Εκτίμησαν την ανθρώπινη ζωη 175 δραχμές . Ένα σημείωμα-ειδοποίηση εξευτελισμού


2



Εκτίμησαν την ανθρώπινη ζωή… 175 δραχμές – Ένα σημείωμα-ειδοποίηση εξευτελισμού
Ένα σημείωμα-ειδοποίηση εξευτελισμού της ανθρώπινης ζωής, έρχεται να…
αποκαλύψει σήμερα τον εμπαιγμό που εφάρμοσαν από την πρώτη στιγμή οι γερμανικές κυβερνήσεις σε συνεργασία με τις ελληνικές, αναφορικά με τις επανορθώσεις στην ελληνική επικράτεια και στις πόλεις και στα χωριά που «έσπειραν» τον θάνατο και την
καταστροφή. Και είναι ένα δείγμα πόσο κοστολογούσαν το 1975 οι απόγονοι των ναζί και οι Έλληνες και μετά τον πόλεμο θερμοί συνεργάτες τους, τον όλεθρο που προκάλεσαν στην ανθρώπινη ύπαρξη χωρίς να συνυπολογίζουν τα όσα δεινά ακολούθησαν στις οικογένειες των θυμάτων από εκεί και μετά…
Στα τέλη Μαΐου του 1976, λοιπόν, ο Κώστας Κοκονάς, εν ενεργεία τότε αστυνομικός σε τμήμα της Χωροφυλακής στην Αθήνα, έλαβε από την μητέρα του Αγγελική που ζούσε στο Γερακάρι Αμαρίου, στο χωριό του «Κέντρους» με τα περισσότερα θύματα στα ολοκαυτώματα των οκτώ οικισμών, την ειδοποίηση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Ν.Δ. 4178/61) με την οποία καλούνταν να προσέλθει στο υποκατάστημα της Τράπεζας της Ελλάδας στο Ρέθυμνο για να εισπράξει το ποσό των 175 δραχμών (!!!) για την εκτέλεση του πατέρα του Νικήστρατου στις ομαδικές εκτελέσεις του οικισμού…

1

ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΔΩΣΙΛΟΓΙΣΜΟΥ

Όμως, το πλέον εξοργιστικό που ξεφεύγει κάθε όριο λογικής είναι ότι η εντολή πληρωμής (αριθμ. 74073) αφορούσε στην «καταβολή υμίν ποσοστού 4% της επιδικασθείσης γερμανικής αποζημιώσεως, συμφώνως προς τας διατάξεις του Ν.Δ. 4178/61…» και είχε ελληνική… βούλα, αυτή του διευθυντή του Γενικού Λογιστηρίου Διον. Κουδιγκέλη, δείγμα υποταγής των εγχώριων κυβερνητικών παραγόντων και προκλητικότητας ταυτόχρονα των «εν κρυπτώ» πολιτικών συμφωνιών δωσιλογισμού που είχαν επιτευχθεί μεταξύ των κυβερνήσεων Ελλάδας και Γερμανίας.
Στην ειδοποίηση-εμπαιγμό, ο Κώστας Κοκονάς, έντονα φορτισμένος, αρνήθηκε επιμόνως να προσέλθει για την είσπραξη, όμως κράτησε το ιστορικό σημείωμα και το φυλάσσει ως κόρη οφθαλμού, απόδειξη για τη στάση που τήρησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις σε ένα πελώριο εθνικό θέμα. Ευτυχώς, η υπόθεση τα τελευταία χρόνια με τη αφύπνιση και συστράτευση του πληθυσμού, άρχισε να «ζεσταίνεται» και οι διεκδικήσεις να ξεφεύγουν από τα ελληνικά σύνορα και να γίνονται με συνεχείς αγώνες, πρωτίστως, για λόγους ηθικής…
Ακόμα και σήμερα που ο κ. Κοκονάς ξεδιπλώνει με δυσκολία από αγανάκτηση και συγκίνηση συνάμα (έχοντας στη μνήμη του την εικόνα του πατέρα του), το σημείωμα του εξευτελισμού, αδυνατεί να πιστέψει πώς ελληνική κυβέρνηση τόλμησε να απευθυνθεί στους
απογόνους των θυμάτων των γερμανικών θηριωδιών, και να τους καλέσει να εισπράξουν τη νέα ταπείνωση. «Είναι αδιανόητο και μόνο στη σκέψη να μας υποτιμούν τόσο στυγνά», υποστηρίζει ο ίδιος. «Έτσι κοστολογούσαν οι Γερμανοί και οι ελληνικές Αρχές τη ζωή του πατέρα μου και του κάθε πατέρα, αδερφού και τέκνου;». Φυσικά, και «αρνήθηκα να πάω και τους χάρισα την κοροϊδία που τόσο προκλητικά με κάλεσαν να εισπράξω από το ταμείο τους», λέει φανερά εκνευρισμένος, με την στάση που τήρησαν οι κυβερνήσεις της χώρας. «Ήταν μια άνευ προηγουμένου προσβολή σε μένα και στην οικογένειά μας και βέβαια τους την επέστρεψα…», είπε για την απάντηση που τους έδωσε.

HTAN EΜΠΑΙΓΜΟΣ…

Στην κόλαση της 22ας Αυγούστου 1944 στο Γερακάρι, είναι γνωστό, κάθε κάτοικος που έφερε το επίθετο Κοκονάς και συλλαμβανόταν, για την αντιστασιακή δράση της οικογένειας κατά διαταγή των Αρχών κατοχής, χωρίς διαδικασία, στήνονταν απέναντι από τα γερμανικά πυρά και εκτελούνταν.
Σημειώνει: «Εμένα σκότωσαν τον πατέρα μου, σκότωσαν τον αδερφό του, σκότωσαν συνολικά δέκα Κοκονάδες, μας εξόντωσαν για να μας αφανίσουν οι Γερμανοί», συνεχίζει. «Έστειλαν την ειδοποίηση στη μάνα μου Αγγελική και αυτή μου την ταχυδρόμησε στην Αθήνα που υπηρετούσα τότε. Ανοίγοντας τον φάκελο και διαβάζοντας την πρόσκληση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, δεν μπορώ να σας περιγράψω πώς ένιωσα! Ήταν αγανάκτηση για τον εμπαιγμό της ίδιας της πατρίδας μου στις οικογένειες που έχασαν τους ανθρώπους τους και έμειναν μόνοι και απροστάτευτοι στους πέντε δρόμους.
Δεν μπορεί κανείς να αντιληφθεί πώς έζησε και πώς πέρασε ένα παιδί 14 χρόνων που ήμουνα εγώ, χωρίς τον πατέρα του, τον προστάτη του σπιτιού, με εφτά αδέρφια και από αυτά τα τέσσερα ήταν μικρότερα από μένα. Θα μπορούσα να πάω τότε να εισπράξω τις 175 δραχμές που τις είχα ανάγκη, γιατί ο μισθός μου ήταν ένα χιλιάρικο. Όμως, δεν πήγα και ούτε φυσικά πέρασε από το μυαλό μου ποτέ τέτοια σκέψη γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι αποδέχομαι τον εμπαιγμό εξαγοράς της ζωής του πατέρα μου. Μα δεν εξαγοράζεται η ζωή του πατέρα μου, δεν μπορούσε να γίνει αυτό!»




ΠΗΓΗ 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις