To πείραμα της Monopoly
Κάπου όλοι μας τους έχουμε εντοπίσει: ο κακομαθημένος και αγενής πλούσιος πελάτης, ο αλαζονικός νεαρός με τα έτοιμα λεφτά και το σπορ αμάξι, ακόμα και η έλλειψη τακτ όταν οι ίδιοι μας οι φίλοι μας κερδίζουν στα χαρτιά. Είναι τελικά χειρότερη η συμπεριφορά των πλουσίων; Μια πρόσφατη έρευνα από το Πανεπιστήμιο Berkeley της Καλιφόρνια, εντόπισε μια σαφή σύνδεση ανάμεσα στο ύψος του πλούτου που κατέχουμε από τη μια και την αδιαφορία για τα συναισθήματα του συνανθρώπου μας από την άλλη. Η έρευνα διεξάγεται υπό την
καθοδήγηση του Paul Piff, κοινωνικού ψυχολόγου με έντονο ενδιαφέρον στο πώς το χρήμα επηρεάζει την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Η ερευνητική ομάδα διεξήγαγε μια σειρά πειραμάτων για να προσδιορίσει το πώς ο πλούτος επηρεάζει τη συμπεριφορά των πλουσίων προς τους λιγότερο πλούσιους συνανθρώπους τους. Σε ένα από αυτά τα τεστ, η ομάδα του Piff έβαλε 100 ζευγάρια αγνώστων ανθρώπων μεταξύ τους, να παίξουν Monopoly. Με το σύστημα “κορόνα ή γράμματα”, αποφασίστηκε ποιος από τους δύο θα βαφτιζόταν “πλούσιος”. Η εξέλιξη των παιχνιδιών ήταν έτσι σχεδιασμένη ώστε να ευνοεί φανερά και σε όλες τις περιπτώσεις τον βαφτισμένο ως “πλούσιο”.
Για παράδειγμα, ο “πλούσιος” έπαιρνε διπλάσια χρήματα κάθε φορά που περνούσε από την αφετηρία και έριχνε δύο φορές τα ζάρια αντί για μια, κινούμενος έτσι ταχύτερα. Κρυφές κάμερες κατέγραφαν το παιχνίδι και τις αντιδράσεις των παικτών. Σταδιακά, η γλώσσα και τα σχόλια των “πλούσιων” παικτών άλλαζε…φαινόταν να αποκτούν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, να κάνουν θόρυβο με το πιόνι τους, ακόμα και να το χτυπούν κάτω με δύναμη και θόρυβο κάθε φορά που έπαιζαν. Σημάδια που υποδηλώνουν τάσεις κυριαρχίας άρχιζαν να εμφανίζονται, μαζί με ανάλογες μη-λεκτικές συμπεριφορές-στοιχεία ενδεικτικά της αίσθησης δύναμης και κυριαρχίας που διακατείχε τους “πλούσιους” παίκτες.
Ακόμα και η κατανάλωση των επιτραπέζιων σνακ που επίτηδες είχαν τοποθετηθεί δίπλα στη Monopoly, ήταν αυξημένη σε σχέση με τους “φτωχούς” συμπαίκτες τους. Όσο το παιχνίδι εξελισσόταν, οι “πλούσιοι” παίκτες γίνονταν πιο αγενείς, λιγότερο ευαίσθητοι στις “οικονομικές δυσκολίες” των συμπαικτών τους, επιδείκνυαν τα χρήματά τους και υπερθεμάτιζαν σχετικά με το πόσο καλά τα είχαν καταφέρει. Ενώ εμψύχωναν τον εαυτό τους να τα πάει ακόμα καλύτερα, καταρράκωναν το ηθικό των “φτωχών” συμπαικτών, αποπαίρνοντάς τους, νιώθοντας οι ίδιο άτρωτοι.
Το πιο ενδιαφέρον σημείο όμως του πειράματος, εντοπίστηκε όταν το παιχνίδι με τη Monopoly ολοκληρώθηκε. Κι αυτό διότι οι επιδράσεις δεν έπαψαν αυτοστιγμεί-αντιθέτως συνεχίστηκαν…Μόλις έληξαν τα 15 λεπτά παιχνιδιού που είχαν τεθεί ως όριο, ζητήθηκε από τους παίκτες να μιλήσουν για την εμπειρία τους από το παιχνίδι. Οι “πλούσιοι” παίκτες εξηγούσαν το γιατί κέρδισαν “δικαίως” στο (πειραγμένο κατά τα άλλα) παιχνίδι της Monopoly αναφερόμενοι στις “επιτυχημένες” τους κινήσεις, ξεχνώντας εντυπωσιακά γρήγορα το πόσο ευνοημένοι υπήρξαν εξαρχής, μόνο και μόνο επειδή η ρίψη του νομίσματος τους ώθησε προνομιακά στο παιχνίδι. Το εύρημα είναι εντυπωσιακό και δείχνει το πώς αντιλαμβάνεται το μυαλό μας την ύπαρξη προνομίων, πόσο δεδομένα τα θεωρεί-και συνεπώς πόσο εύκολα ξεχνά την ύπαρξή τους, αποδίδοντας τις όποιες επιτυχίες μας αποκλειστικά στη δική μας προσπάθεια.
Σύμφωνα με τον Piff, η περίπτωση της Monopoly λειτουργεί άριστα ως παραλληλισμός και εργαλείο κατανόησης της ιεραρχικής δομής της κοινωνίας, όπου κάποιοι εφοδιάζονται με κύρος και πλούτο, ενώ κάποιοι άλλοι όχι. Ωστόσο, η συγκεκριμένη έρευνα δεν είναι η μόνη που μελετά την ιεραρχική δομή των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Πληθώρα μελετών και ερευνών έχει δείξει πως οι περισσότερο εύποροι έχουν την τάση να θεωρούν ηθικά αποδεκτή την απληστία ως κάτι θετικό, καθώς και να αποδέχονται πλήρως και χωρίς επιφυλάξεις μια στάση απόλυτης ιδιοτέλειας.
Η ομάδα του Berkeley μελέτησε ένα τυχαίο δείγμα ανθρώπων με συμπεριφορά φιλική προς την κοινωνία και τους άλλους. Στόχος ήταν να διερευνηθεί κατά πόσο ήταν πιθανότερο να πρόκειται για πλούσιους ή για φτωχούς ανθρώπους. Σε κάθε άτομο δόθηκαν 10 δολάρια και είχε τις εξής επιλογές: μπορούσε να κρατήσει το ποσό για τον εαυτό του ή να το μοιραστεί με κάποιον ξένο που δε θα τον συναντούσε ποτέ. Η πορεία των χρημάτων καταγράφηκε με ακρίβεια και μετά την ανάλυση των αποτελεσμάτων βρέθηκαν τα εξής: άτομα με ετήσιο εισόδημα μεταξύ 15.000 και 25.000 δολαρίων το χρόνο, έδωσαν κατά μέσο όρο το 44% περισσότερα χρήματα από όσους έβγαζαν από 150.000 έως 200.000 δολάρια το χρόνο.
Σε ένα άλλο πείραμα, παρατήρησαν την οδική συμπεριφορά ενός αριθμού οδηγών και κατέληξαν στο συμπέρασμα πως οι οδηγοί ακριβών αυτοκινήτων παρουσίαζαν μεγαλύτερες τάσεις παραβίασης του ΚΟΚ: για παράδειγμα, σταματούσαν λιγότερες φορές στις διαβάσεις πεζών, ενώ οι οδηγοί λιγότερο ακριβών αυτοκινήτων σταματούσαν περισσότερες φορές. Διαπιστώθηκε λοιπόν ένας σαφής συσχετισμός ανάμεσα στο ύψος της τιμής του αυτοκινήτου και την τάση του οδηγού να παραβιάσει τους νόμους που αφορούν την οδική κυκλοφορία.
Μια ανάλογη μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι πλουσιότεροι έχουν αυξημένη πιθανότητα να ψεύδονται σε διαπραγματεύσεις, να επιδοκιμάζουν και να εγκρίνουν ανήθικες συμπεριφορές στο χώρο εργασίας, να χρηματίζονται και να λένε ψέματα στους πελάτες. Ο Piff σπεύδει ωστόσο να διευκρινίσει πως αυτού του τύπου οι συμπεριφορές δεν αφορούν φυσικά αποκλειστικά και μόνο τους πλούσιους ανθρώπους. “Όλοι οι άνθρωποι βιώνουν μια εσωτερική πάλη ανάμεσα στο προσωπικό τους συμφέρον και στο συμφέρον των άλλων”, αναφέρει σχετικά. Το κοινό συμπέρασμα των μελετών αυτών είναι πως, όσο πιο πλούσιος είναι, τόσο πιθανότερο είναι να διαμορφώσει μια αντίληψη προσωπικής επιτυχίας και επιτευγμάτων που θα πραγματοποιούνται εις βάρος των ανθρώπων του περίγυρού του.
ΠΗΓΗ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου