Τα νυφοκάραβα της Αυστραλίας – Οι νύφες για τους Έλληνες μετανάστες
Το καλοκαίρι του 1956, το υπερωκεάνειο «Κυρήνεια», που εκτελούσε τακτικά τα μεταναστευτικά δρομολόγια προς την Αυστραλία, σήκωνε άγκυρες για να
αποπλεύσει από το λιμάνι του Πειραιά για την Μελβούρνη, έχοντας στο κατάστρωμα, 650 ελληνόπουλα ηλικίας 23 έως 36 ετών, που ξενιτεύονταν στην χώρα που τους υποσχόταν καλύτερο μέλλον.
Κουνούσαν τα μαντήλια με ανάμικτα αισθήματα, πόνου και λύπης που άφηναν πίσω τους συγγενείς και φίλους, λύτρωσης και ικανοποίησης που πραγματοποιούσαν το όνειρο τους να φύγουν από τη μιζέρια και τη φτώχεια και ν’ αντικρύσουν τον υποτιθέμενο επίγειο παράδεισο…
Έτσι λοιπόν, τα νιάτα της πατρίδας μας έτρεχαν να γραφούν στους καταλόγους των βαποριών με το επαγγελματικό χαρτί, το ιατρικό και το διαβατήριο στα χέρια, για να πάνε στη χώρα που τους υποσχόταν τα πάντα, την Αυστραλία. Έτσι νόμιζαν…
Τα κορίτσια στην Αυστραλία ήταν αναλογικά πολύ λιγότερα από τα αγόρια, 1,4:2 έλεγαν οι στατιστικές, που δεν ήθελαν να παντρευτούν με μετανάστες… Όμως η ανισομέρεια, η αριθμητική υπεροχή των ανδρών στην κοινωνική ζωή, έφερε οξύτατα προβλήματα που εμφανίσθηκαν με την μορφή της πορνείας των σεξουαλικών επιθέσεων και βιασμών. Οι πανέξυπνοι Ιταλοί εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση, δημιουργώντας τους… τροχοφόρους οίκους ανοχής, προσφέροντας έρωτα στους διψασμένους και απελπισμένους μετανάστες.
Το υπερωκεάνειο «Κυρήνεια» γεμάτο Έλληνες μετανάστες φτάνει στην Μελβούρνη…
Όμως ο πόθος των Ελλήνων μεταναστών να βρούν μία σύντροφο και να δημιουργήσουν οικογένεια, τους έκανε να στρέψουν την προσοχή τους πίσω, στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, να γράψουν στους δικούς τους, στους φίλους τους, σε κορίτσια που γνώρισαν στα σχολεία και ήταν ελεύθερα… Εκθείαζαν στις επιστολές τους τον τόπο που τους δέχθηκε και τον παρουσίαζαν ως τον επίγειο παράδεισο, για να πείσουν έτσι τις υποψήφιες νύφες να πλάσουν όνειρα, τοποθετώντας τον εαυτό τους μέσα στο παραδεισένιο περιβάλλον που περιέγραφε ο υποψήφιος γαμπρός… Έτσι προσπαθούσαν να βρούν το ταίρι τους…
Σιγά, σιγά, κάποια γραφεία συνοικεσίων, πήραν την υπόθεση στα χέρια τους. Έβαζαν αγγελίες στον Τύπο για το ταξίδι στο όνειρο… Και μέσα σε λίγο καιρό, τα … «νυφοκάραβα», όπως τα ονόμασαν, γεμάτα με κορίτσια από την Ελλάδα, ξεκινούσαν με ένα βαλιτσάκι γεμάτο όνειρα, από τον Πειραιά, για το ταξίδι της ζωής τους την Αυστραλία, όπου θα έσμιγαν με τους εργένηδες Έλληνες να γίνουν ζευγάρια…
Γενική έφοδος των γαμπρών που ανυπόμονοι ορμούν στο «νυφοκάραβο» να βρούν το κορίτσι τους…
Μετά από ταξίδι που διαρκούσε περίπου ένα μήνα, οι αθώες ψυχούλες των διψασμένων για μια ανθρώπινη ζωή, αντίκριζαν τη «Γή της Επαγγελίας» . Και όταν έδενε το βαπόρι αντίκριζαν με αγωνία τις εκατοντάδες των καλοντυμένων ανδρών στην προκυμαία, που μέσα σ’ αυτούς βρισκόταν ο «καλός» τους… Πριν ανοίξουν οι μπουκαπόρτες του βαποριού, αντί να κατέβουν αυτές, ορμούσαν ασυγκράτητοι οι ανυπόμονοι υποψήφιοι γαμπροί, για να βρουν και ν’ αγκαλιάσουν την μέλλουσα γυναίκα τους. Κι εκείνες, που η καρδιά τους κόντευε να σπάσει, κρατούσαν ψηλά τη φωτογραφία του αγαπημένου τους και την έδειχναν για να τις αναγνωρίσουν…
Βρήκε τη μέλλουσα αρραβωνιαστικιά. Χαμόγελα, αγκαλιές, ευτυχία και για τους δύο. Ίσως και για όλη τους τη ζωή….
Οι πρώτοι μετανάστες ήταν …πειρατές
Ανατρέχοντας στο απώτερο παρελθόν, προπομπός όλων των μεταναστών, ήταν ο υδραίος ναυτικός Δαμιανός Γκίκας, που – καθώς λέγεται- μεταφέρθηκε στο Σύδνεϋ το 1802 από εγγλέζικο πολεμικό ως εξόριστος με την κατηγορία του πειρατή. Επίσης, το 1828, με τις ίδιες κατηγορίες εστάλησαν από την βρετανική δικαιοσύνη επτά υδραίοι ναυτικοί. Επισήμως ως ελεύθερος μετανάστης στο Σύδνεϋ έφτασε το 1838 ο ναυτικός Ιωάννης Παναγιώτου (Τζών Πήτερς) και ως πρώτη γυναίκα η ηπειρώτισσα Αικατερίνη Πλέσσα το 1853. Τα Δωδεκάνησα ήταν ο μεγάλος τροφοδότης μεταναστών. Αν σήμερα το Καστελλόριζο έχει 200 ή 250 κατοίκους, στην Αυστραλία ξεπερνούν τις 10.000!
ΠΗΓΗ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου