Αμφισβητείται η εξουσία του Αντιπροέδρου των Η.Π.Α για την καταμέτρηση ή την απόρριψη των εκλεκτορικών ψήφων
Στις 1 μ.μ. στις 6 Ιανουαρίου, μέλη του Κογκρέσου θα συγκεντρωθούν στην αίθουσα της Βουλής των Αντιπροσώπων για να παρακολουθήσουν
την επίσημη πιστοποίηση των ψήφων του Κολλεγίου των Εκλεκτόρων για τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών.Παρόλο που συνήθως είναι μια τυπική διαδικασία, δεν έχει υπήρξει κάτι συνηθισμένο μέχρι στιγμής στις φετινές εκλογές εν μέσω πολλών ισχυρισμών για εκλογική νοθεία σε πολιτείες-κλειδιά.
Η κατάσταση είναι αρκετά περίπλοκη λόγο της ασάφειας σχετικά με τους νομικούς και συνταγματικούς φραγμούς της διαδικασίας. Η κοινή σύνοδος του Κογκρέσου μπορεί να οδηγήσει σε αδιέξοδο, με την μη ανακοίνωση ενός ξεκάθαρου νικητή.
Με βάση τα τρέχοντα εκλογικά αποτελέσματα, ο πρώην Αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν έλαβε 306 εκλεκτορικές ψήφους έναντι των 232 ψήφων του Τραμπ. Εν τω μεταξύ, οι Ρεπουμπλικάνοι σε επτά πολιτείες όπου ο Μπάιντεν αξιώθηκε νικητής έστειλαν τις δικές τους εκλεκτορικές ψήφους στην Ουάσιγκτον, και ορισμένα μέλη της Βουλής έχουν δηλώσει ότι θα ασκήσουν ένσταση στους εκλέκτορες του Μπάιντεν σε ορισμένες πολιτείες. Οποιαδήποτε ένσταση θα απαιτούσε την υποστήριξη ενός μέλους της Βουλής των Αντιπροσώπων και ενός Γερουσιαστή, και τουλάχιστον ένας γερουσιαστής άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να συμμετάσχει στην προσπάθεια.
Τι θα συμβεί λοιπόν;
Η καταμέτρηση των ψήφων διέπεται κυρίως από τη 12η τροποποίηση του Συντάγματος και τον τροποποιημένο νόμο περί της καταμέτρησης των εκλεκτορικών ψήφων.
Το Σύνταγμα απλά δηλώνει ότι οι εκλέκτορες κάθε πολιτείας πρέπει να συναντηθούν, να συντάξουν μια λίστα με τις ψήφους τους, «την οποία πρέπει να υπογράψουν και να πιστοποιήσουν», και να την στείλουν στον πρόεδρο της Γερουσίας, δηλαδή στον Αντιπρόεδρο Μάικ Πένς.
«Ο Πρόεδρος της Γερουσίας, παρουσία της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων, πρέπει να ανοίξει όλα τα πιστοποιητικά και στην συνέχεια να καταμετρηθούν οι ψήφοι», αναφέρει η τροπολογία του 1804.
Ο νόμο μέτρησης ψήφων των Εκλεκτόρων του 1887, γνωστός σήμερα ως Άρθρο 3 Τμήμα 15, θεσπίζει μια διαδικασία για τον τρόπο καταμέτρησης των ψήφων, τον τρόπο διατύπωσης ενστάσεων και τον τρόπο επίλυσης των διαφορών. Αρχικά, λέει ότι ο αντιπρόεδρος πράγματι προεδρεύει της διαδικασίας. Στη συνέχεια, αναφέρει ότι οι ηγέτες της Βουλής και της Γερουσίας ορίζουν ο καθένας δύο καταμετρητές ψήφων. Ο αντιπρόεδρος ανοίγει τους φακέλους με τα πιστοποιητικά ψηφοφορίας και τους παραδίδει στους καταμετρητές ώστε να γίνει η καταμέτρηση. Στη συνέχεια, οι καταμετρητές τους διαβάζουν δυνατά, τους μετράνε και τους παραδίδουν πίσω στον αντιπρόεδρο για να ανακοινώσει τα αποτελέσματα.
Στη συνέχεια, σε μια μάλλον περίπλοκη γλώσσα, ο νόμος λέει ότι τα μέλη του Κογκρέσου μπορούν να ασκήσουν ένσταση. Απαιτείται τουλάχιστον μία ένσταση από κάθε Σώμα για να προκληθεί μια ξεχωριστή ψηφοφορία τόσο από τη Βουλή όσο και από τη Γερουσία για τις ενστάσεις. Εάν συμφωνήσουν και τα δύο Σώματα, οι ψήφοι για τους οποίους έχει γίνει ένσταση απορρίπτονται. Τέτοιο ενδεχόμενο ουσιαστικά απορρίπτεται δεδομένης της πλειοψηφίας των Δημοκρατικών στη Βουλή.
Εάν παρουσιαστούν δύο ομάδες εκλεκτόρων για καταμέτρηση, η Βουλή και η Γερουσία πρέπει να ψηφίσουν χωριστά για το ποιά ομάδα ειναι νόμιμη και ποιά πρέπει να απορριφθεί. Εάν κάθε Σώμα ψηφίσει διαφορετικά, η ομάδα που έχει πιστοποιηθεί από τον κυβερνήτη της πολιτείας είναι η νόμιμη. Αυτό θα έδινε τη νίκη στον Μπάιντεν.
Το πρόβλημα είναι ότι υπάρχει ένας τεράστιος όγκος νομικής ανάλυσης που υποστηρίζει ότι ο νόμος μέτρησης ψήφων των Εκλεκτόρων είναι αντισυνταγματικός. Το Κογκρέσο δεν έχει καμία αρμοδιότητα να παραχωρήσει στον εαυτό του την εξουσία να αποφασίσει ποια λίστα εκλεκτόρων είναι η σωστή και ποιες ψήφοι πρέπει να απορριφθούν. Ούτε έχει την εξουσία να ορίσει τους κυβερνήτες ως τελικούς κριτές, υποστήριξε μια ομάδα νομοθετών και νομικών μελετητών.
Υπάρχουν δύο επιχειρήματα για το ποιος έχει τη συνταγματική εξουσία να αποφασίσει ποιοι εκλέκτορες θα επιλεχτούν.
Ορισμένοι νομικοί λένε ότι είναι ο αντιπρόεδρος που έχει την αποκλειστική ευχέρεια να αποφασίσει ποιες ψήφοι θα μετρήσουν. Το επιχείρημα είναι ότι οι δημιουργοί του Συντάγματος σκοπεύαν να έχει ο αντιπρόεδρος την αποκλειστική εξουσία για την καταμέτρηση των ψήφων, διότι το ομόφωνο ψήφισμα που επισυνάπτεται στο Σύνταγμα αναφέρει ότι η Γερουσία πρέπει να διορίσει τον Πρόεδρό της «με μοναδικό σκοπό την παραλαβή, το άνοιγμα και την καταμέτρηση των Ψήφων για την Προεδρία».
Επιπλέον, πριν από την υιοθέτηση του νόμου μέτρησης ψήφων των Εκλεκτόρων, ήταν πάντα ο αντιπρόεδρος που μετρούσε τις ψήφους, μερικές φορές και παρά τις σημαντικές ενστάσεις του Κογκρέσου. Ο Τόμας Τζέφερσον έκανε το ίδιο ως αντιπρόεδρος στις εκλογές του 1800, μετρώντας τις συνταγματικά ελλιπείς ψήφους της Γεωργίας εξασφαλίζοντας έτσι την προεδρία του.
Οι νομοθέτες της πολιτείας της Αριζόνα και οι Ρεπουμπλικάνοι Εκλέκτορες μαζί με τον Λούι Γκόμερτ, μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων έχουν καταθέσει ομοσπονδιακή αγωγή ζητώντας από το δικαστήριο να διευκρινίσει το νόμο ώστεο νόμος μέτρησης ψήφων των Εκλεκτόρων να χαρακτηριστεί αντισυνταγματικός και η εξουσία του αντιπροέδρου η ανώτατη.
Ωστόσο, δεν συμφωνούν όλοι.
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια Τζον Χάρισον, ειδικός στη συνταγματική ιστορία, λέει ότι ο αντιπρόεδρος δεν έχει «καμία συνταγματική εξουσία να παίρνει αποφάσεις» για το ποιες ψήφοι θα μετρηθούν.
Υποστήριξε ότι ο νόμος είναι ελλιπής ως προς το ότι «το Κογκρέσο δεν έχει την εξουσία να καταλήξει στην ανακοίνωση [των αποφάσεών του σχετικά με τον αριθμό των ψήφων]». Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να καθορίσει κανένα κανόνα.
«Το Σύνταγμα απαιτεί την καταμέτρηση των ψήφων με τα δύο Σώματα παρόντα, οπότε νομίζω ότι ο καθορισμός των διαδικασιών για την καταμέτρηση εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Κογκρέσου», δήλωσε στην The Epoch Times μέσω email.
Το δεύτερο επιχείρημα είναι ότι το Σύνταγμα παρέχει την εξουσία στα νομοθετικά σώματα τον πολιτειών να καθορίσουν πώς επιλέγονται οι εκλέκτορες. Ως εκ τούτου, τυχόν διαφωνίες για το ποιές ψήφοι θα πρέπει να καταμετρούνται πρέπει να επιλύεται από τους νομοθέτες της πολιτείας.
Το πρόβλημα είναι ότι οι πολιτειακοί νομοθέτες δεν βρίσκονται σε σύνοδο και δεν μπορούν να συγκεντρωθούν σε ειδική σύνοδο χωρίς το κάλεσμα από τους κυβερνήτες, οι οποίοι αρνήθηκαν να πράξουν κάτι τέτοιο. Εν τω μεταξύ, οι νομοθέτες συνήθως εκχωρούν την εξουσία επικύρωσης των εκλεκτόρων στους κυβερνήτες και τους υπουργούς Εσωτερικών κάθε πολιτείας, υποβαθμίζοντας την ίδια τους την εξουσία επί του θέματος.
Το συντηρητικό Amistad Project του Thomas More Society έχει καταθέσει μια ομοσπονδιακή αγωγή υποστηρίζοντας ότι η εξουσία των νομοθετικών σωμάτων είναι «αποκλειστική και μη μεταβιβάσιμη» και, επομένως, κάθε νόμος της πολιτείας και ομοσπονδιακό καταστατικό που πάει ενάντια σε αυτό είναι αντισυνταγματικό και άκυρο.
Αυτό όχι μόνο θα καταργούσε ορισμένες διατάξεις του νόμου μέτρησης ψήφων των Εκλεκτόρων, αλλά και θα καθιστούσε παράνομες τις εκλεκτορικές ψήφους που δεν έχουν πιστοποιηθεί μετά την εκλογή από τους πολιτειακούς νομοθέτες.
Ανεξάρτητα από το τι θα πουν τα δικαστήρια, το βασικό ερώτημα είναι τι γίνει στα κοινοβούλια στις 6 Ιανουαρίου; Θα αρνηθεί ο Πενς να ακολουθήσει τον νόμο μέτρησης ψήφων των Εκλεκτόρων; Θα διαφωνήσουν ορισμένοι από τους καταμετρητές; Εάν τα πράγματα πάνε στραβά για τους Δημοκρατικούς, θα προσπαθήσει η Πρόεδρος της Βουλής Νάνσυ Πελόσι (Δημοκρατική-Καλιφόρνια) να τερματίσει πρόωρα τη σύνοδο;
Δεν υπάρχει τρόπος να το μάθουμε. Ο Πενς δεν έχει κάνει ακόμη γνωστές τις προθέσεις του.
ορε της πουτανας γινετε στην πουτανα την αμερικη . . . εφκερια να ξεπληρωση καμποσες αμαρτιες
ΑπάντησηΔιαγραφή