ΜΕΛΑΜΠΟΥΣ ΚΑΙ ΙΦΙΚΛΟΣ: Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΡΟΫΝΤ
Ο μελετητής της ανθρώπινης πολιτιστικής κληρονομιάς εκπλήσσεται από την
διαπίστωση ότι η ψυχανάλυση και η ψυχαναλυτική θεραπευτική μέθοδος δεν αποτελούν
κατάκτηση του πρόσφατου παρελθόντος, αλλά έχουν βαθιές ρίζες στα αρχαία χρόνια.
Από πολύ νωρίς, σχεδόν στην αυγή του πολιτισμού, η ανθρώπινη ψυχή προσπάθησε να
ανακαλύψει την «σκιά» της. Να γνωρίσει δηλαδή τα φαινόμενα και τις καταστάσεις
που βίωνε μέσα στο βαθύ σκοτάδι του κόσμου του ασυνειδήτου και τα οποία
επηρέαζαν με το συντριπτικό τους βάρος τον καθημερινό της αγώνα για επιβίωση
και ελευθερία.
Ο Αυστριακός εβραϊκής καταγωγής Σ. Φρόυντ
θεωρείται ο εφευρέτης της ψυχανάλυσης.
Δεν είναι όμως...
(φωτ. του θετού υιού του, περίπου το 1921).
Η αρχαία ψυχή γνώριζε ότι οι πιο σημαντικές εκφάνσεις της
ύπαρξης δεν επιτελούνται μέσα στο χειροπιαστό πεδίο της συνειδητής γνώσης, αλλά
διαδραματίζονται και κυοφορούνται μέσα στον άγνωστο χώρο του ασυνειδήτου. Η
βασική λοιπόν μέριμνά της ήταν να προσπαθήσει να εκφράσει αυτές τις άγνωστες
δυνάμεις που την διακατείχαν, προκειμένου να τις προσεγγίσει και, αν ήταν
δυνατόν, να τις κατανοήσει. Και αυτό το επιχείρησε με τα ακόλουθα, εξαιρετικής
αισθητικής και νοηματικής αρτιότητας, μέσα : Τον μύθο, την τέχνη και την φιλοσοφία. Η κορύφωση αυτής της
ανθρώπινης προσπάθειας βρίσκει την έκφρασή της στην ελληνική μυθολογία, στα έργα των ελλήνων τραγικών ποιητών και στις
έρευνες των ελλήνων φιλοσόφων. Οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι αναπαριστούν
ακριβώς την εξελικτική πορεία του ανθρώπινου ψυχισμού και ιδιαίτερα των
περιεχομένων της ασυνείδητης πλευράς της ψυχής. Και αυτό συμβαίνει κυρίως στον
μύθο της γένεσης των θεών (κοσμογονία), η οποία αποτελεί την έκφραση των
ασυνείδητων δυνάμεων, τάσεων και επιθυμιών της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης
ψυχής. Αργότερα ήλθαν οι τραγωδίες και η κωμωδία, κυρίως η αριστοφανική, για να
εντρυφήσουν με αισθητική τελειότητα στο μεγάλο αυτό βάθος του ανθρώπινου
ψυχισμού, το βάθος του ασυνειδήτου. Οι ίδιοι οι θεμελιωτές της ψυχανάλυσης, ο
Φρόιντ και ο Γιουνγκ, τονίζουν επανειλημμένα στα έργα τους ότι μέσα στις
τραγωδίες, κυρίως των τριών μεγάλων τραγικών ποιητών μας, βρίσκεται και το
υπόβαθρο της ψυχαναλυτικής θεωρίας και τεχνικής. Όπως μάλιστα έχει
χαρακτηριστικά υποστηριχθεί η ψυχανάλυση μεταφέρει το χθες της τραγωδίας στο
παρόν, καταδεικνύοντας έτσι την διαχρονικότητά της.
ΙΙ. ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ
Ένας
από τους μεγάλους στοχαστές της εποχής μας, ο Τόμας Μαν, αναφερόμενος στην
σχέση που έχει η μυθολογία με την ψυχανάλυση, είχε πει ότι η αναδρομική διείσδυση που γίνεται με την ψυχανάλυση στην παιδική
ηλικία του ατόμου αποτελεί ταυτόχρονα και αναδρομική διείσδυση στην παιδική
ηλικία της ανθρωπότητας, στο πρωτόγονο και στο μυθικό[1].
Και αυτό συμβαίνει διότι οι μύθοι ψηλαφούν τον πυρήνα του ανθρώπινου ψυχισμού
και εξιστορούν το πέρασμα από το αρχαϊκό πεδίο των μερικών σχέσεων με την
αντικειμενική πραγματικότητα στο πεδίο των ολοκληρωμένων σχέσεων με αυτήν. Αυτό
σημαίνει, μιλώντας με όρους της φροϋδικής ψυχαναλυτικής θεωρίας, το πέρασμα από
το «Εκείνο» στο «Εγώ».
Η
στενή συγγενική σχέση που συνδέει τον μύθο με την ψυχανάλυση οφείλεται στο γεγονός
ότι τόσο ο μύθος όσο και τα μέσα που χρησιμοποιούνται στην ψυχανάλυση πηγάζουν
από την ίδια κοινή ρίζα, που είναι το ασυνείδητο. Και τα μέσα αυτά της
ψυχανάλυσης είναι το όνειρο και ο ελεύθερος συνειρμός.
Ο
ίδιος ο Φρόυντ έχει δώσει τον ορισμό της ψυχανάλυσης, προσδιορίζοντάς της ως
την διαδικασία εκείνη που οδηγεί στην εξέταση ψυχικών φαινομένων τα οποία δεν
είναι άμεσα προσπελάσιμα. Και γίνονται προσπελάσιμα μέσα από την ψυχαναλυτική
μέθοδο, η οποία δεν χρησιμοποιεί ως μέσον λογικούς συλλογισμούς, όπως κάνει ο
επιστημονικός ερευνητής, αλλά μη λογικά στοιχεία, με την στενή έννοια του όρου,
δηλαδή το όνειρο και τον ελεύθερο
συνειρμό. Με αυτά ακριβώς τα μέσα είναι που ανιχνεύει η ψυχανάλυση την
ατομική ανθρώπινη μοίρα. Η τεχνική αυτή είναι εκείνη που υποκαθιστά στην
ψυχανάλυση το επιστημονικό πείραμα, προκειμένου να καλύψει τα κενά που
παρουσιάζονται στην ανθρώπινη συνειδητότητα, αφού επιχειρεί να προσεγγίσει τις
αναμνήσεις του ατόμου οι οποίες έχουν καταπιεστεί από πολύ καιρό. Η στενή
συγγενική σχέση των μέσων που χρησιμοποιεί η ψυχανάλυση, δηλαδή του ονείρου και
του ελεύθερου συνειρμού, με τον μύθο καταδεικνύεται από το γεγονός ότι και ο
μύθος δεν στηρίζεται σε λογικά στοιχεία, όπως αυτά προσδιορίστηκαν παρά πάνω,
αλλά σε μη λογικούς συλλογισμούς. Και αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι μύθος,
όνειρα και ελεύθερος συνειρμός προέρχονται, όπως προαναφέρθηκε, από την ίδια
κοινή πηγή, που είναι το ασυνείδητο. Αυτόν τον τεράστιο ωκεανό γνώσης που
στηρίζεται στην προσωπική πείρα που συσσωρεύτηκε όχι μόνο στις ενστικτώδεις
βιολογικές αντιδράσεις, αλλά και στην ίδια τη δομή του ανθρώπινου ψυχισμού.
Επειδή λοιπόν τόσο ο μύθος όσο και τα όνειρα και ο ελεύθερος συνειρμός προέρχονται
από την ίδια πηγή, για το λόγο αυτό είναι γραμμένα στην ίδια γλώσσα, δηλαδή την
συμβολική γλώσσα. Η γλώσσα αυτή δεν αποτελεί παρά την εικονοποίηση βασικών
ανθρώπινων ενστίκτων, τα οποία εκδηλώνονται μέσα από συμβολικές εικόνες. Είναι
τα αποκαλούμενα «αρχέτυπα», που αποτέλεσαν και την βάση της ψυχαναλυτικής
θεωρίας του Γιούνγκ. [2]
Οι αναλογίες αυτές ανάμεσα στους αρχαίους μύθους με τις ιστορίες που
παρουσιάζονται στα όνειρα του σύγχρονου ανθρώπου δεν οφείλονται στην τύχη, αλλά
ούτε και στερούνται σημασίας. Υπάρχουν επειδή το ασυνείδητο του σύγχρονου
ανθρώπου έχει διατηρήσει αυτήν την ιδιότητα να δημιουργεί σύμβολα. Και είναι
εκπληκτικό ότι όχι μόνο το περιεχόμενο αυτών των συμβόλων είναι κοινό και στις
δύο περιπτώσεις, αλλά εκφράζεται και με το ίδιο γλωσσικό όχημα, δηλαδή την
συμβολική γλώσσα, χαρακτηριστικά γνωρίσματα της οποίας αποτελούν η
παγκοσμιότητα και η διαχρονικότητα. Έτσι έχει υποστηριχθεί ότι αυτό που
σημαίνει το όνειρο σε ατομικό επίπεδο έχει την πλήρη αντιστοιχία του σε
συλλογικό επίπεδο στον μύθο. Οι μύθοι δηλαδή αποτελούν στην ουσία τα παμπάλαια
όνειρα της ανθρωπότητας και εκφράζουν με την έννοια αυτή την ιστορία της
παιδικής ηλικίας της, της οποίας και αποτελούν τα ονειρικά κατάλοιπα. Στην
συμβολική άλλωστε αυτή γλώσσα είναι δοσμένοι και οι χρησμοί της μυθικής
Σίβυλλας, που η ετυμολογία του ονόματός της σημαίνει ότι αυτή ήταν ο εκφραστής
της ίδιας της βούλησης του θεού πάνω στη γη. Οι χρησμοί αυτοί εκπέμπονταν από
το στόμα της Σίβυλλας «με φθόγγους, αγέλαστους και ακαλλώπιστους με δίχως
μυρωδιά και φτάνουν με την φωνή της χίλια χρόνια μακρυά χάρη στον θεό», όπως
μας πληροφορεί ο σημαντικότερος έλληνας φιλόσοφος, ο Ηράκλειτος. [3]
Και
είναι οι ιερείς του μαντείου εκείνοι οι οποίοι ερμήνευαν τα ακατανόητα αυτά
μηνύματα στους ανθρώπους, αφού μόνο αυτοί εγνώριζαν τη συμβολική γλώσσα με την
οποία εκφράζονταν οι χρησμοί της. Αυτό το απόσπασμα του Ηράκλειτου μας δείχνει
τη στενή σχέση που υπάρχει ανάμεσα στους χρησμούς και στον ελεύθερο συνειρμό.
Οι ασυνάρτητες πολλές φορές φράσεις και εικόνες που συγκροτούν αυτόν τον
συνειρμό χρειάζονται την ερμηνευτική παρέμβαση του ψυχαναλυτή, ακριβώς όπως
τότε χρειαζόταν η παρέμβαση του ιερέα, για να τους εντάξει σε ένα οργανωμένο
σύνολο και μέσω αυτής να οδηγήσει στην κρυμμένη ψυχική δομή του αναλυόμενου.
Επειδή
τόσο ο χρησμός όσο και ο ελεύθερος συνειρμός είχαν κοινή πηγή προέλευσης το
ασυνείδητο, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και η αξία των μηνυμάτων που εκπέμπουν
είναι διαχρονική και φτάνει χίλια χρόνια μετά κατά την άποψη του Ηράκλειτου.
Και αυτό γιατί τα μηνύματα αυτά πηγάζουν από τα ένστικτα και την εικονική τους
παράσταση, δηλ. τα αρχέτυπα που μιλούν μέσα από το συλλογικό ασυνείδητο και
αντιπροσωπεύουν όλη τη σοφία του ανθρώπινου είδους και τη βούλησή του.
Η
ελληνική μυθολογία μέσα από τους μύθους που δημιούργησε άφησε μία πανανθρώπινη
κληρονομιά, η επικράτηση της οποίας παραμένει και σήμερα αναμφισβήτητη.
Χαρακτηριστική είναι η μυθολογική μαρτυρία σύμφωνα με την οποία ο Δίας, ο
κυρίαρχος του κόσμου, απέκτησε τη δύναμή του όταν μετά από συμβουλή της Νύκτας,
δηλαδή της απέραντης και αδιαμόρφωτης ακόμα περιοχής του ασυνείδητου, κατάπιε
τον Πρωτόγονο θεό-δημιουργό, που ήταν γυιός της, όπως μας διδάσκει η ορφική
θεογονία. Αυτός ο Πρωτόγονος, που ονομάστηκε Φάνης και ήταν φανερός μόνο στη
μητέρα του, συμβολίζει το πρώτο φανέρωμα του ασυνείδητου, την πρώτιστη αφανή
θερμότητα της δύναμής του. Έτσι, ο Λόγος-Δίας αφομοιώνοντας το ασυνείδητο με
την κατάποση του Πρωτόγονου – Φάνη πετυχαίνει να γίνει απόλυτος κυρίαρχος του
εαυτού του και του κόσμου. Αυτό που κατόρθωσε ο Λόγος – Δίας, να εναρμονίσει
δηλαδή το φως του συνειδητού με τα σκοτάδια του ασυνείδητου, αποτελεί και το
διαχρονικό ζητούμενο ολόκληρης της περιπέτειας του ανθρώπου πάνω στη γη. [4]
Η
ενίσχυση του «εγώ» από τις θετικές δυνάμεις που απεικονίζουν οδηγεί τον άνθρωπο
στην τελείωση μέσα από το μονοπάτι της αυτογνωσίας. Και είναι τόσο μεγάλος ο
γνωσιακός πλούτος που ενυπάρχει στο ασυνείδητο ώστε, όπως έχει χαρακτηριστικά
γραφτεί, αν ο όγκος της ανθρώπινης γνώσης παρομοιαστεί με ένα παγόβουνο που
επιπλέει στη θάλασσα μόνο το ένα όγδοο αυτού που είναι ορατό πάνω από την επιφάνεια
της θάλασσας αντιπροσωπεύει αυτό που ονομάζεται συνείδηση, ενώ τα επτά όγδοα
που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας είναι εκείνο που αποκαλούμε
ασυνείδητο. Για το λόγο αυτό και η αρχαία ελληνική μυθολογία αποτέλεσε το
αγαπημένο αντικείμενο έρευνας των θεμελιωτών της σύγχρονης ψυχανάλυσης. Κι αυτό
όχι άδικα. Γιατί οι Μύθοι του Προμηθέα και της Πανδώρας, των φαλλικών Δαναΐδων,
του Θησέα στον οποίο η Αριάδνη χάρισε τη λύτρωση μέσα από την αυτογνωσία και
κυρίως ο μύθος του Οιδίποδα, αποτελούν ακριβώς εκφράσεις πανανθρώπινων παθών,
αρχών και αξιών, όπως έγκυρα δέχονται οι πιο σοβαροί εκπρόσωποι της
ψυχανάλυσης. Ο Γιουνγκ έχει υποστηρίξει την άποψη ότι το αρχαίο πνεύμα δεν
δημιούργησε επιστήμη, αλλά μυθολογία. Δυστυχώς όμως, συνεχίζει ο ίδιος, από το
σχολείο παίρνουμε μόνο μία πολύ μικρή ιδέα για τον πλούτο και την τεράστια
ζωτική δύναμη της Ελληνικής Μυθολογίας. [5]
Όσες
φορές λοιπόν κατορθώνουμε να απογυμνώσουμε τα συναισθήματα από την επιστημονική
γνώση, τότε εκείνη η άβυσσος που χωρίζει την εποχή μας από την αρχαιότητα γεφυρώνεται
και, προς μεγάλη μας έκπληξη, διαπιστώνουμε ότι ο Οιδίποδας είναι ένα ζωντανό
στοιχείο για εμάς. Η ενδοσκόπηση μας διδάσκει ότι υπάρχει μία ταυτότητα στις
στοιχειώδεις ανθρώπινες συγκρούσεις, που είναι ανεξάρτητη από το χρόνο και τον
τόπο.
Για
να επιτευχθεί όμως αυτή η σύνδεση του σήμερα με το χθες, δηλαδή η επικοινωνία
με το διαχρονικό ψυχικό κέντρο της ύπαρξης, πράγμα που επιτυγχάνεται με το
πάντρεμα του μύθου και της ψυχανάλυσης, πρέπει να ακολουθηθεί ειδική
ερμηνευτική διαδικασία. Πρέπει δηλαδή η συμβολική γλώσσα στην οποία είναι
γραμμένοι οι μύθοι καθώς και τα μέσα που χρησιμοποιεί η ψυχανάλυση, (όνειρο και
ελεύθερος συνειρμός), να υποστούν την κατάλληλη ερμηνευτική επεξεργασία.
ΙΙΙ. Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ
ΟΝΕΙΡΩΝ
Όπως
αναφέρθηκε πάρα πάνω τόσο οι μύθοι όσο και τα όνειρα έχουν γραφτεί στη
συμβολική γλώσσα, την μοναδική παγκόσμια γλώσσα που έχει δημιουργήσει το
ανθρώπινο γένος. Η παγκοσμιότητα αυτής της γλώσσας αντιστοιχεί στο γεγονός ότι
τόσο οι μυθολογικές ιδέες όσο και τα όνειρα ανήκουν στη δομή του ασυνείδητου,
της κοινής δηλαδή και καθολικής ψυχολογικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας. Η
κατανόηση αυτής της γλώσσας, στην οποία διέπουσες κατηγορίες δεν είναι ο χώρος
και ο χρόνος αλλά η ένταση και ο συνειρμός, μας φέρνει σε επαφή με τα βαθύτερα
στρώματα της δικής μας προσωπικότητας. Εξάλλου, όπως έχει γραφτεί, η γνώση των συμβόλων έχει την ίδια αξία για
την κατανόηση του ασυνείδητου όση έχουν και οι μαθηματικοί τύποι για τη λύση
τυπικών προβλημάτων. [6] Όταν
μιλάμε για ερμηνεία του μύθου και των ονείρων δεν εννοούμε μία απλή γνωσιακή
και επιφανειακή προσέγγιση των εικόνων που προβάλλονται, αλλά μία νοητική
διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει τα ακόλουθα δύο στοιχεία : 1) Την αποκρυπτογράφηση του συμβόλου κάτω
από το ένδυμα του οποίου παρουσιάζονται τόσο οι μύθοι όσο και τα όνειρα και 2) την κατανόηση της βαθύτερης ουσίας και
του νοήματος που αυτά εκπέμπουν. Πρόκειται για μια εργασία η οποία
προϋποθέτει γνώση, προσπάθεια και διορατικότητα. Ο Φρόυντ και ο Γιούνγκ, αλλά
και οι επίγονοί τους, και κυρίως ο Εριχ Φρομμ, μας έδειξαν τον δρόμο της
ερμηνευτικής αυτής διαδικασίας και μας πρόσφεραν τον τρόπο αποκρυπτογράφησης του
κώδικα της συμβολικής γλώσσας. [7]
Οι μελέτες τους και οι ερμηνευτικές αναλύσεις τους για τους μύθους και τα
όνειρα αποτελούν ένα ουσιαστικό βοήθημα για όποιον αποφασίσει να ασχοληθεί με
την ανακάλυψη των μεγάλων μυστικών που κρύβονται στις μυθολογικές παραδόσεις
και στα όνειρα. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι τα σημάδια που αντλούμε από εδώ μας
δείχνουν τον δρόμο προς την λύτρωση
μέσω της αυτογνωσίας, χωρίς να περιγράφουν τον προορισμό.[8]
Στο στοιχείο αυτό ακριβώς κρύβεται και όλη η ελκυστικότητα της πορείας προς το
γνώθι σ’ αυτόν, αφού ο κάθε ένας από εμάς καλείται να γίνει ο ίδιος ο εξερευνητής
των σκιερών τόπων της ψυχής του. Καλείται δηλαδή να ζήσει την πιο συναρπαστική
περιπέτεια που του προσφέρει η επίγεια ζωή και να κατανικήσει έτσι την πικρή γεύση
της ανίας, της μοναξιάς, του άγχους και της ανασφάλειας, στις οποίες τον έχει
καταδικάσει το σύγχρονο κοινωνικό και οικονομικό σύστημα. Εξάλλου αυτής της
μορφής η ενδοσκόπηση φέρνει τον άνθρωπο σε επαφή με τον φαντασιακό συλλογισμό,
σε αντίθεση με τον κατευθυνόμενο συλλογισμό της πρακτικής οργάνωσης και δράσης,
ο οποίος φαντασιακός συλλογισμός από μόνος του συνδέει τον άνθρωπο με τις
ψυχολογικές ρίζες του. Κι αυτό αφού, όπως έχει επισημάνει ο Γιούνγκ, ο
συλλογισμός αυτός έχει διαφυλάξει μια επιτομή της εξελικτικής πορείας της
ιστορίας της ανθρώπινης ψυχής τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο.[9]
Πρώτος
ο Ηράκλειτος από τους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους κατανόησε την ακριβή φύση της
συμβολικής γλώσσας, όταν αναφερόμενος στους χρησμούς που έδινε το Μαντείο των
Δελφών διακήρυξε ότι ο άρχοντας στον
οποίο είναι αφιερωμένο το Μαντείο των Δελφών δεν μιλάει ούτε κρύβει, παρά
στέλνει σημάδια («Ο άναξ ού το
μαντείον εστι το εν Δελφοίς ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει».) [10]
Είναι
έργο λοιπόν δικό μας να ερμηνεύσουμε τα θεϊκά σημάδια που εκπέμπονται από τους
μύθους και τα όνειρα, των οποίων αποδέκτες είναι το σύνολο των μελών της
κοινωνίας στην πρώτη περίπτωση και το ίδιο το άτομο στην δεύτερη περίπτωση, για
να φτάσουμε στον πυρήνα της ευτυχίας, που είναι η καθαρή γνώση του εαυτού μας και
του σύμπαντος. Είναι χαρακτηριστικό ότι και η ίδια η ετυμολογία του ονόματος
της Σίβυλλας δείχνει ότι αυτή είναι η οντότητα που μεταφέρει αυτά τα θεϊκά
σημάδια, τα οποία ενσαρκώνουν την ίδια την βούληση του θεού, μέσα από τους
χρησμούς της. Το πρώτο συνθετικό του ονόματός της προέρχεται από τον δωρικό
τύπο Σιός, δηλαδή θεός και το δεύτερο συνθετικό από τον αιολικό τύπο βολή,
δηλαδή βούληση, όπως μας πληροφορεί ο λατίνος συγγραφέας Λακτάνιος. Κατά τον
Ηράκλειτο η γνώση είναι η προσέγγιση του συμπαντικού και ο στοχασμός πάνω στο
αφανές που υπάρχει τόσο στη φύση όσο και μέσα στην ανθρώπινη ψυχή. Η ανακάλυψη
ακριβώς αυτού του αφανούς στοιχείου προσφέρει την αληθινή γνώση, που είναι η
θεϊκή σπίθα η οποία έχει τοποθετηθεί καλά κρυμμένη μέσα στην ανθρώπινη φύση. Η
προσέγγιση λοιπόν αυτής της θεϊκής σπίθας και η αποκάλυψή της αποτελεί και τον
μοναδικό δρόμο για την λύτρωση μέσω της γνώσης.
Οι
σκέψεις αυτές οδηγούν απευθείας και στην ετυμολογία της λέξης «ερμηνεία». Εδώ
αξίζει να σημειωθεί ότι η ετυμολογική ανάλυση δεν αποτελεί μια άσκηση ύφους,
αλλά ένα δρόμο που μας πηγαίνει στην αρχέγονη προέλευση, προκειμένου να
φανερώσει το πρώτο νόημα και να μας δείξει μια κατεύθυνση, όπως υποστηρίζει ο
Κ. Αξελός.[11]
Σύμφωνα λοιπόν με την επικρατέστερη εκδοχή η λέξη «ερμηνεία» και το ρήμα
«ερμηνεύω» προέρχονται από τον θεό Ερμή, ο οποίος επονομαζόταν και «Διός
άγγελος», επειδή ερμήνευε το θέλημα του θεού στους θνητούς. Είναι ο «ερμηνεύς»
της θεϊκής βούλησης, αλλά παράλληλα είναι και ο Λόγος, ενδιάθετος ή προφορικός,
που μας επιτρέπει να επικοινωνούμε με το θεϊκό στοιχείο της γνώσης που έχουμε
μέσα μας, όπως μας έχουν διδάξει οι Στωικοί φιλόσοφοι.[12]
Η
ερμηνεία λοιπόν τόσο του υλικού της ψυχανάλυσης (ονείρων και ελεύθερου
συνειρμού) όσο και του μύθου δεν είναι μια απλή μηχανιστική μεταφορά εικόνων
στο γλωσσικό πεδίο και η μετατροπή τους σε σκέψη. Αντίθετα είναι μια «βιωματική
προσέγγιση» μέσω της οποίας και μόνο επιτυγχάνεται ο σκοπός της ερμηνείας τόσο
στον μύθο όσο και στην ψυχανάλυση. Και αυτό διότι για τον αρχαίο άνθρωπο που
δημιούργησε τον μύθο αυτός αποτελεί κομμάτι της ίδιας της ζωής και της ύπαρξής
του και με την έννοια αυτή βιώνεται από αυτόν ως αναπόσπαστο τμήμα της ψυχής
του.
Παράλληλα
στην ψυχανάλυση η όλη προσπάθεια είναι να δει ο αναλυόμενος όχι μόνο τις
εικόνες που βγαίνουν μέσα από τα όνειρα και τους ελεύθερους συνειρμούς του,
αλλά μέσα από αυτά να προσεγγίσει τα κρυμμένα, και συνήθως τοξικά, συναισθήματά
του και να τα ξεπεράσει, αφού τα βιώσει ως ζωντανή πραγματικότητα μέσα του.
Επομένως τόσο στον μύθο όσο και στην ψυχανάλυση υπάρχει το ακόλουθο κοινό
αποφασιστικό στοιχείο : Η βαθύτερη κατανόηση των συμβόλων είναι εκείνη που
οδηγεί στο λυτρωτικό αποτέλεσμα. Και είναι ακριβώς αυτή η λειτουργική σημασία
της ερμηνευτικής μεθόδου, όπως αυτή προσδιορίζεται παρά πάνω, η οποία οδήγησε
τον Φρόυντ στην εξαιρετικά ευφυή σύλληψη της ψυχαναλυτικής τεχνικής, αλλά και στην
σύνδεση των σύγχρονων νευρώσεων με τους μύθους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η
γερμανική γλώσσα, δηλαδή η γλώσσα του Φρόυντ, στο ρήμα «ερμηνεύω» εμπεριέχει με
σαφήνεια την πάρα πάνω έννοια της ερμηνείας των μύθων και των ονείρων. Στα
γερμανικά το ρήμα ερμηνεύω αντιστοιχεί με το «uebersetzen» το οποίο στην κυριολεξία
σημαίνει την μετάβαση από έναν τόπο
σε έναν άλλο, από μια κατάσταση σε μια άλλη. Όπως χαρακτηριστικά έχει γραφτεί,
είναι σαν ένας βαρκάρης να μας μεταφέρει με τη βάρκα του από την μια όχθη του
ποταμού στην απέναντι όχθη. Έτσι η ερμηνευτική διαδικασία χάνει πλέον το καθαρά
μηχανιστικό περιεχόμενό της και γίνεται πράξη. Μια πράξη μέσω και δια της
οποίας επέρχεται η ποιοτική αλλαγή στην ανθρώπινη κατάσταση και από την όχθη
της άγνοιας μεταφέρει το άτομο στην όχθη της εσωτερικής γνώσης και κατανόησης.
Βαρκάρης – ερμηνευτής στην περίπτωση των ακατανόητων φθόγγων της Σίβυλλας ήταν
ο ιερέας, ενώ στα όνειρα και τον ελεύθερο συνειρμό είναι ο ψυχαναλυτής, γνώστες
και οι δύο των μυστικών κωδίκων της συμβολικής γλώσσας. Με αυτήν ακριβώς την
έννοια μιλάει ο Φρόυντ για την ερμηνεία των ονείρων και των ελεύθερων
συνειρμών, η οποία και οδηγεί στο λυτρωτικό αποτέλεσμα τόσο στην περίπτωση της
ερμηνείας των μύθων όσο και στην ψυχανάλυση.
IV. ΑΡΧΑΙΟ ΔΡΑΜΑ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ
Από
εκπροσώπους της ευρωπαϊκής διανόησης έχει εκφραστεί η απορία για το πώς είναι
δυνατόν η αρχαία ελληνική τραγωδία να διατηρεί την επικαιρότητά της μετά από
δυόμισι περίπου χιλιάδες χρόνια, να συγκεντρώνει το παγκόσμιο ενδιαφέρον και να
συγκινεί τον σύγχρονο άνθρωπο σε όλα τα πλάτη και μήκη της γης. Η απάντηση που
ταιριάζει σ’ αυτήν την απορία είναι ότι η διαχρονική αυτή επικαιρότητα του
αρχαίου δράματος δεν οφείλεται μόνο στην απαράμιλλη αισθητική αρτιότητα των
κειμένων, την πλοκή και την δράση πάνω στη σκηνή, αλλά κυρίως στο γεγονός ότι
εκφράζει τις βαθύτερες αλήθειες της ανθρώπινης φύσης. Αυτές τις αλήθειες που
συγκροτούν την πραγματικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Όπως
αναφέρθηκε παρά πάνω, ο ίδιος ο Γιούνγκ έχει διακηρύξει ότι ο Οιδίπους είναι
ένα ζωντανό στοιχείο και για τον σύγχρονο κόσμο.[13] Η
ενδοσκόπηση στην ουσία των τραγωδιών που έχουν σαν ήρωα τον Οιδίποδα μας
διδάσκει την πραγματικότητα και την διαχρονικότητα των ψυχικών συγκρούσεων.
Έτσι η παράσταση μιας αρχαίας τραγωδίας μοιάζει με την σύγχρονη ψυχανάλυση,
αφού σε αυτήν ανιχνεύονται στοιχεία που υπάρχουν και στη σημερινή ψυχοδυναμική
και ψυχοθεραπευτική εκπαίδευση διαφόρων αναλυτικών κατευθύνσεων. Τέτοια
στοιχεία είναι η έκσταση, ο ενθουσιασμός, η σύγκρουση, η κάθαρση και η
εσωτερική ελευθερία, που συνοδεύονται από την μεταμφίεση και το προσωπείο. Στο
αρχαίο δράμα, όπως φανερώνει και η ίδια η λέξη, γίνεται στην ουσία
«εκδραμάτιση» των προσωπικών βιωμάτων του τραγικού ήρωα πάνω στην σκηνή.
Κλασσικές περιπτώσεις τέτοιων προσωπικών βιωμάτων τα οποία εκφράζουν τις
διανθρώπινες ψυχικές συγκρούσεις, αποτελούν π.χ. η σχέση της Αντιγόνης και του
Κρέοντα στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή, η οποία φέρνει στο φως την αρχέτυπη
σύγκρουση ανάμεσα στον πατέρα και την κόρη. Ο ίδιος ο Φρόυντ έχει χαρακτηρίσει
την τραγωδία του Σοφοκλή «Οιδίπους τύραννος» παρόμοια με την ψυχαναλυτική
διαδικασία, μέσα στην οποία ο αναλυτής διαπιστώνει ότι οι ερμηνείες των
γεγονότων από το μάντη Τειρεσία ακούγονται σαν ψυχαναλυτικές ερμηνείες. Ο
Τειρεσίας δηλαδή έχει την ικανότητα να δει, να καταλάβει και να εξηγήσει την
πραγματική αιτία και το αποτέλεσμα, που συνδέεται με αυτήν, πράγματα που ο
ίδιος ο Οιδίποδας αγνοεί. Έτσι η τραγωδία αυτή έχει με επιτυχία χαρακτηριστεί
ως μία «δραματοποίηση της ψυχαναλυτικής θεραπευτικής διαδικασίας».[14]
Το μεγάλο λοιπόν μυστικό της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας είναι ότι μέσα από την
εκδραμάτιση τραγικών για τον ήρωα καταστάσεων πετυχαίνει την αριστοτελική
«κάθαρση». Αυτό που εδώ μοιάζει να είναι αντιφατικό, πώς δηλαδή μέσα από την
αναπαράσταση τραγικών γεγονότων να προκαλείται η λύτρωση του θεατή, έχει την
εξήγησή του. Ο θεατής δηλαδή συμμετέχει στις τραγικές συγκρούσεις και τα
διλήμματα που αντιμετωπίζει ο ήρωας, αφού τις ίδιες συγκρούσεις αντιμετωπίζει
και αυτός σε ατομικό επίπεδο. Και για το λόγο αυτό συμμερίζεται και την ένταση
της συναισθηματικής φόρτισης του ήρωα. Όμως εδώ παρεμβάλλεται ο αμυντικός μηχανισμός της επανάληψης. Κατά
τον Φρόυντ η επανάληψη είναι η πιο αρχέγονη και η πιο στοιχειώδης τάση που
ενυπάρχει στην ανθρώπινη φύση, η οποία επισκιάζει
και υπερβαίνει ακόμα και το στοιχείο της ηδονής.[15]
Μέσα από τον μηχανισμό της επανάληψης λοιπόν το άτομο όχι απλώς «θυμάται»,
αλλά «επαναβιώνει» μέσα στο παρόν απωθημένα περιστατικά, τα οποία συνειδητοποιεί
ότι αυτά δεν είναι τίποτα άλλο από ένα λησμονημένο παρελθόν. Η συνειδητοποίηση
ακριβώς αυτών των συμβάντων – βιωμάτων και η τοποθέτησή τους στο παρελθόν τους
αφαιρεί τον καταθλιπτικό τους χαρακτήρα και έτσι επιτυγχάνεται το θεραπευτικό
αποτέλεσμα της τραγωδίας. Είναι η ίδια διαδικασία που ακολουθείται στην
ψυχαναλυτική τεχνική, όπου η προσπάθεια του ψυχαναλυτή δεν είναι μόνο να
καταφέρει τον ασθενή να θυμηθεί και να ξαναζήσει
τα απωθημένα βιώματά του, αλλά και να τον πείσει
ότι τα βιώματα αυτά δεν είναι παρά μόνο η αντανάκλαση ενός παρελθόντος που
αυτός έχει ξεχάσει. Όπως εξάλλου έχει υποστηριχτεί βάσιμα μεγάλοι ψυχαναλυτές θεμελίωσαν
τις θεωρίες τους επηρεασμένοι από την αρχαία ελληνική τραγωδία και βασίστηκαν
σε μηχανισμούς άμυνας που πρώτοι οι Έλληνες τραγικοί ποιητές έχουν περιγράψει.
Η τραγωδία με τον διάλογο θέτει επί σκηνής την τραγική σύγκρουση του ήρωα μέσω
ιεροτελεστικών θρύλων, ενώ η ψυχανάλυση μεταφέρει το χθες της τραγωδίας στο
παρόν, επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτό τη διαχρονικότητά της. Τρανή απόδειξη
του διαχρονικού αυτού στοιχείου του αρχαίου δράματος, όπως επίσης και της
θεραπευτικής επίδρασης και της στενής σχέσης του με την ψυχαναλυτική μέθοδο,
αποτελεί το γεγονός ότι σύγχρονοι σκηνοθέτες όπως ο Πήτερ Μάινεκ χρησιμοποιούν
τις παραστάσεις των ελληνικών τραγωδιών, και κυρίως τον Αίαντα και τον Φιλοκτήτη, για
να θεραπεύσουν τα ψυχικά τραύματα των βετεράνων των πολέμων της Αμερικής στο
Αφγανιστάν και στο Ιράκ, τα οποία τραύματα προκλήθηκαν από τις βασανιστικές και
απάνθρωπες εμπειρίες που αυτοί βίωναν κατά τη διάρκεια του πολέμου.
V. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ
ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ
Αν
ο πραγματικός στόχος της ψυχανάλυσης είναι η γνώση του ασυνείδητου, δηλαδή η
μελέτη των απωθημένων ενορμήσεων, συναισθημάτων και φαντασιώσεων, τότε πρέπει
να παραδεχτούμε ότι ο άμεσος δάσκαλος του Φρόυντ είναι ο Σωκράτης. Και αυτό
γιατί ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος δημιούργησε πάνω στην αρχή της αυτογνωσίας την
καθαρτική μέθοδο ανάλυσης του ατόμου, που την ονόμασε «Μαιευτική της Ψυχής».
Πάνω ακριβώς σ’ αυτή τη μέθοδο του Σωκράτη ο Φρόυντ θεμελίωσε την ψυχαναλυτική
τεχνική. Επίσης και η ανάπλαση των παραστάσεων που γίνεται στο ντιβάνι της
ψυχανάλυσης μέσω των ελεύθερων συνειρμών έχει τις ρίζες της στη Σωκρατική
διδασκαλία. Όπως μας πληροφορεί ο Πλάτωνας στα έργα του «Φαίδων» και «Μένων», ο
Σωκράτης υποστήριζε την άποψη ότι η γνώση δεν είναι τίποτα άλλο, παρά η ανάμνηση. Η ίδια η ψυχή είναι μία
αποθήκη μνήμης με τον οποία ο συνειδητός άνθρωπος αποκτά επικοινωνία και
πρόσβαση, αν συγχρονιστεί σωστά, ώστε να μπορεί να την δεχτεί, και αν
ακολουθήσει την ορθή διαδικασία. Η διαδικασία αυτή είναι η διαλεκτική μέθοδος
με την οποία επαναφέρεται στη συνειδητή μνήμη η συσσωρευμένη αυτή γνώση. Κατά
την Σωκρατική δηλαδή θεωρία η μάθηση που οδηγεί στην απόκτηση της γνώσης είναι μία
διαδικασία «ανάκλησης στη μνήμη». Αυτό
τονίζεται στον Πλατωνικό διάλογο «Μένων», όπου διακηρύσσεται ότι «το γαρ ζητείν άρα και το μανθάνειν
ανάμνησις όλων εστί».[16]
Οι αισθητηριακές αντιλήψεις αποτελούν για την ψυχή απλώς την αφορμή να
ξαναθυμηθεί τη γνώση που υπήρχε ήδη μέσα της. Το ουσιαστικό στοιχείο που
συνδέει τις φιλοσοφικές αυτές αντιλήψεις με την ψυχανάλυση είναι το γεγονός ότι
ο Πλάτωνας κυρίως στον «Φαίδωνα»[17]
υποστηρίζει την άποψη ότι η ανάμνηση βασίζεται στον συνειρμό, ακριβώς όπως η
ψυχανάλυση βασίζεται στον ελεύθερο συνειρμό. Ως συνειρμός εδώ νοείται μία
λογική κατηγορία που υπόκειται σε νόμους, αντίστοιχους ποιοτικά προς τους
νόμους της ομοιότητας, της αντίθεσης και της γειτνίασης στο χώρο και στο χρόνο.
Αυτή ακριβώς η ανάλυση είναι και η πρώτη ιστορικά ψυχολογική προσπάθεια για την
ανεύρεση των νόμων του συνειρμού και της ανάκλησης των λησμονημένων
παραστάσεων. Εδώ πρέπει να τονιστεί και η τεράστια συνεισφορά του Αριστοτέλη, ο
οποίος συνέχισε αυτή την προσπάθεια και διατύπωσε μετά τους νόμους του
συνειρμού της κλασσικής ψυχολογίας. Και είμαστε σήμερα σε θέση να γνωρίζουμε
ότι οι ελεύθεροι συνειρμοί αποτελούν τη μοναδική μέθοδο για την κατανόηση της
ύπαρξης, της ουσίας και της έννοιας των ασυνείδητων τάσεων, όπως υποστηρίζει η
Κάρεν Χόρνεϋ.[18]
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Πλάτωνας συνδέει τη γνώση, εκτός από την ανάμνηση,
και με την αλήθεια. Και τονίζει στον
διάλογο «Μένων» ότι η αλήθεια των όντων είναι μέσα στη ψυχή μας. Γι’ αυτό
πρέπει να φροντίζουμε να μην περιπέσει σε λήθη,
γιατί η λήθη είναι η απώλεια της γνώσης, όπως σημειώνεται στο Συμπόσιο. («Λήθη γαρ επιστήμης έξοδος»). Έτσι
συνδέεται ετυμολογικά η λέξη αλήθεια με την αποφυγή της λήθης (α στερητικό +
λήθη). Αν λοιπόν η αλήθεια σημαίνει να
μην ξεχάσω, τότε η αναζήτηση της αλήθειας ενέχει τη διαδικασία του να θυμηθώ ή να ξεσκεπάσω αυτά που χάθηκαν από το συνειδητό πεδίο.
Εκτός
όμως από τον Φρόυντ και η άλλη μεγάλη Σχολή της ψυχανάλυσης που ίδρυσε ο
Γιουνγκ εμπνεύστηκε την θεωρία των αρχετύπων από την Πλατωνική θεωρία των
Ιδεών. Κατά τον Πλάτωνα και τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, κυρίως τον Πλωτίνο,
ο κόσμος του νου όπου υπάρχουν οι πλατωνικές ιδέες θα μπορούσε να παρεμβληθεί
με το «Εαυτό» του Γιουνγκ, μέσα στο οποίο περιέχεται το ασυνείδητο. Εξάλλου «ο
θεϊκός νόμος» για τον οποίο μιλάει ο Πλωτίνος αποτελεί ακριβώς την ιδεατή μορφή
του «εαυτού» που έχει επιτύχει την «εξατομίκευση»,
την οποία διδάσκει η θεωρία του Γιουνγκ.[19] Η
προσπάθεια λοιπόν που καταβάλλει ο φιλόσοφος για την ανακάλυψη των μυστικών της
ζωής, επομένως και του ανθρώπινου ψυχισμού, είναι παράλληλη με την προσπάθεια
που κάνει ο αναλυόμενος να αποδεχτεί όλο και μεγαλύτερο μέρος των ψυχικών
περιεχομένων του που βρίσκονται στο σκοτάδι.
Εκείνος
όμως που μπορεί να θεωρηθεί πραγματικά ως ο θεμελιωτής των εννοιολογικών βάσεων
πάνω στις οποίες στηρίχτηκε η ψυχανάλυση είναι ο Ηράκλειτος, ο μεγαλύτερος ίσως Έλληνας φιλόσοφος. Ο Ηράκλειτος
είναι εκείνος που με τα αποφθέγματά του εξέπεμψε σε ολόκληρη την ανθρωπότητα
τις αρχές πάνω στις οποίες στηρίχτηκαν οι σημαντικότεροι ψυχαναλυτές, για να διατυπώσουν
τις θεωρίες τους και να αναπτύξουν την ψυχαναλυτική μέθοδό τους.
Η
πρώτη αρχή που διακήρυξε ο Ηράκλειτος είναι ότι η ουσία των πραγμάτων βρίσκεται
κρυμμένη μέσα ή κάτω από την επιφάνεια («φύσις
κρύπτεσθαι φιλεί»)[20] Σαν να
υπάρχει μία ενεργή επιθυμία στη φύση να μην αποκαλύπτεται, πράγμα που αποτελεί
και συστατικό γνώρισμά της. Η βασική αυτή αρχή εμφανίζεται ως διέπουα αρχή στο
περιεχόμενο του ασυνειδήτου, το οποίο παραμένει κρυφό. Τόσο ο Φρόυντ όσο και ο
Γιουνγκ προσέγγισαν με προσοχή αυτήν τη θεμελιώδη ιδιότητα του ασυνειδήτου, ενώ
η προσπάθεια ανίχνευσης των μυστικών του καθόρισε και τη μέθοδο που αυτοί
ακολούθησαν. Ο ίδιος ο Φρόυντ έχει επισημάνει ότι η ψυχική πραγματικότητα δεν
είναι προσπελάσιμη από τον ευθύ δρόμο, ακριβώς γιατί είναι κρυμμένη. Είμαστε
λοιπόν εξαναγκασμένοι να οικοδομούμε στο σκοτάδι. Αλλά και ο Γιουνγκ ασχολήθηκε με αυτή την κρυμμένη ψυχική
πραγματικότητα του ασυνείδητου, την οποία και ονόμασε σκιά. Μία σκιά που η φανέρωσή της οδηγεί στον άνθρωπο στη λύτρωση.[21]
Ο Ηράκλειτος αποκλήθηκε σκοτεινός
φιλόσοφος όχι γιατί διατύπωσε τη θεωρία του με γρίφους και επομένως είναι
δυσνόητος, αλλά γιατί τον χαρακτήριζε η αναγκαιότητα να παρουσιάσει την αληθινή
φύση των πραγμάτων.[22]
Η
δεύτερη βασική αρχή της ψυχανάλυσης, σύμφωνα με την οποία οι ασυνείδητες
ενορμήσεις χαρακτηρίζονται ως άκαμπτες που επιδιώκουν οπωσδήποτε την
ικανοποίησή τους, ανιχνεύεται επίσης στον Ηράκλειτο. Αυτός είναι που εξέφρασε
πρώτος την αρχή ότι ο αφανής δεσμός
είναι ισχυρότερος από τον φανερό «αρμονίη αφανής φανερής κρείττων», αρχή
που διέπει ολόκληρο τον φυσικό κόσμο, επομένως και τον ψυχισμό του ανθρώπου.[23]
Αλλά
εκεί που διαπιστώνεται η καταλυτική συνεισφορά του Ηράκλειτου στη θεωρία της
ψυχανάλυσης είναι το απόφθεγμά του στο οποίο διακηρύσσει ότι μέσα από την
ενδοσκόπηση και την αυτοεξέταση προσπάθησε να γνωρίσει τον εαυτό του («εδιζησάμην εμεωυτόν»).[24] Το
δελφικό παράγγελμα «γνώθι σ’ αυτόν» αποκτά στην προαναφερόμενη ρήση του
Ηράκλειτου το βαθύ νόημά του. Το ζήτημα δηλαδή κατά τον φιλόσοφο δεν είναι τόσο
το να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του, όσο το να ψάξει να τον βρει. Ο Ηράκλειτος
μας δίνει με αυτό του το απόφθεγμα μία διπλή συμβουλή : Να επιζητούμε να
εξερευνήσουμε τα σκοτεινά βάθη του εαυτού μας, χωρίς να ξεχνάμε ότι η ψυχή του
ατόμου που ψάχνει αποτελεί ένα απόσπασμα της ολότητας, η οποία και αυτή
υπακούει στον θείο νόμο του συμπαντικού γίγνεσθαι. Το φως και τα σκότη που
αντιτίθενται και συντίθενται μέσα στον κόσμο υπάρχουν και στην ψυχή του
ανθρώπου. Εδώ ακριβώς καταφαίνεται και η αντιστοιχία της διδασκαλίας του Ηράκλειτου
με τις βασικές αρχές και τους στόχους της ψυχανάλυσης, η οποία αποτελεί ακριβώς
μία διαδικασία και μία προσπάθεια αυτογνωσίας, με την ευρύτερη έννοια του όρου,
ώστε να περιλαμβάνει και το πεδίο του ασυνειδήτου. Μία διαδικασία επίπονη και
βασανιστική για τον αναλυόμενο, μέσω της οποίας όμως επιδιώκεται η λύτρωση δια
της αυτογνωσίας. Οι μεγάλοι ψυχαναλυτές και κυρίως ο Φρόυντ και ο Γιούνγκ που
ήταν βαθείς γνώστες της αρχαίας ελληνικής παιδείας, άντλησαν από τη διδασκαλία
του Ηράκλειτου τα στοιχεία που τους χρειάζονταν για να οικοδομήσουν τις θεωρίες
τους.
VI. Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΙΦΙΚΛΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ
ΜΕΛΑΜΠΟΔΑ
Ο Μύθος
Το
πιο ζωντανό παράδειγμα που καταδεικνύει ότι ο αρχαίος ελληνικός κόσμος εγνώριζε
τα βασικά στοιχεία της ψυχαναλυτικής θεραπείας και πριν από την πρώτη
χιλιετηρίδα π.Χ., δηλαδή τουλάχιστον τρεις χιλιάδες χρόνια πριν από τον Φρόυντ,
αποτελεί η θεραπεία της ανικανότητας του Ιφικλου από τον Μελάμποδα.
Ο
Ιφικλος ήταν για του Φύλακου, Θεσσαλού ήρωα, απόγονου του Αιόλου και βασιλιά
της πόλης Φυλάκης που βρισκόταν στο όρος Ορθρυς. Ο Μελάμπους ήταν ο πρώτος
γνωστός γιατρός της αρχαιότητας και έζησε γύρω στον δωδέκατο αιώνα π.Χ., δηλαδή
ήταν αρχαιότερος του Ασκληπιού και του Ιπποκράτη. Εκείνο που χαρακτηρίζει
κυρίως την θεραπευτική μέθοδο του Μελάμποδα είναι η βαθειά γνώση του ανθρώπινου
ψυχισμού και των δυνάμεων του ασυνείδητου. Με εξαιρετική διορατικότητα αυτός ο
ιερομάντης έκανε ορθές διαγνώσεις, κατά τις οποίες διαπίστωνε ότι η σωματική
νόσος είχε ψυχογενή αιτιολογία, και ότι για την αντιμετώπιση των νοσηρών
συμπτωμάτων ήταν αναγκαίο να επιλυθεί η ψυχική σύγκρουση, η οποία προκαλούσε
τόσο αυτά τα συμπτώματα όσο και την ίδια την ασθένεια. Επίσης ο Μελάμπους είχε
την ικανότητα να καταλαβαίνει τη γλώσσα των πουλιών και των ζώων, χάρις σε μία
ευεργεσία που έκανε σε ορισμένα φίδια που βρίσκονταν στην αυλή του σπιτιού του
και τα οποία προσπάθησαν να εξολοθρεύσουν οι υπηρέτες του. (Για το μύθο του
Μελάμποδα και πώς αυτός απέκτησε τη θεραπευτική του ικανότητα όπως επίσης και
για τη διαχρονικότητα των χαρακτηριστικών αυτής της μεθόδου του βλέπετε τις
αντίστοιχες εισηγήσεις μας «Ο Μελάμπους : Ο Αρχαίος Μύθος και τα Διαχρονικά του
Μηνύματα» και «Διαχρονικά Χαρακτηριστικά της Θεραπευτικής Μεθόδου των
Μελαμποδιδών» σε τόμο πρακτικών 1ου και 2ου Συμποσίου για
τον Μελάμποδα, Καλάβρυτα, 2011 και 2012, αντίστοιχα, έκδ. 2013).
Κατά
τον μύθο ο Μελάμπους βρέθηκε φυλακισμένος στην αυλή του βασιλιά Φύλακου και
όταν αυτός προέβλεψε την κατάρρευση του κτίσματος της φυλακής στην οποία
εκρατείτο, πράγμα που επιβεβαιώθηκε αμέσως μετά αφού το κτίσμα πράγματι
κατέρρευσε, ο Φύλακος αντιλήφθηκε ότι ο κρατούμενός του ήταν ένας προικισμένος
άνθρωπος, που κατείχε μαντικές δυνάμεις. Δεν έχασε λοιπόν την ευκαιρία και του
ζήτησε να θεραπεύσει το γυιό του από την σεξουαλική ανικανότητα από την οποία
έπασχε, ενώ του υποσχέθηκε ότι σε περίπτωση επιτυχίας θα τον άφηνε ελεύθερο και
θα του έδινε μεγάλα δώρα. Ο Μελάμπους δέχτηκε την πρόταση του Φύλακου και
προετοίμασε την θεραπευτική διαδικασία κατά τον ακόλουθο τρόπο : Θυσίασε δύο
ταύρους προς τιμήν του Διός και στη συνέχεια διαμέλισε τα σφάγια και κάλεσε τα
πουλιά να γευτούν το κρέας των ταύρων. Μετά τα ερώτησε, αφού καταλάβαινε τη
γλώσσα τους, για την αιτία της ασθένειας του Ιφικλου. Όμως τα πουλιά δεν ήταν
σε θέση να τον πληροφορήσουν και του είπαν να καλέσει τον γύπα (αιγυπιό τον
αποκαλούν οι πηγές) ο οποίος δεν είχε πάει στη συνάντηση. Αυτός, αφού γεύτηκε
τα σφάγια άρχισε να φανερώνει σιγά – σιγά την αιτία της ανικανότητας του
Ιφικλου και είπε τα εξής: Κάποτε ο Φύλακος ευνούχιζε κριάρια στους αγρούς και
τη σκηνή αυτή παρακολουθούσε ο Ιφικλος, που ήταν τότε μικρό παιδί. Καθώς
κρατούσε το ματωμένο μαχαίρι ο πατέρας είδε ότι ο γυιός του ήταν ταραγμένος και
θέλοντας να τον τρομάξει («εκπλήξαι θέλων») πέταξε το μαχαίρι κοντά στο παιδί.
Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή που υποστηρίζεται από τον Φερεκύδη η αιτία της
αντίδρασης αυτής του πατέρα ήταν όταν είδε τον γυιό του να κάνει κάποια
ανάρμοστη πράξη («δια το ιδείν αυτόν άτοπόν τι ποιούντα»).[25]
Ο συγγραφέας και γιατρός Γ. Τσουκαντάς θέτει το ερώτημα μήπως αυτό το «άτοπο»
που έκανε το παιδί δεν ήταν παρά η θωπεία των γεννητικών του οργάνων.[26]
Γι’ αυτό και ο Φύλακος οργίστηκε και καταδίωξε τον Ιφικλο, τον οποίο όμως δεν
κατόρθωσε να φτάσει αφού το παιδί έτρεχε τρομαγμένο πιο γρήγορα από αυτόν και
τότε έμπηξε οργισμένος το μαχαίρι που κρατούσε σε μία άγρια αχλαδιά, σύμφωνα με
μία άποψη. Ο Απολλώδορος όμως υποστηρίζει ότι το δένδρο αυτό ήταν η ιερή δρυς,
κοινώς βελανιδιά. Ο ίδιος επίσης, περιγράφοντας τη σκηνή αυτή, γράφει ότι ο
πατέρας δεν ακολούθησε τον Ιφικλο, ο οποίος έφυγε φοβισμένος, αλλά αρχικά
πέταξε το μαχαίρι προς το γυιό του και μάλιστα κοντά στα γεννητικά του όργανα
(«συνέβη επενεγκείν αυτόν εν τοις μορίοις του παιδός») και ακολούθως το έμπηξε
στον κορμό του δένδρου. Καθώς ο καιρός περνούσε ο κορμός του δένδρου μεγάλωνε
και κάλυψε εντελώς το μαχαίρι («ταύτην την μάχαιραν αμφιτροχώσας εκάλυψεν ο
φλοιός», όπως μας πληροφορεί ο Απολλόδωρος).[27]
Το
μαχαίρι σιγά – σιγά σκούριαζε από τους χυμούς των δένδρων, ενώ το περιστατικό
αυτό ξεχάστηκε, όσο περνούσαν τα χρόνια. Όμως έμεινε μία πληγή για το παλάτι
και για τον ίδιο τον Φύλακο : Ο γυιός του είχε σφραγιστεί από την ερωτική
ανικανότητα με συνέπεια να κινδυνεύσει η συνέχεια της δυναστείας, ένεκα της
αδυναμίας του Ιφικλου να αποκτήσει απογόνους. Όλες οι αρχαίες πηγές συμφωνούν
ότι αιτία αυτής της ανικανότητας του Ιφικλου ήταν ο τρόμος που δοκίμασε από το
συμβάν που περιγράφεται πάρα πάνω, όπως φανέρωνε στον Μελάμποδα ο ίδιος ο
γύπας. Ο Ευστάθιος μας πληροφορεί σχετικά «τον Ιφικλον εντεύθεν μη παιδοποιείν
δια το εκείθεν δέος!![28] Με την
άποψη αυτή του Ευστάθιου συμφωνούν τόσο ο Φερεκύδης όσο και ο Απολλόδωρος.
Ακολούθως
ο γύπας υπέδειξε στον Μελάμποδα και τη θεραπευτική διαδικασία που θα έπρεπε να
ακολουθήσει. Αφού τον οδήγησε στο δένδρο όπου βρισκόταν το μαχαίρι του είπε να
ξύσει τη σκουριά του, να την ανακατέψει μέσα σε κρασί και από αυτό το μίγμα να
πίνει ο Ιφικλος επί δέκα ημέρες. Ο Μελάμπους ακολούθησε τις οδηγίες του γύπα, ο
Ιφικλος θεραπεύτηκε από την ανικανότητα και απέκτησε δύο γυιους : Τον Ποδάρκη
και τον Πρωτεσίλαο, οι οποίοι μάλιστα έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο, όπως μας
πληροφορούν ο Απολλόδωρος και ο Ευστάθιος.
(Για
το μύθο της θεραπείας του Ιφικλου από τον Μελάμποδα υπάρχουν ακόμα οι ακόλουθες
αρχαίες πηγές : 1. Ομήρου Οδύσσεια λ 287-297 και ο 222-242, 2. Τα σωζόμενα
αποσπάσματα από την Μελαμποδία του Ησιόδου, Rzach απόσπ. 165-166 και «Μεγάλες
Ηοιες», Rzach απόσπ. 140. Από την αλλοδαπή
βιβλιογραφία βλέπετε επίσης το έργο της Ingrid Loeffler «Die Melampodie”, εκδ. Anton Hein 1963, σελ. 34 κ. επ.)
Η ερμηνεία του Μύθου της θεραπείας
του Ιφικλου
Η
ερμηνεία των επί μέρους στοιχείων που συγκροτούν τη θεραπευτική διαδικασία την
οποία ακολούθησε ο Μελάμπους, όπως την αντλούμε από τις αρχαίες πηγές (Ησίοδο,
Ευστάθιο, Φερεκύδη, Απολλόδωρο) οδηγεί σε εντυπωσιακά συμπεράσματα.
Καταδεικνύει δηλαδή ότι ο θεραπευτής αυτός εγνώριζε όχι μόνο τις δυνάμεις που
λειτουργούσαν στο ασυνείδητο του Ιφικλου, αλλά και ότι κατείχε την ψυχαναλυτική
μέθοδο και τεχνική. Αν ακολουθήσουμε την ερμηνεία των συμβόλων που μας παρέχει
ο μύθος, όπως η ερμηνευτική αυτή διαδικασία αναλύθηκε πάρα πάνω, θα οδηγηθούμε
σε αυτό το συμπέρασμα με ασφάλεια.
1) Η θυσία των ταύρων
Δεν
πρέπει να λησμονούμε ότι η θεραπεία του Ιφικλου έγινε την προ Ομηρική εποχή,
τότε δηλαδή που η θεραπευτική διαδικασία ήταν κυρίως «θεουργική». Αυτή ακριβώς
η θεουργική ιατρική μπορεί να θεωρηθεί και ως λίκνο της ψυχοθεραπευτικής και
ψυχαναλυτικής μεθόδου. Έτσι και ο Μελάμπους, παράλληλα με την επιστημονική
ιατρική που ασκούσε, χρησιμοποιούσε τα θεουργικά στοιχεία, όπως είναι η θυσία
του ζώου, για να εξευμενισθεί το θείο. Όπως όμως μας έχει διδάξει ο Φρόυντ στο
έργο του «Τοτέμ και Ταμπού» η θυσία στα αρχαία χρόνια εκτός από στοιχείο
λατρείας δεν έπαυε να επιτελεί και ψυχαναλυτικό ρόλο. Η συμμετοχή στο κοινό
γεύμα καταπραΰνει τις ενοχές της αρχαίας ψυχής, αφού αποκαθιστά την αρχική
παραδείσια ενότητα, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της θυσίας. Εδώ θύτης και θύμα
γίνονται ένα μεταξύ τους και με το σύμπαν, ο μικρόκοσμος και ο μακρόκοσμος
συναντώνται και πετυχαίνεται έτσι η ενότητα.[29] Στη
συγκεκριμένη περίπτωση η ενοχή που βάραινε την οικογένεια του Φύλακου προήλθε
από την οργή των θεών, οι οποίοι είχαν οργιστεί για τον ευνουχισμό των ζώων,
τον οποίο αυτός είχε προκαλέσει, όπως μας πληροφορούν οι πηγές («θύσας τε θεοίς τοις μηνίουσιν υπέρ της των
τετραπόδων ευνουχίας»).[30]
Η
επιλογή του ταύρου ως θυσιαζόμενου ζώου οφείλεται στον συμβολισμό που αυτός
είχε στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Ο ταύρος δηλαδή ήταν για τους αρχαίους
Έλληνες ο συμβολισμός του ίδιου του Διόνυσου, των δυνάμεων της φύσης και της
δημιουργικής αναζωογόνησής της. Η επίκληση επομένως στους θεούς, μέσω της
θυσίας, είχε διπλό στόχο : Αφενός μεν να τον εξευμενίσει από την οργή του,
γιατί ο ευνουχισμός των κριαριών από τον Ιφικλο προσέβαλε κυρίως τις δυνάμεις
της ερωτικής αναζωογόνησης, τις οποίες ο θεός αυτός αντιπροσώπευε, αφετέρου δε
γιατί οι δυνάμεις ακριβώς αυτές θα μπορούσαν να οδηγήσουν τον Ιφικλο στην
αποκατάσταση της σεξουαλικής του ικανότητας.
2) Η πρόσκληση των πουλιών και
αιγυπιού.
Τα
πουλιά συμβολίζουν την ικανότητα για επικοινωνία με τους θεούς και για την
είσοδο σε μία ανώτερη κατάσταση συνείδησης όπως επίσης τη δύναμη της σκέψης και
της φαντασίας.[31]
Ο
Μελάμπους ως ιατρομάντης, επομένως και οιωνοσκόπος, είχε άμεση επικοινωνία μαζί
τους, αφού εγνώριζε και τη γλώσσα τους. Εγνώριζε δηλαδή τη γνώση της θεϊκής
γλώσσας που αυτά μεταφέρουν στους ανθρώπους, η οποία δεν είναι τίποτα άλλο παρά
η ανθρώπινη γνώση η οποία είναι κρυμμένη στο ασυνείδητο. Αυτός ο προικισμένος
άνθρωπος άρχισε να ανιχνεύει με τις γνώσεις που διέθετε τις ασυνείδητες
δυνάμεις που οδηγούσαν τον Ιφικλο στην ανικανότητά του. Με λίγα λόγια η
προσέγγισή του ήταν καθαρά ψυχαναλυτική, αφού διέγνωσε ότι η αιτία της
ανικανότητας του νέου βρισκόταν μέσα στην ίδια την ψυχή του. Η αδυναμία των
πουλιών να φανερώσουν στον Μελάμποδα την αιτία αυτής της ανικανότητας δείχνει
πόσο βαθειά ήταν κρυμμένο το μυστικό του Ιφικλου μέσα στο ασυνείδητό του, ώστε
ο μάντης δεν μπόρεσε να το αποκαλύψει με την πρώτη προσπάθεια. Κατά την άποψη
του Γ. Τσουκαντά η αρχική αυτή δυσκολία υποδηλώνει την γνωστή στους ψυχιάτρους
και ψυχαναλυτές αντίσταση που
προέβαλε ο νέος στην προσπάθεια του Μελάμποδα να φέρει στην επιφάνεια της
συνείδησης τα λησμονημένα βιώματά του.[32]
Η
πρόσκληση προς τον γύπα, προκειμένου αυτός να διαφωτίσει τον θεραπευτή για την
αιτία της ασθένειας, έχει εξαιρετική συμβολική και ψυχολογική σημασία. Κατ’
αρχήν ο γύπας είναι εκείνο το πτηνό που τρώει τα ψοφίμια και επομένως
συμβολίζει την «κάθαρση». Κατά συνέπεια αυτός είναι εκείνος που μπορεί να
οδηγήσει τον Ιφικλο στη λύτρωση, επιτυγχάνοντας την κάθαρσή του από τα
καταπιεσμένα, αλλά όχι και απονεκρωμένα, αρνητικά βιώματά του. Όμως ο γύπας
έχει και μία άλλη πολύτιμη ιδιότητα. Γνωρίζει το πρόβλημα του νέου, γιατί και ο
ίδιος το έχει ζήσει σα μία προηγούμενη κατάσταση της ύπαρξής του. Κατά την
μυθολογία ο γύπας είναι η μεταμόρφωση σε πτηνό του Αιγυπιού. Αυτός είχε ενωθεί
μία νύχτα με την μητέρα του, χωρίς να το γνωρίζει, πιστεύοντας ότι δίπλα του
ήταν μία άλλη γυναίκα. Η μητέρα του όταν το αντιλήφθηκε θέλησε να τον τυφλώσει
για το ανοσιούργημα που διέπραξε. Όμως ο Δίας από ευσπλαχνία μεταμόρφωσε και
τους δύο σε πουλιά και τον Αιγυπιό επέλεξε να τον κάνει γύπα.[33]
Στο μύθο αυτό, που μας θυμίζει πολύ το μύθο του Οιδίποδα, ανιχνεύεται η γνώση
του Μελάμποδα ότι η αιτία της ερωτικής ανικανότητας του Ιφικλου βρισκόταν
αναμφισβήτητα στις ένοχες επιθυμίες του προς τη μητέρα του, δηλαδή στο
οιδιπόδειο σύμπλεγμα που είχε σαν συνέπεια το φόβο του ευνουχισμού και την
επακόλουθη ανικανότητά του.
3) Η αφήγηση του γύπα.
Η
παρεμβολή του γύπα και οι εξηγήσεις που αυτός έδωσε, αποτελούν το κομβικό
σημείο του μύθου. Μέσα από την αφήγησή του για το ιστορικό της εμφάνισης της
ανικανότητας του Ιφικλου ανιχνεύουμε μια σύγχρονη ψυχαναλυτική διαγνωστική
διαδικασία που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από την σημερινή αντίστοιχη επιστήμη.
Εδώ έχουν τις ρίζες τους οι συλλήψεις του Φρόυντ για τον μηχανισμό της
απώθησης, της προβολής και της καθήλωσης, αλλά και της αμφιθυμίας των
συναισθημάτων. Όμως εντύπωση προκαλεί και η θεραπευτική διαδικασία την οποία
συμβούλευσε ο γύπας και η οποία, αν ερμηνεύσουμε σωστά τα σύμβολά της, μας
οδηγεί κατ’ ευθείαν στην σημερινή ψυχαναλυτική θεραπεία. Ο γύπας, δηλαδή ο
Μελάμπους, διέγνωσε κατ’ αρχήν ότι τον πυρήνα της ανικανότητας του Ιφικλου
αποτελούσε το κρυμμένο ψυχικό τραύμα, που ήταν η απειλή του ευνουχισμού. Οι εικόνες
του μύθου, όπως αυτές μας μεταφέρονται από τις αρχαίες πηγές, δεν αφήνουν καμία
αμφιβολία ως προς αυτό. Εδώ υπάρχουν όλα τα στοιχεία που οδηγούν σε αυτό το
συμπέρασμα :
Υπάρχει
κατ’ αρχήν η ίδια η ζωντανή εικόνα των κριαριών που ευνουχίζονται από τον
πατέρα, εικόνα η οποία από μόνη της δημιουργεί συνειρμούς στην ψυχή του
παιδιού, λόγω της ιδιοσυστασίας του μη πλήρως διαμορφωμένου ψυχισμού του. Αλλά
παρόντα είναι και τα σύνεργα του ευνουχισμού : Το μαχαίρι, το φρέσκο αίμα από
τον διαδραματιζόμενο ευνουχισμό των κριαριών και η πατρική απειλή προς τον
μικρό γυιό του. Μια πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση για την αιτία που προκάλεσε
τον φόβο του ευνουχισμού στο παιδί θα ήταν η άμεση απειλή του πατέρα, η οποία
προκλήθηκε από το γεγονός ότι το παιδί είχε επιδοθεί στην θωπεία των γεννητικών
του οργάνων. Πρόκειται για την ενασχόληση του παιδιού με τα γεννητικά του
όργανα, θεωρία την οποία παρουσίασε πρώτος ο Φρόυντ και ανέλυσε με οξυδέρκεια
στο έργο του «Τοτέμ και Ταμπού», ως μια παθογενή καθήλωση ιδεοληπτικής
νεύρωσης.[34]
Η
παρουσία όμως του γύπα (αιγυπιού) στον μύθο, ο οποίος έγινε ακούσιος αιμομίκτης
όπως αναφέρεται πάρα πάνω, δίνει άλλες διαστάσεις στην ερμηνευτική προσπάθεια.
Συνδέει δηλαδή το άγχος του ευνουχισμού με τις ένοχες ερωτικές επιθυμίες του
αγοριού προς την μητέρα του (οιδιπόδειο σύμπλεγμα) και την αντίστοιχη επιθετική
στάση απέναντι στον πατέρα του. Εδώ φανερώνεται ολοζώντανη η ανάλυση του Φρόυντ
στην ψυχική σύγκρουση της φοβίας ενός πεντάχρονου αγοριού, ένεκα των
συγκρουσιακών οιδιποδειακών στοιχείων που πάλευαν μέσα στην ψυχή του στο έργο
του «Ο Μικρός Χανς». Οι συγκρίσεις και οι συσχετισμοί αυτής της ανάλυσης του
Φρόυντ με τα στοιχεία που υπάρχουν στο μύθο έρχονται αυτόματα και αβίαστα μπροστά
μας. Έτσι ο αρχαίος μύθος αποτελεί μία αντανάκλαση της πρώιμης μυθολογικής
γνώσης πάνω στην επιστημονική ανάλυση του πατέρα της ψυχανάλυσης, τρεις
χιλιάδες χρόνια αργότερα, ενώ παράλληλα επιβεβαιώνεται και η ρήση του
Ηράκλειτου ότι οι φθόγγοι που βγαίνουν από το στόμα της Σίβυλλας, δηλαδή η
βαθειά κρυμμένη ανθρώπινη γνώση, φτάνουν χίλια χρόνια μακρυά.
Το μαχαίρι
που είναι το όργανο με το οποίο υλοποιείται η απειλή του ευνουχισμού
μετατρέπεται σε κεντρικό στοιχείο του μύθου. Το μαχαίρι στη γλώσσα των συμβόλων
υποδηλώνει τον φαλλό, σύμφωνα με τον Φρόυντ, και την φαλλική διείσδυση, σύμφωνα
με την άποψη άλλων συγγραφέων. Ο Γιουνγκ είδε στη σεξουαλικότητα που εκφράζεται
με τον φαλλό την ίδια την ορμή, την ώθηση και τη λαχτάρα για ζωή που μοιάζει με
την «ζωική ορμή», όπως την διατύπωση ο Μπεργκσόν. Όμως το μαχαίρι έχει
πολυσήμαντη έννοια, πράγμα που συμβαίνει με όλα τα μυθολογικά σύμβολα. Έτσι,
εκτός από την έννοια που σημειώθηκε πάρα πάνω, σημαίνει και την επιθετικότητα,
τόσο την υγιή, που ταυτίζεται με την έννοια της ζωικής ορμής του Μπεργκσόν, όσο
και την αρνητική. Αυτή η τελευταία όταν κατευθύνεται προς τον εξωτερικό κόσμο
εμφανίζεται ως σαδισμός, ενώ όταν κατευθύνεται προς τα μέσα, δηλαδή προς το
ίδιο το άτομο, εμφανίζεται ως μαζοχισμός αλλά και ως θυσία. Στο σύμβολο λοιπόν
του μαχαιριού μεταφέρονται, μέσω του μηχανισμού της εξωτερίκευσης,[35]
όπως τον προσδιόρισε η Καάρεν Χόρνευ, όλα τα ψυχοπαθολογικά στοιχεία που
συγκροτούν τη συγκρουσιακή δομή του παιδιού. Και αυτά είναι οι απαγορευμένες
επιθυμίες απέναντι στη μητέρα του, η τρομερή φαντασιακά παρουσία του
απαγορευτικού πατέρα, η απειλή του ευνουχισμού και το συνακόλουθο μίσος του
προς αυτόν τον οποίο αντιμετωπίζει ως αντίζηλο, αλλά και ο φόβος που πηγάζει
από τα εχθρικά αυτά συναισθήματα. Το βάρος ακριβώς αυτό και την
καταθλιπτικότητα των συναισθηματικών αυτών καταστάσεων δεν μπορεί να αντέξει το
παιδί και ο ψυχισμός του αρχίζει να αναπτύσσει αμυντικούς μηχανισμούς, όπως μας
τους έχει περιγράψει ο Φρόυντ. Η πρώτη αμυντική του στάση είναι η προβολή. Δηλαδή όλος ο συγκρουσιακός
γόρδιος δεσμός που έχει δημιουργηθεί μέσα στην ψυχή του παιδιού προβάλλεται
στον εξωτερικό κόσμο. Το παιδί προβάλλει, δηλαδή μεταφέρει τις καταστάσεις και
τα συναισθήματά του, προς τα έξω σαν να επρόκειτο για καταστάσεις που δεν
συμβαίνουν μέσα στην ψυχή του, αλλά έξω από αυτήν. Αυτό συμβολίζεται με την
τοποθέτηση του μαχαιριού, στο οποίο ενσαρκώνεται όλη η συγκρουσιακή δομή, στον
κορμό του δένδρου. Με τον τρόπο αυτό προσπάθησε να επιτύχει τη ανακούφισή του
από το βάρος των συναισθημάτων που είχε μέσα. Όμως ο αρχαίος μυθοπλάστης
γνώριζε πολύ καλά τις ιδιότητες του μηχανισμού της προβολής. Εγνώριζε δηλαδή
ότι, παρά την εξωτερίκευση, τα συναισθήματα εξακολουθούσαν να υπάρχουν και να
δρουν στο υποσυνείδητο του παιδιού. Αυτό καταδεικνύεται και από την επιλογή του
δένδρου στο οποίο έμπηξε ο πατέρας το μαχαίρι και το οποίο κατά τον Απολλόδωρο
ήταν η ιερή βαλανιδιά. Το δένδρο αυτό συμβολίζει το ανθρώπινο σώμα, την ίδια τη
ζωή και στην προκειμένη περίπτωση το σώμα του Ιφικλου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι
η βαλανιδιά παράγει βαλανίδια, δηλαδή καρπούς οι οποίοι συσχετίζονται με το
ανδρικό γεννητικό μόριο και για το λόγο αυτό το δένδρο αυτό ήταν και το έμβλημα
των θεών της γονιμότητας.
Όμως
ο αμυντικός συμβολισμός της προβολής δεν ήταν αρκετός για να ανακουφίσει τον
Ιφικλο από την καταθλιπτικότητα των συναισθημάτων του, η οποία ετροφοδοτείτο
από την αμφιθυμική ιδιοσυστασία τους. Γι’ αυτό το λόγο επιστράτευσε ως δεύτερο
αμυντικό μηχανισμό την απώθηση.
Θέλησε δηλαδή να απομακρύνει το οδυνηρό βίωμα από τη συνείδησή του και να το
κρύψει στο ασυνείδητο. Η διαδικασία αυτή με παραστατικό τρόπο περιγράφεται στο
μύθο, όπου αναφέρεται ότι με την πάροδο του χρόνου ο κορμός του δένδρου καθώς
μεγάλωνε κάλυψε το μαχαίρι. («αμφιτροχώσας
εκάλυψε ο φλοιός»).[36] Είναι
μία ποιοτικά δοσμένη σύλληψη που καταδεικνύει ότι το απωθημένο βίωμα του
Ιφικλου ξεχάστηκε με την πάροδο του χρόνου, αφού κρύφτηκε μέσα στην άβυσσο του
ασυνειδήτου. Όμως το απωθημένο βίωμα δεν εξαλείφθηκε, παρά την επιστράτευση των
δύο πάρα πάνω αμυντικών μηχανισμών. Ούτε η προβολή επέφερε την ποθητή λύτρωση,
αφού η τραυματική εμπειρία απλώς μεταφέρθηκε στο συμβολικό σώμα του παιδιού,
δηλαδή στην βαλανιδιά, χωρίς να εξαφανιστεί, αλλά ούτε και η απώθηση. Και αυτό
καταδεικνύεται από το γεγονός ότι το καταπιεσμένο βίωμα εξακολούθησε να
εκπέμπει την τοξική του επενέργεια στην ψυχική δομή του Ιφικλου, προκαλώντας
του την ερωτική ανικανότητα. Εδώ ανιχνεύουμε και τα πρώτα στοιχεία για τη
διαμόρφωση από τους σύγχρονους ψυχαναλυτές της έννοιας της καθήλωσης. Η αναχαίτιση δηλαδή της σεξουαλικής λειτουργίας, ένεκα
του παιδικού τραυματικού βιώματος, προκάλεσε στον Ιφικλό την αναστάτωση στην
αρμονία της φυσιολογικής του ανάπτυξης. Έτσι ενώ το παιδί μεγάλωνε δεν
εξελισσόταν σύμφωνα με τη φύση του στο σεξουαλικό πεδίο, επειδή ο φόβος που
συνόδευε το παιδικό τραυματικό βίωμα ήταν συνεχώς παρών στη συνείδησή του και
απαγόρευε την εκδήλωση της σεξουαλικής επιθυμίας. Εδώ διαπιστώνουμε ότι ο
μυθοπλάστης γνωρίζει εκτός από την καθήλωση και την παλινδρόμηση, αφού ο Ιφικλος δηλώνει και στην ώριμη πλέον
σεξουαλικά ηλικία του τις παιδικές σαδιστικές τάσεις ενάντια στον πατέρα του,
οι οποίες ακριβώς ένεκα της παλινδρόμησης έχουν ταυτιστεί με κάθε προσπάθεια
για εμφάνιση της σεξουαλικότητας, την οποία και συνοδεύουν με τον καταθλιπτικό
τους χαρακτήρα.
Ένα
στοιχείο του μύθου που αξίζει να τονιστεί ιδιαίτερα είναι η σκουριά την οποία
παρουσίασε το μαχαίρι με την πάροδο του χρόνου, η οποία προήλθε από τους χυμούς
του δένδρου. Εδώ μας έρχεται στο νου ο Ηράκλειτος, σύμφωνα με τον οποίο η ξηρή
ψυχή είναι η σοφότερη και η καλύτερη («αύη
ψυχή σοφωτάτη και αρίστη»), ενώ η ύγρανσή της ισοδυναμεί με το θάνατο.[37]
Το μαχαίρι που συμβολίζει τη ζωική, επομένως και τη σεξουαλική, δύναμη του
Ιφικλου σκούριασε δηλαδή έγινε τοξικό, επειδή η ψυχή του παιδιού ήταν υγρή, με
την έννοια που αναφέρεται στον Ηράκλειτο. Το παιδί, χωρίς να το γνωρίζει και
χωρίς να το θέλει, έμπλεξε στα πλοκάμια της γήινης μοίρας και η ψυχή του γέμισε
με εχθρότητα και οργή ενάντια στον πατέρα του, ο οποίος αντιπροσώπευε την
απαγόρευση των επιθυμιών του. Μέσα λοιπόν σε αυτό το υγρό – αρνητικό στοιχείο η
υγιής σεξουαλική δύναμη του παιδιού μεταστοιχειώθηκε, αφού ταυτίστηκε με τα
συναισθήματα μίσους και οργής ενάντια στον πατέρα του. Η σκουριά του μαχαιριού
υποδηλώνει αυτήν ακριβώς την τοξικοποίηση των συναισθημάτων, αλλά και της όλης
ψυχικής δομής του νέου.
Έκπληξη
προκαλεί πραγματικά και η θεραπευτική διαδικασία που ακολούθησε ο Μελάμπους, η
οποία και δείχνει ότι ο θεραπευτής αυτός εγνώριζε από την αρχαία εκείνη εποχή
τα μυστικά της ψυχανάλυσης. Η ορθή ερμηνευτική προσέγγιση του μύθου μας οδηγεί
στο συμπέρασμα ότι ο Μελάμπους ακολούθησε την ψυχαναλυτική διαδικασία όπως
ακριβώς την γνωρίζουμε σήμερα, προκειμένου να θεραπεύσει τον Ιφικλο. Η πρώτη
ενέργεια του ήταν η ανεύρεση του μαχαιριού μέσα στον κορμό του δένδρου. Με άλλα
λόγια ο εντοπισμός της ενδοψυχικής σύγκρουσης η οποία και παρήγαγε το νοσηρό
αποτέλεσμα μέσα στην ψυχική του δομή. Πώς θα επιτυγχανόταν αυτός ο στόχος; Ο
μύθος μας λέει με την κατάποση της σκουριάς διαλυμένης μέσα σε κρασί. Το μαχαίρι
έπρεπε να καθαρίσει από τη σκουριά. Δηλαδή να ξυστεί για να φύγουν από την υγιή
ζωική – σεξουαλική δύναμη του νέου τα τοξικά στοιχεία, δηλαδή τα συναισθήματα
οργής και μίσους που αυτός έτρεφε προς τον πατέρα του. Η σκουριά λοιπόν έπρεπε
να έρθει στην επιφάνεια της συνείδησης μέσω της κατάποσης, προκειμένου το
μαχαίρι να λάμψει και πάλι, όπως συνέβαινε πριν το παιδί να βιώσει το πάρα πάνω
τραυματικό του βίωμα. Η κατάποση, όπως αναφέρεται και στην αρχή αυτής της
εισήγησης στο μύθο του Δία ο οποίος κατάπιε τον Πρωτόγονο, συμβολίζει την
έλευση στο προσκήνιο της συνείδησης του απωθημένου στο ασυνείδητο βιώματος. Και
αυτό επιτυγχάνεται με την αργή, βασανιστική και κυρίως πικρή, όπως είναι η
γεύση της σκουριάς στη γλώσσα, διαδικασία της ψυχανάλυσης κατά την οποία ο
αναλυόμενος πρέπει να έρθει αντιμέτωπος με τα αρνητικά στοιχεία της
προσωπικότητάς του. Να συνειδητοποιήσει δηλαδή ότι, εκτός από αυτά που γνωρίζει
για τον εαυτό του, έχει και έναν άλλο εαυτό που τον αγνοεί και που το πρόσωπό
του είναι αποκρουστικό. Αυτή ακριβώς τη βασανιστική διαδικασία ακολούθησε και ο
Μελάμπους, όπως μας δείχνει ο μύθος. Ήταν η μόνη διαδικασία που μπορούσε να
οδηγήσει, και οδήγησε πράγματι, τον Ιφικλο στη λύτρωση από τα δεσμά που τον
είχαν ακινητοποιήσει στο παρελθόν. Η χρησιμοποίηση εξάλλου του κρασιού ενισχύει
αυτή την ερμηνεία, αφού το κρασί συμβολίζει τη σοφία που πίνεται σε υγρή μορφή
στις μυστηριακές τελετές, μεταβιβάζοντας πνευματική και ζωτική δύναμη στον
μυημένο.[38]
Άλλωστε ο οίνος στην κλασσική μυθολογία σχετίζεται με τον Διόνυσο που είναι και
ο θεός ο οποίος εκφράσει τη χαρά της ζωής, η οποία περιλαμβάνει και την ερωτική
έκφραση του ανθρώπου.
Η
θεραπεία λοιπόν του Ιφικλου από τον Μελάμποδα αποτελεί και την πρώτη γνωστή
στην ανθρωπότητα ψυχαναλυτική θεραπεία, η οποία ασκήθηκε από αυτόν με τους
ίδιους ακριβώς όρους και μέσα που καθιέρωσε ο Φρόυντ τρεις χιλιάδες χρόνια
περίπου αργότερα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Αναφέρεται από τον Κ. Kerenyi στο έργο του «Η Μυθολογία των
Ελλήνων», εκδ. Εστίας, γ’ έκδοση, σελ. 17.
[2] C. G. Jung – K. Kerenyi «Η Επιστήμη της Μυθολογίας», εκδ. Ιάμβλιχος, 1989, σελ.
103 κ.επ.
[3] Ηράκλειτος, Άπαντα, Πρόλογος – Μετάφραση
Τάσος Φάλκος – Αρβανιτάκης, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 119
[4] «Ορφικά Κείμενα», τόμος 1ος
Ορφική Θεολογία Συλλογή Otto Kern,
Μετάφραση Ερμηνευτική, Εισαγωγή – Σχόλια Μαρίας Ι. Σιδερη, εκδ. Πύρινος Κόσμος,
2005, σελ. 312-313. Σ.Ι.Ράγκος «Ψυχανάλυση και Αρχαία Ελληνική Θρησκεία» http//www.ekivolos.gr.
[5] C.G. Jung, «Η Ψυχολογία του
Ασυνειδήτου» εκδ. Ιάμβλιχος 2010, σελ.85.
[6] Freud Anna «Το Εγώ και οι Μηχανισμοί Αμυνας» εκδ. Καστανιώτη, σελ. 17.
[7] Erich Fromm «Η Ξεχασμένη Γλώσσα», εκδ. Μπουκουμάνη, 1975.
[8] Richard Geldard «Ηράκλειτος. Ο Σκοτεινός
Φιλόσοφος», έκδ. Αρχέτυπο, 2003, σελ. 39.
[9] C.G. Jung, οπ. παρ. σελ. 83 και
96.
[10] G.S. Kirk – J. E. Raven – M. Schofield «Οι
Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι», εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, 2001,
σελ. 215.
[11] Κώστας Αξελός «Ο Ηράκλειτος και η
Φιλοσοφία», εκδ. Εξάντας, 1974/1976, σελ. 90.
[12] Ι.Θ. Κακριδής «Ελληνική Μυθολογία», έκδ.
Εκδοτική Αθηνών, σελ. 219 κ.επ.
[13] C. G. Jung , όπ.παρ. σελ. 65.
[14] Αναστασία Ρήγα «Το Αρχαίο Δράμα και η
Σχέση του με την Ψυχανάλυση και το Ψυχόδραμα». Εισήγηση στο 2ο
Παγκόσμιο Συνέδριο ¨Η Αρχαία Ελλάδα και ο Σύγχρονος Κόσμος, Αρχαία Ολυμπία,
2002, εκδ. Πανεπιστημίου Πατρών, 2003, σελ. 264.
[15] Freud Sigmund , Άπαντα, Τόμος 6ος (Πέρα από την Αρχή της
Ηδονής), εκδ. Σμυρνιώτη, σελ. 270.
[16] Πλάτωνος Διάλογοι «Μένων», εκδ.
Ζαχαρόπουλου, 1954, Τόμος 7ος
[17] Πλάτωνος Διάλογοι «Φαίδων», εκδ.
Ζαχαρόπουλου, 1957, Τόμος 2ος
[18] Karen Horney “Αυτοανάλυση», εκδ. Καραβία, σελ. 120-121.
[19] Σ. Ι. Ράγκος οπ. παρ.
[20] Ηράκλειτος «Άπαντα», όπ. παρ., σελ. 133
[21] C. G Jung.
«Ο Άνθρωπος και τα Σύμβολά του», εκδ. Αρσενίδη, σελ. 168 κ.επ.
[22] Richard Geldard, όπ. παρ., σελ. 121.
[23]
Kirk – Raven, όπ. παρ. σελ. 200.
[24] Kirk Raven όπ.. παρ., σελ. 215.
[25] Φερεκίδης, Απόσπασμα 33 (2ο
βιβλίο) FGH Ι, σελ. 70.
[26] Γ.Α. Τσουκαντάς «Ο Ιατρομάντης Μελάμπους
και το Ψυχοσύμπλεγμα του Ιφικλου», σελ. 24, σημ. 39. Ανάτυπο από το Περιοδικό
«Νέον Αθήναιον», Τομ. Α’, Τευχ. 2, ε΄κδ. 1955.
[27] Απολλόδωρος Βιβλιοθήκη Ι 9, 12 (J. Frazer,
Loeb, 1921, Τομ. Ι.
[28] Ευστάθιος «Παρεμβολαί εις Ομήρου Οδυσ.» λ
287.
[29] Freud Sigmund «Τοτέμ και Ταμπού», εκδ. Δ. Δαρεμα, σελ. 168.
[30] Ευστάθιου, όπ. παρ. λ 287.
[31] J. Cooper,
«Λεξικό των Συμβόλων», εκδ. Πύρινος Κόσμος, 1992, σελ. 423.
[32] Γ.Α. Τσουκαντάς όπ. παρ. σελ. 23.
[33] Pierre Grimal, «Λεξικό της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Μυθολογίας», έκδ. University Studio Press, 1991, σελ.
55.
[34] S. Freud
όπ. παρ. σελ. 38 και επ.
[35] Karen Horney «Οι Συγκρούσεις του Εσωτερικού μας Κόσμου», έκδ. Α.
Καραβία, 1969, σελ. 153-173.
[36] Απολλόδωρος όπ. παρ.
[37] Kirk – Raven όπ. παρ. σελ. 209.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου