Parabens: Προκαλούν καρκίνο ακόμη σε χαμηλές δόσεις;
Μία νέα έρευνα που δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό Environmental Health Perspectives φέρνει στο φως άκρως ανησυχητικά στοιχεία για τα parabens, μία γνωστή ομάδα χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται ευρέως ως συντηρητικά σε προϊόντα προσωπικής υγιεινής και καλλυντικά.
Συγκεκριμένα, ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ, υποστηρίζουν πως τα parabens ενισχύουν την ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων του μαστού και μάλιστα σε δόσεις χαμηλότερες απ' ότι πίστευαν
μέχρι σήμερα οι επιστήμονες.
Η ερευνητική ομάδα πειραματίστηκε με ανθρώπινα καρκινικά κύτταρα του μαστού, καθώς είναι γνωστό ότι τα parabens ότι ενεργοποιούν την ίδια βιολογική οδό με τα οιστρογόνα, αλλά σε πολύ μικρή κλίμακα.
Πρακτικά, κάτι τέτοιο σημαίνει ότι μιμούνται τη δράση των οιστρογόνων και προσδένονται σε υποδοχείς του σώματος, όπου φυσιολογικά προσδένονται τα οιστρογόνα.
Όταν τα οιστρογόνα προσδένονται στους υποδοχείς, τα κύτταρα πολλαπλασιάζονται και στην περίπτωση των γυναικών συνεπάγεται αυξημένος κίνδυνος καρκίνου του μαστού.
Σε δεύτερο στάδιο, οι ερευνητές επικεντρώθηκαν στις επιδράσεις των parabens συνδυαστικά με έναν ακόμη παράγοντα, που έχει επίσης σχετιστεί με τον καρκίνο του μαστού, την ερεγουλίνη.
Σε εργαστηριακές συνθήκες μελέτησαν πόσο καλά τα κύτταρα αναπτύσσονταν όταν εκτέθηκαν σε parabens και ερεγουλίνη, συγκριτικά με το πόσα κύτταρα αναπτύχθηκαν όταν εκτέθηκαν μόνο σε parabens, διαπιστώνοντας ότι με την προσθήκη του αυξητικού παράγοντα, τα επίπεδα των Parabens μειώνονταν κατά 100 φορές και τα καρκινικά κύτταρα συνέχιζαν να πολλαπλασιάζονται ταχύτερα, από εκείνα που δεν είχαν εκτεθεί στην ερεγουλίνη.
Τα parabens τότε, δηλαδή, έγιναν 100 φορές πιο ικανά να προκαλέσουν την καρκινική κυτταρική ανάπτυξη.
«Το γεγονός ότι τα parabens έχουν πιο αδύναμη δράση από τα οιστρογόνα δεν σημαίνει ότι είναι ασφαλή για την υγεία. Με αυτή την αυξημένη δράση, τα parabens μπορεί να έχουν επίδραση και σε ένα επίπεδο που μπορεί να παρατηρηθεί στον άνθρωπο σε πραγματικές συνθήκες», επισημαίνει ο επικεφαλής ερευνητής Ντέιλ Λιτμαν.
ΠΗΓΗ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου