Σακανόε Νο Ταμουραμάρο ο Μαύρος Σογκούν και ο Μεγάλος Ταξιδευτής

shogun




Ο Σακανόε Νο Ταμουραμαρο γεννήθηκε στο 758 μΧ. Ήταν ο γιος του άρχοντα των Αϊνοὐ του Ματσουμάε, της νοτιότερης πόλης του Χοκάιντο. Σε μικρή λοιπόν ηλικία κινδύνεψε να πεθάνει μετά την επίθεση των Ιαπὡνων. 'Μπήκε μέσα του ο ταξιδευτής, μεγάλωσε, αντριώθηκε και έφυγε νότια. Έφερε το απαράμυλο σφρίγος και το στρατιωτικό νου της μεγαλύτερης στρατιωτικής ιδιοφυΐας που περπάτησε ποτέ στην Γη και είχε όλη την τέχνη και την μαεστρία του Πάμμαχου, που διδάχτηκε από τους Αϊνού, αλλά και του Νιν Ζίτσου, που
διδάχτηκε από τους Μισναβάχ, που εκπαίδευαν τους Αϊνού επί αιώνες.
Ο νεαρός Σακανόε πήγε στο Κιότο και σαν γιος άρχοντα μπήκε στην αυτοκρατορική φρουρά. Τα χρόνια κύλησαν και οι Αϊνού παρακινούμενοι από τους Μισναβάχ ξεσηκώθηκαν εναντίον των Ιαπώνων με σκοπό την κυριαρχία αρχικά στη βόρεια Ιαπωνία και αργότερα σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Αυτό τουλάχιστον ήταν τα σχέδια της Μαύρης Αδελφότητας.

Ο Ταμουραμάρο, δεν ανεχότανε την χειραγώγηση των Αϊνού από τους Μισναβάχ, και γι' αυτό ήταν υπέρμαχος της έμμεσης καταστολής της εξέγερσης των 'Εμισι, όπως έλεγαν τους Αϊνού εκείνη την εποχή. Ο αρχηγός των Μισναβάχ που ηγήτο της επανάστασης ήταν ο Οοτσούκα Νο Κίμι Ατερούι. Οι επιδρομές των Μισναβαχ και των Αϊνού ήταν πλέον καθημερινές και ο αυτοκρατορικός στρατός υποχωρούσε παντού, αφού δεν γνώριζε πώς να αντιμετωπίσει τον ανορθόδοξο πόλεμο των Μισναβαχ. Λόγω της καταγωγής του, προέταθη τότε ο Ταμουραμαρο στον αυτοκράτορα Καν Μου να ηγηθεί του εκστρατευτικού σώματος των Ιαπώνων στον βορρά για να κατασταλεί η "Μαύρη Δύναμη" που "έπινε το αίμα" του λαού.
Ο Ταμουραμάρο, έχοντας μέσα του την μεγαλύτερη στρατιωτική ιδιοφυΐα όλων των εποχών είχε σαν κεντρικό σκοπό την καταστολή της προσπάθειας των Μπαχομέχ να καταλάβουν την Ιαπωνία και να την μετατρέψουν σε δύναμη παγκόσμιας κυριαρχίας. Ταυτόχρονα όμως, ήξερε ότι έπρεπε να εξασφαλίσει το "ιερό σπαθί" (Το λεγόμενο "ιερό σπαθί" είναι το γιαπωνέζικο σπαθί που φυλασσόταν στον Μανταμάδο της Λέσβου.), το Ντότζι Τζίρι, τον φονέα των τεράτων.
ΓΙΟΥΚΑΡΑ Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ (απόσπασμα από τα Έπη των Αϊνού που απευθύνονται στον πρώτο σαμουράι Σακανόε Νο Ταμουραμάρο)
Έπεφταν τα φύλλα τα κόκκινα. 'Επεφταν αργά.
Σκέπασαν τα πάντα. Το χιόνι απείχε ακόμη.
Τα ξύλα τα μαζεύαμε με τον πατέρα.
Κάθε φθινόπωρο μαζεύαμε, μέχρι να
γεμίσουμε τα υπόστεγα της αυλής. Και
μετά ερχότανε το χιόνι.
Το περίμενα πως και πως Το λατρεύει.
Ο πατέρας όμως δεν συμφωνούσε. Τον εμπόδιζε
στα ταξίδια του. Έλειπε τακτικά για τις δουλειές
του αυτοκράτορα. Όπως τότε, που ήρθαν
οι κακοί Ιάπωνες, βασάνισαν την μητέρα
και μετά με πέταξαν στη φωτιά. Τότε
κόντεψα να πεθάνω. Τότε ήταν που
σώθηκα από εκείνο τον άγνωστο
που κατέλαβε το σώμα μου. Από
εκείνη τη στιγμή ζούσα και δεν ζούσα.
Μιλούσα και δεν ήμουν εγώ. Δεν έχω
παράπονο. Αυτά που έζησα, αυτό
που ζήσαμε με τον ανεξέλεγκτο
από εμένα ξένο ήταν ξεχωριστά.
Από την μέρα που άρχισα σιωπηλά χωρίς να
έχω γνώμη και έλεγχο να τον κουβαλάω
και να κάνει αυτός ότι θέλει, ήξερα, ότι
μεγάλα πράγματα θα ζήσω. Πριν μεγαλώσω
και φύγω για το Νότο δεν άγγιξα σπαθί. Τόσο
ο πατέρας μου, όσο και ο αδελφός μου γνώριζαν
την τέχνη του σπαθιού. Ο άλλος που
έλεγχε τη ζωή μου, δεν άφηνε να αγγίξω
κανένα σπαθί. · Όταν φύγαμε για το Νότο,
το σώμα μου έκανε πράγματα που δεν
μπορούσα να πιστέψω. Και όταν έγινα στρατηγός
κάνεις δεν μπορούσε να μου αντισταθεί
Γυρίσαμε με στρατό στα
πάτρια εδάφη και πολεμἡσαμε
τους πατρὡους φτερωτούς δασκάλους
της τέχνης του κρυφού πολέμου.
Και τους νίκησε με το
θεϊκό σπαθί, που φτιάχτηκε
γι αυτόν.
Και τη λαβή του
τη σκάλισε η γυναίκα που
αυτός διάλεξε, που αυτός
αγκάλιαζε.
Κι εγώ απλά υπήρχα
και ήξερα και έβλεπα και γνώμη
δεν είχα.
Ήμουνα εκεί όταν του έδωσαν
το σπαθί.
Το θεϊκό σπαθί.
Μια το έβλεπα ατσάλινο
Μια το έβλεπα πύρινο.
Στις μάχες του βορρὰ.
άλλα έβλεπαν οι στρατιώτες.
άλλα μπορούσα να βλέπω εγώ
εξ αιτίας εκείνου.
Έμενα σιωπηλός, ανήμπορος και
εκείνος ήταν τόσο μόνος
Δεν μιλούσε σε κανέναν
Μόνο σε κείνη.
Σε εκείνη που τον είχε Κερδίσει (Στην Τακάκο Ντόι)





ΠΗΓΗ 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις