματοδότησής τους! Η New England Journal of Medicine (JAMA) ξεκίνησε να απαιτεί τέτοια στοιχεία το 1984.
Και συνεχίζει με τρόπο τουλάχιστον προκλητικό: “Η βιομηχανία ζάχαρης θα έπρεπε να ενεργεί με μεγαλύτερη διαφάνεια σε όλες τις ερευνητικές της δραστηριότητες”. Ακόμα κι έτσι, οι επικεφαλής του λόμπι της ζάχαρης υπερασπίστηκαν την χρηματοδότηση ερευνών λέγοντας ότι διαδραματίζει σημαντικό και ενημερωτικό ρόλο στην επιστημονική συζήτηση. Πρόσθεσαν, δε, ότι αρκετές δεκαετίες έρευνας έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ζάχαρη “δεν παίζει κάποιον μοναδικό ρόλο στην καρδιακή νόσο”, υπονοώντας ότι για τα καρδιακά προβλήματα ευθύνονται και άλλοι παράγοντες διατροφής και τρόπου ζωής. Αυτό βέβαια, δεν το αρνήθηκε ποτέ κανείς και αυτή η στάση της Sugar Association είναι απαράδεκτη.
Οι τελευταίες αποκαλύψεις είναι σημαντικές, επειδή η συζήτηση για τις σχετικές επιβλαβείς συνέπειες της ζάχαρης και των κορεσμένων λιπαρών συνεχίζεται μέχρι σήμερα, δήλωσε ο δρ Glantz. Για πολλές δεκαετίες, οι αξιωματούχοι υγείας στις ΗΠΑ ενθάρρυναν τους Αμερικανούς πολίτες να μειώσουν την πρόσληψη λίπους στην διατροφή τους, κάτι που οδήγησε πολλούς ανθρώπους να καταναλώνουν τρόφιμα χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά, αλλά υψηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη, γεγονός που κάποιοι ειδικοί εκτιμούν ότι οδήγησε στην σύγχρονη κρίση παχυσαρκίας.
“Ήταν κάτι πολύ έξυπνο που έκανε η βιομηχανία ζάχαρης, επειδή οι επιστημονικές αναθεωρήσεις, ειδικά αν δημοσιεύονται σε έγκριτα περιοδικά, τείνουν να διαμορφώνουν τη συνολική επιστημονική συζήτηση”, είπε ο δρ Glantz.
Ο δρ Hegsted χρησιμοποίησε την έρευνά του για να επηρεάσει τις διατροφικές συστάσεις της κυβέρνησης, η οποία “στιγμάτισε” το κορεσμένο λίπος ως την βασική αιτία της καρδιακής νόσου, ενώ ταυτόχρονα χαρακτήριζε σε μεγάλο βαθμό τη ζάχαρη ως προϊόν με “κενές θερμίδες”, που συνδέονται απλά με τη φθορά των δοντιών. Σήμερα, τα μέτρα κατά των κορεσμένων λιπαρών παραμένουν ο ακρογωνιαίος λίθος των διατροφικών κατευθυντηρίων γραμμών της αμερικανικής κυβέρνησης, αν και τα τελευταία χρόνια η Αμερικανική Ένωση για την Καρδιά (American Heart Association), ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) και άλλες παγκόσμιες υγειονομικές αρχές έχουν αρχίσει να προειδοποιούν ότι η υπερβολική ζάχαρη μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου.
Η δρ Marion Nestle, καθηγήτρια Διατροφής, Τροφίμων και Δημόσιας Υγείας στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, έγραψε ένα κύριο άρθρο που συνοδεύει τις αποκαλύψεις στην JAMA, στο οποίο ανέφερε ότι τα εν λόγω έγγραφα αποτελούν “πειστικές αποδείξεις ότι η βιομηχανία ζάχαρης είχε κινήσει την έρευνα, ώστε ρητά να απαλλάξει τη ζάχαρη ως σημαντικό παράγοντα κινδύνου για τη στεφανιαία νόσο”.
Ο δρ Walter Willett, πρόεδρος του Τμήματος Διατροφής στην Σχολή Δημόσιας Υγείας T. H. Chan του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, ανέφερε ότι τα συγκρουσιακά συμφέροντα έχουν αλλάξει σημαντικά από το 1960, αλλά ότι τα έγγραφα της βιομηχανίας αποτελούν μια υπενθύμιση του “γιατί η έρευνα θα πρέπει να βασίζεται στη δημόσια χρηματοδότηση και όχι ανάλογα στην εκάστοτε βιομηχανία”. Άποψη, η οποία, θεωρητικά, μπορεί επίσης να θεωρηθεί στοχευμένη, προκειμένου να πιεστεί η κυβέρνηση των ΗΠΑ να αυξήσει την κρατική χρηματοδότηση στις επιστημονικές έρευνες…
Ο δρ Willett ανέφερε επίσης ότι οι ερευνητές είχαν περιορισμένα δεδομένα για την εκτίμηση των σχετικών κινδύνων από τη ζάχαρη και το λίπος. “Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα που έχουμε σήμερα, έχουμε δείξει ότι οι επεξεργασμένοι υδατάνθρακες και κυρίως τα ζαχαρούχα ποτά, είναι παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο, αλλά και ότι ο τύπος του διαιτητικού λίπους είναι επίσης πολύ σημαντικός”, δήλωσε χαρακτηριστικά.
Πώς στήθηκε η σκευωρία υπερ της ζάχαρης
Η έκθεση της JAMA βασίστηκε σε χιλιάδες σελίδες αλληλογραφίας και άλλων εγγράφων που ο Cristin Ε. Kearns, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, ανακάλυψε στα αρχεία του Χάρβαρντ, του πανεπιστημίου του Ιλινόις και άλλων βιβλιοθηκών.
Τα έγγραφα δείχνουν ότι το 1964, ο John Hickson, κορυφαίο στέλεχος της βιομηχανίας ζάχαρης, συζήτησε ένα σχέδιο μαζί με άλλους στη βιομηχανία για να κατευθύνει την κοινή γνώμη “μέσα από την επιστημονική, τις πληροφορίες και άλλα νομοθετικά προγράμματα”.
Εκείνη την εποχή, μελέτες είχαν αρχίσει να δείχνουν μια σχέση μεταξύ της διατροφής με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη και των υψηλών ποσοστών καρδιακών παθήσεων στις ΗΠΑ. Παράλληλα, άλλοι επιστήμονες ερευνούσαν μια ανταγωνιστική θεωρία, ότι το κορεσμένο λίπος και η διαιτητική χοληστερόλη αποτελούσαν τον μεγαλύτερο κίνδυνο για καρδιακή νόσο.
Ο κ. Hickson πρότεινε να αντικρούσουν τα ανησυχητικά συμπεράσματα κατά της ζάχαρης με μια χρηματοδοτούμενη έρευνα από την ίδια της βιομηχανία. “Έτσι, θα δημοσιεύσουμε δικά μας δεδομένα και θα αντικρούσουμε τους επικριτές μας”, έγραψε σε κομμάτι της αλληλογραφίας που ανακαλύφθηκε τώρα.
Το 1965, ο κ Hickson είχε στρατολογήσει ερευνητές του Χάρβαρντ, για να γράψουν μια κριτική που θα κατέρριπτε τις μελέτες κατά της ζάχαρης. Τους κατέβαλε συνολικά 6500 δολάρια (το ισοδύναμο των 49.000 δολαρίων σήμερα). Ο κ Hickson επέλεξε ο ίδιος εκείνες τις έρευνες που “έχριζαν αναθεώρησης” και κατέστησε σαφές στους ερευνητές, ότι ήθελε το αποτέλεσμα να ευνοεί τη ζάχαρη.
Ο δρ Hegsted από το Χάρβαρντ διαβεβαίωσε τότε τα στελέχη της ζάχαρης: “Γνωρίζουμε πολύ καλά το ιδιαίτερο ενδιαφέρον σας και θα σας καλύψουμε όσο και όπως μπορούμε”, όπως φαίνεται σε δικό του έγγραφο.
Καθώς προχωρούσαν την “έρευνά” τους, οι ερευνητές του Harvard μοιράζονταν και συζητούσαν τα πρώτα προσχέδια της τελικής έκθεσης με τον Hickson, ο οποίος έλεγε αν ήταν ευχαριστημένος με αυτό που έγραφαν. Οι επιστήμονες του Χάρβαρντ είχαν απορρίψει τα δεδομένα για τη ζάχαρη ως “αδύναμα” και έδιναν πολύ μεγαλύτερη “αξιοπιστία” στα δεδομένα κατά του κορεσμένου λίπους.
ΠΗΓΗ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου