Οι Έλληνες ηθοποιοί και καλλιτέχνες που πολέμησαν το 1940 (φωτό)
Πολλοί πνευματικοί άνθρωποι της εποχής έδωσαν το «παρών» στην πρώτη γραμμή του μετώπου του του Ελληνοϊταλικού Πολέμου του 1940-1941. Ο Οδυσσέας Ελύτης πολέμησε στο Αλβανικό Έπος 1940-41, στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Προσβλήθηκε από τύφο και τελικά
διασώθηκε από θαύμα, όπως ο ίδιος ομολογεί.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο Ελύτης κατατάσσεται ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου του Α’ Σώματος Στρατού. Στις 26 Φεβρουαρίου 1941 μεταφέρεται με βαρύ κοιλιακό τύφο στο νοσοκομείο Ιωαννίνων κι έπειτα από περιπετειώδη πορεία καταλήγει στην Αθήνα.
Αλβανία, κακουχίες στα λασπωμένα χιόνια των βουνών, οιμωγές θανάτου, πείνα, υποχώρηση, αρρώστιες, γερμανική εισβολή, κατοχή, θυσίες, περηφάνεια, αντίσταση, προδοσία…
Από μια συνέντευξη του Οδυσέα Ελύτη στο φοιτητικό περιοδικό “Πανσπουδαστική” με τίτλο “Έζησα το θαύμα της Αλβανίας” το 1965, διαβάζουμε:
“Προσωπικά εσείς, σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός, τι κάνατε στον αγώνα;
Τι να έκανα εγώ, ένα χαλασμένο παιδί της Αθήνας. Με κόπο ανυπολόγιστο, κατάφερα να είμαι απλώς συνεπής προς την αποστολή μου. Αλλά είδα στο πρόσωπο των στρατιωτών μου τη λάμψη που είναι ικανός ο Ελληνισμός ν’ αναδύσει όταν πιστεύει στο δίκιο του. Και γνώρισα από πολύ κοντά την αψηφισιά του θανάτου, την ακατάβλητη θέληση της ζωής που έγινε τελικά και δική μου.
Στο μέτωπο, αρρώστησα από βαρύτατο τύφο. Τα νερά που πίναμε, όπου βρίσκαμε, ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήτανε μολυσμένα. Χωρίς να γνωρίζω τι έχω, χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια κα με ζώο σε βατόδρομο και να διακομισθώ στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων.
Έμεινα εκεί σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά. Με είχανε αποφασίσει αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου. Θυμάμαι, ότι αρνήθηκα να με μεταφέρουν στο μικρό θάλαμο των ετοιμοθανάτων, όπως κάποιο άλλο βράδυ αρνήθηκα πεισματικά να κοινωνήσω και να εξομολογηθώ στον παπά που μου φέρανε, όταν η κρίση της αρρώστιας έφτασε στο κατακόρυφο. Μόλις αρχίζανε οι βομβαρδισμοί, ανοίγανε το διπλανό μου παράθυρο -μη σπάσουν τα τζάμια και τιναχτούν επάνω μου- και φεύγανε όλοι στα καταφύγια. Έτσι πέρασα όλες τις τρομερές πρώτες μέρες της γερμανικής επιθέσεως. Κατάμονος, σ’ έναν έρημο θάλαμο, και γεμάτος πληγές από την απόλυτη ακινησία.
Και την ημέρα που κρίθηκε ότι είχα γλυτώσει και άρχισε να υποχωρεί ο πυρετός, ήρθε η διαταγή να εκκενωθεί το Νοσοκομείο. Με βάλανε όπως-όπως σ’ ένα φορείο, που το χώσανε σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο.
Η φάλαγγα από τα Γιάννενα ως το Αγρίνιο πυροβολήθηκε οχτώ φορές από τα “στούκας”. Οι φαντάροι τρέχανε στα χωράφια, όμως εγώ ήταν αδύνατον να σταθώ όρθιος έστω και για μια στιγμή. Τελικά στο Αγρίνιο, με παρατήσανε σ’ ένα πεζούλι και φύγανε. Μια καλή κοπέλλα, εθελοτής νοσοκόμος με άλλη αποστολή, με βοήθησε κα μ’ έσυρε ως το υπόγειο μιας καπναποθήκης, όπου σωριάστηκα κι έμεινα τρεις μέρες (…) Οι γιατροί στην Αθήνα τρίβανε τα μάτια τους. Σύμφωνα με την Επιστήμη, θα έπρεπε με την πρώτη παραμικρή μετακίνηση να πάθω εντερορραγία και να τελειώσω (…) αν “έζησα το θαύμα” σώθηκα και από ένα θαύμα.”
Η συμμετοχή του Ελύτη στον ελληνοϊταλικό πόλεμο το χειμώνα του 1940-41 έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ποιητική και ιδεολογική του διαμόρφωση και σήμανε την αρχή μιας νέας περιόδου στην πνευματική του πορεία. Η εμπειρία του πολέμου ώθησε τον Ελύτη να στραφεί πιο άμεσα προς την ιστορία και το συλλογικό αίσθημα στο έργο του.
Πολύ αργότερα, όταν ο πόλεμος ήταν μια μακρινή ανάμνηση από το παρελθόν, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος είχε πει σε συνέντευξή του: ”Δεν ξεχνιούνται όσα χρόνια και αν περάσουν. Πώς να σβήσει από τη μνήμη μου η εξόρμησις στο ύψωμα του Αγ. Αθανασίου στη Χειμάρα; Ανεβήκαμε με χέρια και πόδια, πολεμώντας με πέτρες. Είχα, θυμάμαι, πέντε φυσίγγια επί 20 ώρες. Εκεί που είχαμε σκαρφαλώσει, δεν μπορούσαν να μας φτάσουν τα μεταγωγικά. Κι εμείς πολεμούσαμε με πέτρες”. Ο Παπαγιανόπουλος βγήκε ζωντανός από την πρώτη γραμμή του μετώπου και μετά τη συνθηκολόγηση επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Διακοφτό, με το μόνο διαθέσιμο μέσο. Τα πόδια του…
Ο Λάμπρος Κωσταντάρας τραυματίστηκε σε μάχη και όταν έγινε καλά στα μετόπισθεν, ζήτησε να τον ξαναστείλουν στην πρώτη γραμμή.
Από το Μέτωπο, από αριστερά στη φωτογραφία όρθιοι: Δ. Γαλερίδης (δημοσιογράφος), Γεώργιος Καρτάλης (υπουργός), Δ. Θιβαδόπουλος ( καθηγητής), Γεώργιος Θεοτοκάς ( συγγραφέας), Συμεόνογλου (βιομήχανος) Κώστας Μάγερ (δημοσιογράφος). Καθιστοί: Ευ. Μαγκλιβέρας (βαρύτονος), Λάμπρος Κωνσταντάρας (ηθοποιός) Κώστας Σάμιος ( τενόρος) και Τσαλίκης (έμπορος).
Η φωτογραφία απεικονίζει τον Γιάννη Τσαρούχη με στρατιωτικά ρούχα να κρατά εικόνα της Παναγίας το 1941. Σύμφωνα με μαρτυρία του ίδιου του Γ. Τσαρούχη, ο οποίος πολέμησε στο ελληνοαλβανικό μέτωπο του ’40, τις τελευταίες μέρες του πολέμου της Αλβανίας, ακούστηκε ένα περίεργο νέο, η Παναγία παρουσιάστηκε σ’ έναν ανθυπασπιστή και αυτός την νόμισε για Αλβανίδα κατάσκοπο, και πήγε να την πυροβολήσει. Αυτή σήκωσε την παλάμη της να τον σταματήσει και τού είπε: ”Μη χτυπάς. Ένα έχω να σου πω: τη Λαμπρή θα είσαστε στα σπίτια σας”.
Αμέσως δόθηκε διαταγή να χτιστεί εκκλησία στο μέρος που παρουσιάστηκε η Παναγία, ή μάλλον να επισκευαστεί ένας γκρεμισμένος μύλος. Ο διοικητής της μονάδας είπε σε έναν ανθυπολοχαγό να βγάλει τη συγκεκριμένη φωτογραφία.
Η εικόνα που κρατά στα χέρια του ο Γ. Τσαρούχης απεικονίζει την Παναγία με το Χριστό και στο κάτω μέρος τα θαύματά της. Αριστερά τον ανθυπασπιστή που πάει να πυροβολήσει την Παναγία και τους στρατιώτες που πάνε να χτίσουν το μύλο για να τον κάνουνε εκκλησία. Την ζωγράφισε μετά από διαταγή του διοικητή για να κοσμήσει το τέπλο της εκκλησίας.
ΠΗΓΗ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου