Το μοναδικό χρυσό νόμισμα με πορτραίτο του Μέγα Αλέξανδρου;
Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (CNRS-ENS). Και δεν είναι το μόνο, που έχει να καταθέσει.
Η παρουσία του σε ταραχώδεις περιοχές του Αφγανιστάν και του Πακιστάν τον συνδέει με την ανακάλυψη νομισμάτων, που φέρουν ονόματα άγνωστων έως πρότινος Ελληνο-ινδών βασιλιάδων, με τον εντοπισμό αρχαίων Ελληνικών πόλεων, καθώς και με την εξερεύνηση ενός θησαυρού νομισμάτων 4 τόνων, από τους μεγαλύτερους που έχουν βρεθεί ποτέ.
Ο δρ. Μποπεράτσι ήρθε πρόσφατα στην Ελλάδα για να εγκαινιάσει την έκθεση «Τα Ελληνικά βασίλεια της Βακτρίας και της Ινδίας» στο Νομισματικό Μουσείο, που θα διαρκέσει ως τις 16 Ιουνίου 2014.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ μίλησε με τον ερευνητή, που σαν σύγχρονος «Ιντιάνα Τζόουνς» ψάχνει στα παζάρια της Κεντρικής και Νότιας Ασίας, αλλά και σε ιδιωτικές συλλογές, ενώ εμπορικοί οίκοι τον καλούν συχνά για να εκτιμήσει την αυθεντικότητα αρχαίων νομισμάτων. Αυτά που ανακαλύπτει συχνά ξεπερνούν τη φαντασία, όπως το χρυσό νόμισμα (μετάλλιο) με τον Μέγα Αλέξανδρο.
Ωστόσο, η γνησιότητά του έχει αμφισβητηθεί από ορισμένους ερευνητές, τέσσερις για την ακρίβεια, όπως αναφέρει ο δρ. Μποπεράτσι.
«Στη Μάχη του Υδάσπη το 326 π.Χ., ο Αλέξανδρος είχε να αντιμετωπίσει έναν στρατό από 250.000 ελέφαντες, οι οποίοι έρχονταν κατά μέτωπο. Ο ίδιος δεν είχε ελέφαντες, παρά μόνο ιππικό. Έκανε λοιπόν κάτι πολύ ευφυές:
Ένα τμήμα του ιππικού επιτέθηκε στη μέση και άλλα δύο από τα πλάγια. Οι ελέφαντες μέσα στη σύγχυσή τους άρχισαν να κάνουν σαν τρελοί, πετώντας και ποδοπατώντας τους Ινδούς στρατιώτες. Δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις ελέφαντες αν δεν είσαι ιδιοφυΐα και ο Αλέξανδρος ήταν» τονίζει.
Σε έναν σωρό νομισμάτων 4 τόνων, που αποτελούνταν από 550.000 νομίσματα (από τον 5ο αι. π.Χ. ως και τον 2ο αι. μ.Χ.), καθώς και από άλλα αντικείμενα, χρυσά, επίχρυσα, ασημένια, ένας πραγματικός θησαυρός, ο οποίος αναδύθηκε μέσα από ένα μεγάλο πηγάδι στο χωριό Mir Zakah του ανατολικού Αφγανιστάν.
Ήταν η δεύτερη φορά που το συγκεκριμένο πηγάδι «έβγαζε» θησαυρό. Η πρώτη ήταν το 1947, όταν βρέθηκαν περίπου 30.000 νομίσματα, τα οποία κατέληξαν στο Εθνικό Μουσείο της Καμπούλ, από όπου εκλάπησαν το 1993 με την καταστροφή του.
Η δεύτερη ήταν το 1992 και, όπως λέει ο καθηγητής, το «απόθεμά» του δεν έχει τελειώσει, ωστόσο κανείς δεν μπορεί να το προσεγγίσει με ασφάλεια, καθώς βρίσκεται σε μια από τις πιο ταραγμένες περιοχές του πλανήτη. Όσο για τον λόγο που τόσα πολλά πολύτιμα αντικείμενα βρέθηκαν στο βυθό ενός πηγαδιού, που έχει το μέγεθος μικρής λίμνης, μόνον εικασίες μπορούν να ειπωθούν.
Ίσως η πιο πειστική είναι αυτή που αναφέρεται σε αρχαίους συλητές, οι οποίοι αφού λεηλάτησαν παλάτια και ανάκτορα, έκρυψαν τους θησαυρούς τους στη λίμνη, όπου, για άγνωστους λόγους, δεν επέστρεψαν ποτέ.
Το πρώτο και πιο άμεσο που μπορούσα να κάνω ήταν να καταλάβω τη σύνθεση του θησαυρού. Υπό κατάσταση εξαιρετικής πίεσης, άρχισα να τα ταξινομώ σε ομάδες, ανάλογα με τις κοπές τους: ινδικά, ελληνικά, ινδο-ελληνικά, ινδό-σκυθικά, της δυναστείας των Κουσάν. Μελετώ τα νομίσματα των δύο θησαυρών του Mir Zakah από το 1983. Το γεγονός αυτό με έχει σημαδέψει.
Είναι ανείπωτη χαρά για μένα να μπορώ να δημοσιεύω νέους τύπους νομισμάτων και να συζητώ θέματα σχετικά με τη σημασία της νομισματικής κυκλοφορίας στην Ινδία και στην Κεντρική Ασία.
Ταυτόχρονα όμως είναι και κατάρα να ξέρω ότι τα περισσότερα από αυτά τα νομίσματα είτε χάθηκαν για πάντα είτε κατέληξαν σε ιδιωτικές συλλογές στις οποίες δεν υπάρχει πρόσβαση. Το ενδιαφέρον πάντως είναι ότι το χρυσό μετάλλιο βρέθηκε σε αυτό τον θησαυρό και το δημοσίευσα. Σήμερα ανήκει σε συλλέκτη, ο οποίος σκοπεύει κάποια στιγμή να το δωρίσει σε μουσείο» δηλώνει.
Ο δρ. Μποπεράτσι έχει κι άλλα εκπληκτικά πράγματα να διηγηθεί. Μεταξύ αυτών, η ανακάλυψη αρχαίων ελληνικών πόλεων σε περιοχές του Πακιστάν, όπως εκείνη που εντοπίστηκε συμπτωματικά από τον ίδιο στο χωριό Σαράι Σαλέχ του Χαριπούρ.
«Βρισκόμουν στο παζάρι του Πεσαβάρ όταν έμαθα ότι βρέθηκε ένας θησαυρός στο Σαράι Σαλέχ. Είχαν αρχίσει οι εκσκαφές για το χτίσιμο του τάφου ενός μουλά, όταν η μπουλντόζα χτύπησε κάτι μεταλλικό, ένα δοχείο μέσα στο οποίο βρίσκονταν 2.500 νομίσματα -τα περισσότερα από τα οποία κατάφερα να δημοσιεύσω. Μόλις πήγα στην περιοχή κατάλαβα ότι πρόκειται για ελληνο-ινδική πόλη.
Απευθύνθηκα άμεσα στους συναδέλφους μου στο πανεπιστήμιο του Πεσαβάρ και τους πρότεινα να ξεκινήσουν ανασκαφές, κάτι που έγινε. Και πράγματι, βρέθηκε μια Ελληνο-ινδική πόλη, που χρονολογείται μεταξύ 2ου αι. π.Χ. και 1ου αι. μ.Χ., με κεραμική και κτίρια παρόμοια με εκείνα που υπάρχουν στην πόλη Τάξιλα, η οποία ανασκάφτηκε τη δεκαετία του '30 από τον Σερ Τζον Μάρσαλ» αναφέρει.
Τα εξαιρετικά ευρήματα ωστόσο συνεχίζονται, καθώς οι νομισματικές έρευνες του δρ. Μποπεράτσι τον έχουν οδηγήσει στην αποκάλυψη ονομάτων δεκάδων Ελλήνων βασιλιάδων, άγνωστων μέχρι πρόσφατα, που κυβέρνησαν ως τα τέλη του 1ου αι. π.Χ. στη Βακτρία και στην Ινδία, δηλαδή βόρεια και νότια του Ινδικού Καυκάσου.
Πρόκειται για τις περιοχές που γεωγραφικά σήμερα τοποθετούνται δυτικά του Αφγανιστάν (Βακτρία), ανατολικά του Αφγανιστάν και βόρεια του Πακιστάν όσον αφορά τα ελληνο-ινδικά βασίλεια.
Όπως εξηγεί ο ίδιος στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, «αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Ιουστίνος και ο Πολύβιος, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονταν και τόσο για τη μακρινή αυτή περιοχή, αναφέρουν μόνον επτά βασιλιάδες. Ο Διόδοτος, ο Ευθύδημος και ο Δημήτριος ήταν μεταξύ αυτών. Ερευνώντας όμως τα νομίσματα, ανακύπτουν συνολικά 45 ηγεμόνες, όπως ο Λυσίας, ο Στράτων, ο Απολλόδωτος, ο Ιππόστρατος και ο Ηλιόδοτος, καθώς τα ονόματά τους είναι γραμμένα σε αυτά».
Όσο για τη γλώσσα των επιγραφών τους, οι εκδοχές ήταν δύο. Οι βασιλιάδες της Βακτρίας «έκοβαν» νομίσματα στην Ελληνική γραφή, καθώς οι λαοί της περιοχής γνώριζαν ελληνικά. Τα νομίσματα που κυκλοφόρησαν νότια του Ινδικού Καυκάσου έφεραν δίγλωσσες επιγραφές: Ελληνικά στην εμπρόσθια όψη και Πράκριτ, δηλαδή αρχαία ινδικά, στην οπίσθια, καθώς οι λαοί της περιοχής δεν μιλούσαν ελληνικά.
Παράδειγμα δίγλωσσης επιγραφής είναι το χρυσό τετράγωνο νόμισμα με τον βασιλιά Ηλιόδοτο (περίπου 50 π. Χ.), ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον εύρημα που εντοπίστηκε πρόσφατα στο ινδικό Κασμίρ και μελέτησε ο κ. Μποπεράτσι.
Στην εμπρόσθια όψη υπάρχει το πορτραίτο του ηγεμόνα και η επιγραφή «ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΗΛ(Ι)ΟΔΟΤΟ(Υ)» που επαναλαμβάνεται σε γλώσσα Πράκριτ (γραμμένη σε αλφάβητα βράχμι και χαρόστι) στην οπίσθια όψη, όπου απεικονίζεται ο Ηρακλής, όρθιος και κατά μέτωπο, να στεφανώνει τον εαυτό του με το δεξί χέρι και με το αριστερό να κρατά φοίνικα και ρόπαλο, ενώ η λεοντή του κρέμεται πάνω από τον ώμο.
«Ο Ηλιόδοτος βγήκε από την αφάνεια και προστέθηκε στους άλλους 44 ηγεμόνες οι οποίοι έγιναν γνωστοί από τα νομίσματα, μια ακόμα απόδειξη ότι η ιστορία των Ελληνο-Ινδών είναι πρωτίστως μια νομισματική ιστορία», επισημαίνει ο ερευνητής. Ταυτόχρονα δεν παραλείπει να τονίζει την τεράστια επίδραση που είχε ο ελληνικός πολιτισμός στους λαούς της περιοχής (σημερινό Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν κλπ.).
«Ακόμα και όταν η Ελληνική ισχύς στην Ινδία ήρθε στο τέλος της (περίπου το 20 μ. Χ.), το ελληνικό αλφάβητο χρησιμοποιήθηκε για ακόμα δύο αιώνες. Επιπλέον, από την ελληνική μυθολογία ο βουδισμός δανείστηκε θεούς, όπως ο Ηρακλής και ο Διόνυσος. Οι Έλληνες είχαν τεράστια επίδραση στους λαού αυτούς, τόση που δεν μπορούμε να φανταστούμε» καταλήγει.
Πηγές: ΑΠΕ-ΜΠΕ, news247
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου