Συνέντευξη από έναν… βρικόλακα.
Δεν έχει περάσει ούτε χρόνος, από το τελευταίο μου ταξίδι στην Γερμανία. Εκεί, εκτός από το επαγγελματικό κομμάτι της επισκέψεως μου, είχα χρόνο να περιπλανηθώ σε διάφορες πόλεις, να γνωρίσω κόσμο και μάλιστα πολύ περίεργο.
Ένα βράδυ λοιπόν, μετά από μία συναυλία της ροκ και μέταλ σκηνής, βρέθηκα μαζί με φίλους να πίνουμε μπύρες σε μια μπυραρία του είδους, κάπου στο Αμβούργο. Εκεί πιάσαμε
την κουβέντα, με το άτομο που μας σύστησε και εντέλει μας οδήγησε στην εν λόγω μπυραρία. Ήταν ένας Γερμανός μικρής ηλικίας (31 ετών), μαζί με την κοπέλα του.
Μιλώντας αρκετή ώρα, ήρθε η στιγμή που το μαγαζί έπρεπε να κλείσει, γιατί ως γνωστών, τέτοια είδους μέρη κλείνουν σχετικά νωρίς εκεί, δεν είναι όπως στην χώρα μας. Μιλώντας με το νεαρό αυτό ζευγάρι, που πλέον ήταν στην παρέα μας (4 άτομα), ρωτήσαμε που μπορούμε να πάμε και να συνεχίσουμε την κατανάλωση μπύρας σε κάποιο μαγαζί, μέχρι πρωίας αν ήταν δυνατόν. Ο Μάρκος, είπε ότι δεν ξέρει κάποιο, αλλά η κοπέλα του τον πρόδωσε… Λίγο η ζάλη του ποτού, λίγο ο ενθουσιασμός μίλησε για ένα μέρος που λεγόταν Άντερ… ακόμα θυμάμαι να λέει στα αγγλικά, «lets go under, under is the place».
Ο Μάρκος σάστισε για λίγο, παίρνοντας ένα σοβαρό και νευριασμένο ύφος. Ενώ, τα έψαλε στην κοπέλα του μιλώντας γρήγορα και κοφτά γερμανικά. Το όλο σκηνικό δεν κράτησε περισσότερο από 2 λεπτά και ο Μάρκος επέστρεψε στην ηρεμία ανάβοντας ένα τσιγάρο. Μας είπε πως υπάρχει ένα μέρος, αλλά δεν ξέρει αν είμαστε έτοιμοι να πάμε.
Δεν ρωτήσαμε πολλά, διότι δεν μας ένοιαζε. Θέλαμε απλά να συνεχίσουμε την διασκέδαση μας και είπαμε στο ζευγάρι να μας πάνε και όλα τα ποτά θα ήταν κερασμένα από μας. Ο Μάρκος γέλασε και μας είπε ότι δεν είναι αυτό το θέμα, απλά ξαναείπε ότι δεν ξέρει, αν είμαστε έτοιμοι. Τον ρώτησα γιατί το λέει αυτό, καθώς δεν φαινόταν να μας κάνει πλάκα, και μου είπε ότι πρόκειται για ένα μέρος που μπορούμε να βρούμε από άφθονο αλκοόλ μέχρι και «περίεργες ουσίες». Ο μόνος ενδοιασμός του, ότι το μέρος αυτό ήταν για κλειστό κύκλο ατόμων και σε περίπτωση που πηγαίναμε να προσέχαμε την συμπεριφορά και στάση μας και να μην λέμε πολλά ούτε να κοιτάμε περίεργα, καθώς αν μας έβαζε μέσα δεν θα είχε καμία ευθύνη για ότι γινόταν.
Μόλις μας είπε όλα αυτά, η παρέα διχάστηκε. Εγώ μαζί με ένα φίλο θέλαμε να πάμε, ενώ οι άλλοι διαφωνούσαν λέγοντας ότι θα επιστρέψουν στο ξενοδοχείο.
Για να μην τα πολυλογώ, έτσι συνέβη. Μόνο εγώ μαζί με έναν φίλο, ακολουθήσαμε το ζευγάρι. Στο δρόμο ο Μάρκος μεταξύ σοβαρού κι αστείου μας είπε, ότι πάμε σε ένας μέρος που δεν είναι επικίνδυνο, απλά μαζεύει περίεργο και ιδιόρρυθμο κόσμο. Κυρίως «γκόθικ» άτομα.
Περπατώντας περίπου μισή ώρα, ανάμεσα σε στενά, φτάσαμε έξω από ένα σοκάκι που το σφράγιζε μια στενή αλλά ψηλή καγκελόπορτα. Μόλις την άνοιγες, περπατούσες ένα ένα στενό το οποίο οδηγούσε σε ένα ξέφωτο ακαλύπτου. Τριγύρω τοίχοι από παλιές πολυκατοικίες. Υπήρχε μόνο μία πόρτα, σε ένα κτήριο δίχως πρόσοψη. Αυτή ήταν η είσοδος.
Επρόκειτο λοιπόν για ένα δυσεύρετο μέρος, καθώς δεν υπήρχε πουθενά μαρκίζα ή κάποιο άλλο σημάδι για να το βρεις. Μπαίνοντας από την πόρτα που προανέφερα, υπήρχε ένα μικρό γραφειάκι στο οποίο καθόταν ένας τύπος, με άλλον έναν παραδίπλα του. Ο Μάρκος, μίλησε με τους κυρίους αυτούς και στη συνέχεια ζητώντας να βγάλουμε λεφτά, «λαδώσαμε» ας το πω έτσι, αφού δεν πήραμε απόδειξη ή κάποιο ενδεικτικό απόκομμα εισόδου και κινηθήκαμε, προς τον διάδρομο που βρισκόταν μπροστά. Στο τέλος του, υπήρχε μια καλά σφραγισμένη πόρτα. Χτυπώντας την, μας άνοιξε ένας θεόρατος τύπος που μας έδειξε, τα σκαλοπάτια τα οποία έπρεπε να κατεβούμε. Ήταν ένα, επιτρέψτε μου να πω «underground» στέκι στην κυριολεξία, αφού ποτέ δεν θα ξεχάσω τα 10+ σκαλοπάτια που κατέβαινες για να το βρεις.
Ο χώρος κάτω ήταν αποπνικτικός και σκοτεινός. Παντού υπήρχαν μικροί διάδρομοι, που έβγαζαν σε μικρά δωμάτια. Μόνο στο κεντρικό ποιο μεγάλο υπήρχε κάτι σαν «μπάρα», στην οποία έβρισκες αλκοόλ και κάποιους καναπέδες για να κάτσεις. Τα άτομα, ήταν όλα μαυροφορεμένα με μαύρα μαλλιά και λευκή επιδερμίδα, ενώ μέχρι κι μουσική ήταν κάτι μεταξύ «γκόθικ» και ψαλμωδίας. Ενώ πολλά άτομα φαίνονταν υπό την επήρεια ουσιών.
Καθίσαμε λοιπόν κι αρχίσαμε να πίνουμε και να μιλάμε. Κάποια στιγμή, ένας περίεργος τύπος πλησίασε τον Μάρκο και αφού του ψιθύρισε κάτι, τον σήκωσε από την παρέα και κατευθυνθήκανε σε ένα άλλο δωμάτιο.
Έτσι, έπιασα κουβέντα με την κοπέλα του, την Νόρα. Κάποια στιγμή, την ρώτησα να μου πει σχετικά με το μέρος, γιατί η τόση μυστικοπάθεια και τα συναφή. Μου είπε, ότι οι περισσότεροι εδώ μέσα, είναι βαμπιριστές… !
Δεν μου φάνηκε καθόλου περίεργο κι άρχισα να γελάω, καθώς νόμιζα ότι επρόκειτο για πλάκα. Μου είπε , να μην γελάω κι ότι μπορεί να μου το αποδείξει. Πάνω στην πλάκα, της απάντησα ότι συμφωνώ, αρκεί να μην μας πιει το αίμα, εμένα και του φίλου μου.
Απάντησε λέγοντας, ότι δεν πίνουν αίμα «ζωντανών», αλλά πίνουν αίμα από ορούς. Μου είπε περίμενε, θα σου δείξω… Σηκώθηκε, κατευθύνθηκε προς την μπάρα και γύρισε με ένα ποτήρι, στο οποίο υπήρχε ένα σκουρόχρωμο πηκτό υγρό. Μου λέει πιες… !
Πήρα το ποτήρι και το κοίταξα. Όντως, θύμιζε αίμα όταν το κοιτούσες, ενώ η μυρωδιά έφερνε κάτι το αρωματικό, προς λιβάνι.
Ο φίλος μου, νομίζοντας ότι θα πιω, μου άρπαξε το χέρι και μου είπε: «ρε μ@λ@κ@ πας καλά ή έχεις σαλτάρει με όλα τα γίδια δω μέσα; Θα κολλήσεις τίποτα». Αυτό είχα σκεφτεί κι εγώ εξαρχής και δεν υπήρχε περίπτωση να δοκιμάσω.
Αφού λοιπόν το μύρισα, το έδωσα στην Νόρα. Η οποία, αφού χαμογέλασε το ήπιε με ευχαρίστηση.
Δεν ξέρω αν ήταν αίμα… όμως δεν θα ξεχάσω ποτέ, το σημάδι του λεκέ που σχηματίστηκε στα χείλη της.
Στην συνέχεια, της είπα ότι την πιστεύω και αν ήθελε να μου εξηγήσει… .
Μου είπε, ότι ανήκουν σε μια αδελφότητα βαμπιριστών κι ότι ουδέποτε πείραξαν άνθρωπο, για να του πάρουν το αίμα. Μου εξήγησε, ότι αυτή η καλά κλειστή κοινωνία, βρίσκει αίμα όποτε και όπου θέλει. Καθώς, όλα τα μέλη είναι αιμοδότες και έχουν ας το πούμε, άκρες με ιδιωτικές κλινικές, τράπεζες αίματος και γιατρούς.
Την ρώτησα γιατί το κάνουνε και αν έχουν προβλήματα, γιατί το να καταναλώνει ένας άνθρωπος αίμα έχει επιπτώσεις στην υγεία του. Μου εξήγησε, ότι πίνουν ανθρώπινο αίμα, γιατί αυτό ενισχύει τις σωματικές και ψυχικές δυνάμεις, καθώς και την σεξουαλική διέγερση. Ενώ, υπάρχουν κάποιες σωματικές επιπτώσεις τους πρώτους μήνες, όπως η δυσπεψία και η ατονία. Όμως, όπως μου τόνισε «για να αποκτήσεις δύναμη πρέπει να κάνεις θυσίες, όπως να αντέξεις την κατάσταση αυτή».
Την ρώτησα αν υπάρχουν πολλά μέλη στον κύκλο τους και αν είναι όλοι άτομα σαν αυτή. Γιατί κακά τα ψέματα, δεν θα σου πέρναγε ποτέ από το μυαλό ότι αυτή η κοπέλα, θα ανήκε σε ένα τέτοιον άρρωστο κύκλο.
Μου είπε, ότι στον συγκεκριμένο κύκλο υπάρχουν άτομα απ’ όλη την χώρα και ότι αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Ότι υπάρχουν κι άλλες αδελφότητες βαμπιριστών. Κάποιες εξ αυτών πιστεύουν στον Εωσφόρο και πίνουν μέχρι και αίμα ζώων κάνοντας θυσίες. Άλλοι αρέσκονται στην νεκροφιλία και στην ομαδική παραφιλία. Με χειρότερους εκείνους, που δεν διστάζουν να κάνουν και κακό σε ανθρώπους. Μου είπε στην εκκλησία του Σατανά στην Γερμανία, ανήκουν άτομα με τεράστια εξουσία. Άτομα που επηρεάζουν την κοινή γνώμη, πολιτικοί, καλλιτέχνες αλλά και καθολικοί ιερείς. Μου εξήγησε, πως η δική της αδελφότητα πιστεύει στην λευκή μαγεία και απαρνείται το κάθε τι δαιμονικό. Κι ότι πίνουν αίμα σαν έναν τρόπο ιεροτελεστίας, μύησης και λύτρωσης.
Λίγο πολύ αυτά μου είπε, καθώς ξαφνικά βλέποντας τον Μάρκο να έρχεται σε μας από μακριά, μου έγνεψε και μου είπε ότι αυτή η κουβέντα δεν ειπώθηκε ποτέ.
Να σας πω την αλήθεια, ποτέ δεν τα πίστεψα όλα αυτά. Παρά την αληθοφανή, κατά τ’ άλλα ομολογία της Νόρας. Έτσι κι αλλιώς είναι γνωστό παγκοσμίως ότι υπάρχουν άτομα, που πάσχουν από την διαταραχή του Κλινικού Βαμπιρισμού, ή αλλιώς Συνδρόμου Ρένφιλντ.
Το μόνο που ίσως μερικές φορές με κάνει να αναρωτιέμαι, είναι κάτι που είδα καθώς φεύγαμε από αυτό το μέρος. Περνώντας από την μπάρα που προανέφερα, είδα έναν τύπο να βγάζει και να πίνει νοσοκομειακό ορό αίματος… .
ΠΗΓΗ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου