Ποιος κερδίζει όταν κατρακυλούν τα νομίσματα παγκοσμίως;
Σε όλο τον κόσμο, τα νομίσματα καταρρέουν, με τις κυβερνήσεις να ποντάρουν στις ευεργετικές παρενέργειες.
του Πάτρικ Γκιλέσπι
Το βραζιλιάνικο ρεάλ έχει χάσει 28% της αξίας του έναντι του δολαρίου μόνο φέτος. Η τουρκική λίρα είναι μείον 20%, το κολομβιανό πέσο μείον 23% και η ινδονησιακή ρουπία μείον 11% έναντι του δολαρίου, κι όλα αυτά μέσα στο 2015.
Αυτές οι τάσεις μπορεί να είναι
ανησυχητικές. Όμως, μια χαμηλότερη νομισματική αξία είναι κάτι που μερικές χώρες στην πραγματικότητα επιδιώκουν να έχουν.
Η Κίνα, για παράδειγμα, υποτίμησε το γουάν κατά 2% τον προηγούμενο μήνα – η σημαντικότερη νομισματική κίνησή της εδώ και δύο δεκαετίες. Οι ειδικοί πιστεύουν ότι το βασικό κίνητρο ήταν να γίνουν οι εξαγωγές της χώρας πιο ελκυστικές σε διεθνείς αγοραστές.
Είναι δεδομένο ότι ένα αδύναμο νόμισμα μπορεί να δώσει ώθηση στις εξαγωγές, οι οποίες με τη σειρά τους μπορούν να «ανεβάσουν» μια ολόκληρη οικονομία.
«Δεν θα μου κάνει εντύπωση αν σε δύο χρόνια από τώρα θα λέμε ότι αυτή η αποδυνάμωση των νομισμάτων άνοιξε το δρόμο για μια καλύτερη οικονομική απόδοση» λέει ο Νιλ Σίρινγκ, επικεφαλής οικονομολόγος στην Capital Economics.
Όμως, βραχυπρόθεσμα, ένα νόμισμα σε πτώση είναι και μια αντανάκλαση αδυναμίας της εκάστοτε χώρας.
Οι δραματικές πτώσεις νομισμάτων παγκοσμίως φέρνουν στον νου το φάντασμα της ασιατικής χρηματοπιστωτικής κρίσης του 1997, η οποία ξεκίνησε με την υποτίμηση του ταϊλανδέζικου μπατ που έχασε 20% της αξίας του σε μια μόλις μέρα. Αυτή η κρίση είχε παγκόσμια αντήχηση, στέλνοντας σε ιστορικά χαμηλά τα χρηματιστήρια και την επενδυτική εμπιστοσύνη στην περιοχή για πάνω από μια δεκαετία.
Τι κρύβεται όμως πίσω από τις πρόσφατες νομισματικές μειώσεις; Το τελευταίο κύμα τους συνδέεται με τη δραματική πτώση στην τιμή των εμπορευμάτων, σε αντίθεση με την κρίση του ταϊλανδέζικου μπατ που τροφοδοτήθηκε από μια φούσκα στην αγορά ακινήτων.
Πολλές χώρες, όπως η Βραζιλία, εξαρτώνται άμεσα από την εξαγωγή εμπορευμάτων όπως ο σίδηρος, ο χαλκός, η σόγια και το πετρέλαιο. Σχεδόν όλα αυτά τα εμπορεύματα έχουν δει τις τιμές τους να αγγίζουν ιστορικά χαμηλά εξαετίας, εξαιτίας της μειούμενης ζήτησης – ιδιαίτερα από την Κίνα.
Η επιβράδυνση της Κίνας έχει βάλει φρένο στη ζήτηση για φυσικούς πόρους, που προηγουμένως φαινόταν ακόρεστη.
Και τα νομίσματα χάνουν την αξία τους παράλληλα με τη μείωση των τιμών των εμπορευμάτων.
Επίσης, οι επενδυτές παγκοσμίως διστάζουν να μεταπηδήσουν από το δολάριο σε ένα άλλο νόμισμα υψηλότερου κινδύνου και λόγω της εν δυνάμει αύξησης των επιτοκίων από τη Fed.
Αν διαχειριστούν σωστά την κατάσταση, οι χώρες αυτές θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη στο μέλλον με δύο τρόπους:
Ένα πιο αδύναμο νόμισμα καθιστά φτηνότερες και ελκυστικότερες τις εξαγωγές σε ξένους αγοραστές.
Ένα πιο αδύναμο νόμισμα καθιστά τις εισαγωγές ακριβότερες και λιγότερο ελκυστικές για τους πολίτες της χώρας, οι οποίοι ενθαρρύνονται να αγοράσουν τοπικά παραγόμενα αγαθά.
Αυτές οι δύο μεταβολές δίνουν ώθηση στο εξαγωγικό εμπόριο, τονώνουν τη ζήτηση για εγχώρια προϊόντα, και συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη.
ΠΗΓΗ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου