Τι απέγιναν δύο από τα ισχυρότερα ελληνικά βιομηχανικά ονόματα
Από την ακμή των δεκαετιών του ΄60 και του ΄70, στην αφάνεια. Πως η
eskimo, μέσω της f.g. europe, αναγκάστηκε να μεταφέρει την παραγωγή της
σε Τουρκία και Σλοβενία για να επιβιώσει ...
Σε έναν από τους κεντρικούς δρόμους της Καλλιθέας, εκεί όπου κάποτε λειτουργούσε ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικών συσκευών της Ελλάδας, σήμερα δεσπόζει ένα τεράστιο σούπερ-μάρκετ, συμβολίζοντας, με την παρουσία του, όχι μόνο την πορεία της βιομηχανίας προς τον γκρεμό, αλλά και τη μετατροπή της παραγωγικής οικονομίας της χώρας σε οικονομία υπηρεσιών και εμπορίου.
Σε έναν από τους κεντρικούς δρόμους της Καλλιθέας, εκεί όπου κάποτε λειτουργούσε ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικών συσκευών της Ελλάδας, σήμερα δεσπόζει ένα τεράστιο σούπερ-μάρκετ, συμβολίζοντας, με την παρουσία του, όχι μόνο την πορεία της βιομηχανίας προς τον γκρεμό, αλλά και τη μετατροπή της παραγωγικής οικονομίας της χώρας σε οικονομία υπηρεσιών και εμπορίου.
Και, εάν το εργοστάσιο της Ιζόλα σήμερα στεγάζει μια υπεραγορά, η μονάδα
του μεγάλου ανταγωνιστή της, της Eskimo, στη Μεταμόρφωση Αττικής,
παραμένει εγκαταλελειμμένη, καθώς η παραγωγή προϊόντων του ιστορικού
ελληνικού σήματος έχει μεταφερθεί σε Τουρκία και Σλοβενία.
Κι όμως, πριν από 30 χρόνια, Ιζόλα και Eskimo ήταν δύο από τα πιο ισχυρά βιομηχανικά ονόματα, σε μια όχι και τόσο μακρινή εποχή, όταν η βαριά εξαγωγική βιομηχανία αντιπροσώπευε πάνω από το 25% του ελληνικού ΑΕΠ και ο έλεγχος του κράτους περιοριζόταν κάτω από το 35% της οικονομίας.
Προ ημερών, σε μια ειδική τελετή στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, τιμήθηκε ο φυσικός συνεχιστής της Eskimo, η εταιρεία F.G. Europe, με αφορμή τα 45 χρόνια από την εισαγωγή στο χρηματιστήριο της παλαιάς βιομηχανίας. Έστω και εάν ο όμιλος εμφανίζει σήμερα δραστηριότητα που ξεπερνά τα 100 εκατ. ευρώ και έχει παρουσία σε 10 χώρες, ο άγραφος σκληρός νόμος της παραγωγής επιβεβαιώνεται ακόμα και σήμερα: εργοστάσιο που κλείνει δεν ανοίγει ξανά.
Στην ακμή της, το 1973, η Eskimo απασχολούσε περισσότερους από 1.500 εργαζομένους και κατείχε το 27% της ελληνικής αγοράς στον κλάδο των ηλεκτρικών οικιακών συσκευών. Έχοντας ξεκινήσει το 1958 ως Βιομετάλ και στη συνέχεια ως Βιομετάλ Εσκιμό, παρήγαγε τα πρώτα ηλεκτρικά ψυγεία της το 1959, ενώ το 1968 πραγματοποιήθηκε η εισαγωγή των μετοχών της στο Χρηματιστήριο.
Ακολούθησαν τα δύσκολα χρόνια μετά την πετρελαϊκή κρίση του ΄73, όταν τόσο η Eskimo όσο και η Ιζόλα δοκίμασαν τις αντοχές τους. Το πρόβλημα για την Eskimo ήταν ότι η κρίση συνέπεσε με τη μεγάλη επένδυση της εταιρείας για το εργοστάσιο στη Μεταμόρφωση, κάτι που ουσιαστικά γονάτισε την εταιρεία.
To comeback
Έπειτα από χρόνια στην αφάνεια, η Eskimo πέρασε στον έλεγχο της F.G. Europe, που κατέχει το εμπορικό σήμα. Τα τελευταία χρόνια έχει επιχειρηθεί ένα δυναμικό comeback στην ελληνική αγορά. Αν και κομμάτι της ελληνικής βιομηχανικής ιστορίας, η παραγωγή των προϊόντων της σήμερα γίνεται σε δύο μονάδες, την Gorenje στη Σλοβενία και την Arcelik στη Τουρκία. Στην αγορά έχουν επαναλανσαριστεί ψυγεία, ψυ-γειοκαταψύκτες, πλυντήρια και κουζίνες, που διανέμονται μέσω του δικτύου χονδρικής της F.G. Europe σε καταστήματα ηλεκτρικών ειδών και αντιπροσωπεύουν τζίρο της τάξης των περίπου 600.000 ευρώ.
Η συγχώνευση
Η Ιζόλα, ωστόσο, δεν είχε την ίδια τύχη. Τα προβλήματα της βιομηχανίας οδήγησαν στην απόφαση -με την παρότρυνση, εάν όχι τον καταναγκασμό της πολιτικής εξουσίας-για συνένωση με την Eskimo υπό την ομπρέλα της νέας εταιρείας Ελίντα ΑΒΕ, στην οποία συμμετείχε και η Εθνική Τράπεζα. Στη νέα εταιρεία, που άντεξε λιγότερο από 10 χρόνια προτού περάσει στην κατοχή του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων, είχαν παραχωρηθεί οι μονάδες παραγωγής και η εκμετάλλευση των σημάτων. Στα συμφωνητικά που υπεγράφησαν απαγορεύτηκε στις Ιζόλα και Εσκιμό να παράγουν ή να εμπορεύονται προϊόντα που να εμπίπτουν στο αντικείμενο της Ελίντα.
Για την Ιζόλα έκτοτε ξεκίνησε η ουσιαστική αδράνεια, ενώ, αντίθετα, η Eskimo περιορίστηκε, έπειτα από ειδική άδεια, στη συναρμολόγηση εισαγόμενων εξαρτημάτων και την εμπορία τηλεοράσεων. Η οικογένεια Δράκου, ιδιοκτήτες της Ιζόλα, όταν ρωτήθηκαν γιατί δεν επαναδραστηριοποιούνται, λέγεται ότι απάντησαν: «Εμείς τιμάμε πάντοτε τον λόγο μας». Ωστόσο, το 1986 η Ελίντα, λόγω συσσώρευσης χρεών, πέρασε στην κατοχή του ΟΑΕ.
Χαριστική βολή οι κρατικοποιήσεις
Πίσω από τις εξελίξεις που έφεραν το «λουκέτο» για την Ιζόλα και τη μετανάστευση για την Eskimo, βρίσκεται το τέλος εποχής που συντελέστηκε τις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80 για την άλλοτε ακμάζουσα ελληνική παραγωγή. Οι χειρισμοί μετά την πετρελαϊκή κρίση που τραυμάτισε τις ελληνικές επιχειρήσεις, αρχικά από την κυβέρνηση Καραμανλή και στη συνέχεια από τον Ανδρ. Παπανδρέου, έδωσαν τη χαριστική βολή. Εν ολίγοις, αντί να στηριχθούν οι ιδιώτες μέτοχοι, ώστε να συνεχίσουν να διαχειρίζονται τις τύχες των εταιρειών τους, επελέγη η πολιτική των κρατικοποιήσεων.
Είναι ενδεικτικό ότι, ενώ ο Καραμανλής παρέλαβε ένα κράτος με συμμετοχή μόλις 35% στην οικονομία, το 1983 υπό τον έλεγχο του Δημοσίου βρισκόταν το 78% της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας.
Όπως λένε οι γνωρίζοντες, ο Δράκος προσπάθησε στα πρώτα χρόνια της Ελίντα να καταθέσει ένα στρατηγικό πλάνο που θα βοηθούσε στην επιβίωση της παραγωγής τής Ιζόλα. Ωστόσο, οι προτάσεις του έπεσαν σε τοίχο, όπως συνέβη και με τις περιπτώσεις άλλων μεγάλων της ελληνικής οικονομίας, όπως του Νιάρχου, με αποτέλεσμα να αποφασίσει να δώσει τα κλειδιά της βιομηχανίας, που έκτοτε αποτελεί ανάμνηση.
Ακόμα ένας παράγοντας που, σύμφωνα με τους γνωρίζοντες, έπαιξε τον ρόλο του ήταν αυτός καθαυτός ο δυναμισμός της ελληνικής παραγωγής. Είναι χαρακτηριστική η προσπάθεια μεγάλων εταιρειών του χώρου να περιορίσουν τα μερίδια των ελληνικών εταιρειών, όπως συνέβη με τις περιπτώσεις της AEG και της Siemens.
Ο απολογισμός, βεβαίως, ήταν βαρύς και κάποιοι υποστηρίζουν ότι σήμερα πληρώνουμε ακριβώς τα γραμμάτια των συγκεκριμένων επιλογών του παρελθόντος να εγκαταλειφθεί ένας κατεξοχήν δυναμικός, εξωστρεφής και παραγωγικός κλάδος, που παρήγε μεγάλες υπεραξίες για την οικονομία, έπαιζε καθοριστικό ρόλο για το θετικό εμπορικό ισοζύγιο της χώρας και απασχολούσε περίπου 1 εκατομμύριο βιομηχανικούς εργάτες.
Πηγή
Κι όμως, πριν από 30 χρόνια, Ιζόλα και Eskimo ήταν δύο από τα πιο ισχυρά βιομηχανικά ονόματα, σε μια όχι και τόσο μακρινή εποχή, όταν η βαριά εξαγωγική βιομηχανία αντιπροσώπευε πάνω από το 25% του ελληνικού ΑΕΠ και ο έλεγχος του κράτους περιοριζόταν κάτω από το 35% της οικονομίας.
Προ ημερών, σε μια ειδική τελετή στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, τιμήθηκε ο φυσικός συνεχιστής της Eskimo, η εταιρεία F.G. Europe, με αφορμή τα 45 χρόνια από την εισαγωγή στο χρηματιστήριο της παλαιάς βιομηχανίας. Έστω και εάν ο όμιλος εμφανίζει σήμερα δραστηριότητα που ξεπερνά τα 100 εκατ. ευρώ και έχει παρουσία σε 10 χώρες, ο άγραφος σκληρός νόμος της παραγωγής επιβεβαιώνεται ακόμα και σήμερα: εργοστάσιο που κλείνει δεν ανοίγει ξανά.
Στην ακμή της, το 1973, η Eskimo απασχολούσε περισσότερους από 1.500 εργαζομένους και κατείχε το 27% της ελληνικής αγοράς στον κλάδο των ηλεκτρικών οικιακών συσκευών. Έχοντας ξεκινήσει το 1958 ως Βιομετάλ και στη συνέχεια ως Βιομετάλ Εσκιμό, παρήγαγε τα πρώτα ηλεκτρικά ψυγεία της το 1959, ενώ το 1968 πραγματοποιήθηκε η εισαγωγή των μετοχών της στο Χρηματιστήριο.
Ακολούθησαν τα δύσκολα χρόνια μετά την πετρελαϊκή κρίση του ΄73, όταν τόσο η Eskimo όσο και η Ιζόλα δοκίμασαν τις αντοχές τους. Το πρόβλημα για την Eskimo ήταν ότι η κρίση συνέπεσε με τη μεγάλη επένδυση της εταιρείας για το εργοστάσιο στη Μεταμόρφωση, κάτι που ουσιαστικά γονάτισε την εταιρεία.
To comeback
Έπειτα από χρόνια στην αφάνεια, η Eskimo πέρασε στον έλεγχο της F.G. Europe, που κατέχει το εμπορικό σήμα. Τα τελευταία χρόνια έχει επιχειρηθεί ένα δυναμικό comeback στην ελληνική αγορά. Αν και κομμάτι της ελληνικής βιομηχανικής ιστορίας, η παραγωγή των προϊόντων της σήμερα γίνεται σε δύο μονάδες, την Gorenje στη Σλοβενία και την Arcelik στη Τουρκία. Στην αγορά έχουν επαναλανσαριστεί ψυγεία, ψυ-γειοκαταψύκτες, πλυντήρια και κουζίνες, που διανέμονται μέσω του δικτύου χονδρικής της F.G. Europe σε καταστήματα ηλεκτρικών ειδών και αντιπροσωπεύουν τζίρο της τάξης των περίπου 600.000 ευρώ.
Η συγχώνευση
Η Ιζόλα, ωστόσο, δεν είχε την ίδια τύχη. Τα προβλήματα της βιομηχανίας οδήγησαν στην απόφαση -με την παρότρυνση, εάν όχι τον καταναγκασμό της πολιτικής εξουσίας-για συνένωση με την Eskimo υπό την ομπρέλα της νέας εταιρείας Ελίντα ΑΒΕ, στην οποία συμμετείχε και η Εθνική Τράπεζα. Στη νέα εταιρεία, που άντεξε λιγότερο από 10 χρόνια προτού περάσει στην κατοχή του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων, είχαν παραχωρηθεί οι μονάδες παραγωγής και η εκμετάλλευση των σημάτων. Στα συμφωνητικά που υπεγράφησαν απαγορεύτηκε στις Ιζόλα και Εσκιμό να παράγουν ή να εμπορεύονται προϊόντα που να εμπίπτουν στο αντικείμενο της Ελίντα.
Για την Ιζόλα έκτοτε ξεκίνησε η ουσιαστική αδράνεια, ενώ, αντίθετα, η Eskimo περιορίστηκε, έπειτα από ειδική άδεια, στη συναρμολόγηση εισαγόμενων εξαρτημάτων και την εμπορία τηλεοράσεων. Η οικογένεια Δράκου, ιδιοκτήτες της Ιζόλα, όταν ρωτήθηκαν γιατί δεν επαναδραστηριοποιούνται, λέγεται ότι απάντησαν: «Εμείς τιμάμε πάντοτε τον λόγο μας». Ωστόσο, το 1986 η Ελίντα, λόγω συσσώρευσης χρεών, πέρασε στην κατοχή του ΟΑΕ.
Χαριστική βολή οι κρατικοποιήσεις
Πίσω από τις εξελίξεις που έφεραν το «λουκέτο» για την Ιζόλα και τη μετανάστευση για την Eskimo, βρίσκεται το τέλος εποχής που συντελέστηκε τις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80 για την άλλοτε ακμάζουσα ελληνική παραγωγή. Οι χειρισμοί μετά την πετρελαϊκή κρίση που τραυμάτισε τις ελληνικές επιχειρήσεις, αρχικά από την κυβέρνηση Καραμανλή και στη συνέχεια από τον Ανδρ. Παπανδρέου, έδωσαν τη χαριστική βολή. Εν ολίγοις, αντί να στηριχθούν οι ιδιώτες μέτοχοι, ώστε να συνεχίσουν να διαχειρίζονται τις τύχες των εταιρειών τους, επελέγη η πολιτική των κρατικοποιήσεων.
Είναι ενδεικτικό ότι, ενώ ο Καραμανλής παρέλαβε ένα κράτος με συμμετοχή μόλις 35% στην οικονομία, το 1983 υπό τον έλεγχο του Δημοσίου βρισκόταν το 78% της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας.
Όπως λένε οι γνωρίζοντες, ο Δράκος προσπάθησε στα πρώτα χρόνια της Ελίντα να καταθέσει ένα στρατηγικό πλάνο που θα βοηθούσε στην επιβίωση της παραγωγής τής Ιζόλα. Ωστόσο, οι προτάσεις του έπεσαν σε τοίχο, όπως συνέβη και με τις περιπτώσεις άλλων μεγάλων της ελληνικής οικονομίας, όπως του Νιάρχου, με αποτέλεσμα να αποφασίσει να δώσει τα κλειδιά της βιομηχανίας, που έκτοτε αποτελεί ανάμνηση.
Ακόμα ένας παράγοντας που, σύμφωνα με τους γνωρίζοντες, έπαιξε τον ρόλο του ήταν αυτός καθαυτός ο δυναμισμός της ελληνικής παραγωγής. Είναι χαρακτηριστική η προσπάθεια μεγάλων εταιρειών του χώρου να περιορίσουν τα μερίδια των ελληνικών εταιρειών, όπως συνέβη με τις περιπτώσεις της AEG και της Siemens.
Ο απολογισμός, βεβαίως, ήταν βαρύς και κάποιοι υποστηρίζουν ότι σήμερα πληρώνουμε ακριβώς τα γραμμάτια των συγκεκριμένων επιλογών του παρελθόντος να εγκαταλειφθεί ένας κατεξοχήν δυναμικός, εξωστρεφής και παραγωγικός κλάδος, που παρήγε μεγάλες υπεραξίες για την οικονομία, έπαιζε καθοριστικό ρόλο για το θετικό εμπορικό ισοζύγιο της χώρας και απασχολούσε περίπου 1 εκατομμύριο βιομηχανικούς εργάτες.
Πηγή
capital
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου