Ο ΤΟΥΡΚΟΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΑΓΑ ΓΟΝΑΤΙΣΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΑΡΑΝΤΑ! – “ΞΕΡΕΤΕ ΠΩΣ ΜΕ ΛΕΝΕ ΕΜΕΝΑ; ΜΕ ΛΕΝΕ ΣΑΡΑΝΤΟ”! (ΦΩΤΟ)
Πώς γλίτωσαν οι κάτοικοι του Γοματίου από τη σφαγή
«Εγώ είμαι το παιδί που έταξε η μάνα μου στους Αγίους Σαράντα και ζω και έχω και το όνομά τους»
«Κατάγομαι από την
Σεβάστεια της Μικράς Ασίας, όπου μαρτύρησαν οι Άγιοι Σαράντα»
Οι Άγιοι Σαράντα Μάρτυρες που μαρτύρησαν στη Σεβάστεια
Στην περιοχή του χωρίου Γοματίου της Χαλκιδικής υπήρχε μετόχι της Μονής Ξηροποτάμου.
Η κτηματική περιουσία του μετοχίου απαλλοτριώθηκε και παραμένει μόνον ο ναός προς τιμήν των αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, που υπάγεται στην ενορία Γοματίου. Η εορτή των αγίων Τεσσαράκοντα είναι και η κυρία εορτή της ενορίας. Λειτουργεί πάντοτε ο Μητροπολίτης Ιερισσού και παρατίθεται τράπεζα (κουρμπάνι) σ’ όλους τους προσκυνητές που έρχονται από το χωριό και από τα άλλα γειτονικά χωριά.
Το θαύμα της διάσωσης από τους στρατιώτες του Μαντέμ Αγά
Οι άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες συνδέονται με μία θαυμαστή διάσωση του χωριού από βέβαιη καταστροφή, η οποία διασώζεται στην προφορική παράδοση των κατοίκων.
Βρισκόμαστε στα 1905, όταν Τούρκοι στρατιώτες ήλθαν απεσταλμένοι από τον Μαντέμ Αγά της Στρατονίκης να πάρουν άνδρες για τα μεταλλεία. Ως γνωστόν τότε όλα τα χωριά της Βορείου Χαλκιδικής (Μαντεμοχώρια), ήσαν υποχρεωμένα να στέλνουν άνδρες στα μεταλλεία. Οι κάτοικοι όμως του Γοματίου αντέδρασαν βίαια στην στρατολόγηση εργατών και σκότωσαν τους Τούρκους στρατιώτες.
Αυτό όμως εξόργισε τους Τούρκους και ο Σουλτάνος διέταξε να καεί το χωριό και να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι κάτοικοι. Ξεκίνησε λοιπόν σώμα στρατού από την Θεσσαλονίκη με κατεύθυνση το Γομάτι και σκοπό να εκτελέσουν τα διαταχθέντα. Μόλις όμως έφθασαν κοντά στο χωριό, όπου ευρίσκεται ο ναός των αγίων Τεσσαράκοντα, συνέβη κάτι το θαυμαστό. Ο επικεφαλής αξιωματικός λυπήθηκε τον κόσμο και άλλαξε γνώμη:
-«Γιατί να τους τιμωρήσω με τέτοιο σκληρό τρόπο;»
Έφθασε στην πλατεία του χωριού και εκεί συγκέντρωσε όλους τους Χριστιανούς, οι οποίοι τρομοκρατημένοι περίμεναν την δίκαιη τιμωρία τους. Τότε ο Τούρκος αξιωματικός ρώτησε:
-«Δεν μου λέτε, τι άγιος είναι η εκκλησία που είναι έξω από το χωριό σας»;
-Άγιοι Σαράντα, απάντησαν οι κάτοικοι.
-«Αλήθεια; Είναι άγιοι Σαράντα; Ξέρετε πώς με λένε έμενα; Με λένε Σαράντο. Ας είμαι Τούρκος. Κατάγομαι από την Σεβάστεια της Μικράς Ασίας, όπου μαρτύρησαν οι Άγιοι Σαράντα. Η μητέρα μου έκανε παιδιά, άλλα κανένα δεν ζούσε. Μια χριστιανή είπε στη μάνα μου να με τάξη στους Αγίους Σαράντα. Εκεί στη Σεβάστεια κατοικούσαν Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Εγώ είμαι το παιδί που έταξε η μάνα μου στους αγίους Σαράντα και ζω και έχω και το όνομά τους. Ε, οι άγιοι Σαράντα που έσωσαν εμένα, έσωσαν και σας. Γιατί μόλις έφθασα μπροστά στο εκκλησάκι τους άλλαξα γνώμη. Εμπρός, συνέχισε, πάμε όλοι μαζί να τους ευχαριστήσουμε».
Όλοι μαζί γεμάτοι ευγνωμοσύνη και εμπρός ο Τούρκος κατευθύνθηκαν στο μετόχι των Αγίων Σαράντα. Τότε ο Τούρκος γονάτισε μπροστά στην εικόνα των αγίων και γεμάτος συγκίνηση έβγαλε μια χρυσή λίρα και την κρέμασε στην εικόνα. Όλοι γεμάτοι ευγνωμοσύνη ευχαρίστησαν τους αγίους Σαράντα για την θαυμαστή τους διάσωση.
Εμείς δε που ακούμε και διαβάζουμε το θαύμα αυτό, ας δώσουμε δόξα στον εν Τριάδι Θεό, που γίνεται θαυμαστός «διά των αγίων Του».
Οι μαρτυρήσαντες στη λίμνη της Σεβάστειας
Στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα έζησαν και μαρτύρησαν στη Σεβάστεια της ιστορικής και αγιοτόκου μικρασιατικής γης σαράντα επίλεκτοι στρατιώτες, οι οποίοι κατάγονταν από διαφορετικούς τόπους, αλλά τους ένωνε η βαθιά και ακλόνητη πίστη τους στον Ιησού Χριστό, τον μόνο αληθινό και παντοδύναμο Θεό. Σύμφωνα με τους Παρισινούς Κώδικες 1575 και 1476 τα ονόματά τους ήταν: Κυρίων, Κάνδιδος (ή Κλαύδιος), Δόμνος, Ευτύχιος (ή Ευτυχής), Σεβηριανός, Κύριλλος, Θεόδουλος, Βιβιανός, Αγγίας, Ησύχιος, Ευνοϊκός, Μελίτων, Ηλιάδης (ή Ηλίας), Αλέξανδρος, Σακεδών (ή Σακερδών), Ουάλης, Πρίσκος, Χουδίων, Ηράκλειος, Εκδίκιος (ή Ευδίκιος), Ιωάννης, Φιλοκτήμων, Φλάβιος, Ξάνθιος (ή Ξανθιάς), Ουαλέριος, Νικόλαος, Αθανάσιος, Θεόφιλος, Λυσίμαχος, Γάιος, Κλαύδιος, Σμάραγδος, Σισίνιος, Λεόντιος, Αέτιος, Ακάκιος, Δομετιανός (ή Δομέτιος), δύο Γοργόνιοι, Ιουλιανός (ή Ελιανός ή Ηλιανός) και Αγλάιος ο καπικλάριος.
Την εποχή αυτή (308-323) αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν ο Λικίνιος, ο οποίος το 313 είχε συνυπογράψει με τον Μέγα Κωνσταντίνο το περίφημο «Διάταγμα των Μεδιολάνων», το οποίο διακήρυττε την ανεξιθρησκεία, γεγονός που παρείχε στους πολίτες του Ανατολικού και Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους τη θρησκευτική ελευθερία. Αλλά μετά από επτά χρόνια ο Λικίνιος στη μανιώδη προσπάθειά του να επικρατήσει και να εξαπλωθεί η ειδωλολατρεία έναντι της χριστιανικής πίστεως, εξαπέλυσε φοβερό διωγμό εναντίον των χριστιανών. Γι’ αυτό και έδωσε την εντολή στους διοικητές των ανατολικών επαρχιών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας να συλλαμβάνουν και να θανατώνουν με φρικτά βασανιστήρια τους χριστιανούς, οι οποίοι αρνούνται να θυσιάσουν στα είδωλα.
Ο διοικητής της επαρχίας του Πόντου, όπου βρισκόταν και η πόλη της Σεβάστειας, ήταν την εποχή εκείνη ο θηριώδης και αιμοβόρος Αγρικόλας, ο οποίος είχε καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για τη δημιουργία και οργάνωση ισχυρού και ετοιμοπόλεμου στρατού που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις εισβολές των εχθρών και κυρίως των Γότθων. Στον στρατό της επαρχίας του Πόντου υπηρετούσαν σαράντα επίλεκτοι στρατιώτες, οι οποίοι χάρη στις ικανότητες και στην απαράμιλλη ανδρεία τους είχαν νικήσει τους Γότθους σε όλες τις φονικές μάχες και είχαν αναδειχθεί σε ακοίμητους φρουρούς και ισχυρούς προστάτες της Σεβάστειας και ολόκληρης της επαρχίας του Πόντου. Οι συνεχείς όμως επιτυχίες των σαράντα επίλεκτων αυτών στρατιωτών οφείλονταν στη δύναμη του Ιησού Χριστού, τον Οποίο λάτρευαν ως τον μόνο αληθινό Θεό, αφού ήταν πιστά μέλη της Εκκλησίας του Χριστού. Όταν ο Αγρικόλας πληροφορήθηκε ότι οι σαράντα αυτοί γενναίοι και χαρισματικοί στρατιώτες είναι χριστιανοί, έδωσε αμέσως την εντολή να πειθαρχήσουν στο διάταγμα του αυτοκράτορα και να προσφέρουν θυσία στους ειδωλολατρικούς θεούς. Οι σαράντα όμως χριστιανοί στρατιώτες ομολόγησαν τον Χριστό και απάντησαν όλοι μαζί με μία φωνή ότι είναι χριστιανοί και ότι αποστρέφονται τα είδωλα, τα οποία θεωρούν βδελύγματα.
Για την αγάπη και τη δόξα του Ουρανίου Βασιλέως
Ο Αγρικόλας ξαφνιάστηκε από τη γενναία ομολογία της χριστιανικής ιδιότητος των σαράντα χαρισματικών στρατιωτών του και αρχικά προσπάθησε, επαινώντας την ανδρεία και τη σωφροσύνη τους, αλλά και την προθυμία τους να πολεμούν υπέρ του βασιλέως, να τους πείσει να θυσιάσουν στους ειδωλολατρικούς θεούς. Μάλιστα τους υποσχέθηκε μεγάλες τιμές και αξιώματα, εάν πειθαρχήσουν στη διαταγή του αυτοκράτορα. Όμως οι σαράντα γενναίοι χριστιανοί στρατιώτες απάντησαν με παρρησία ότι μπορεί με πολλή προθυμία να πολέμησαν για τη δόξα του βασιλέως, αλλά ήρθε η ώρα να αγωνισθούν με ακόμη μεγαλύτερη προθυμία για την αγάπη και τη δόξα του Ουρανίου Βασιλέως, ο Οποίος θα τους προσφέρει πλουσιοπάροχα τα αιώνια αγαθά και όχι τα πρόσκαιρα και τα γήινα, και θα τους εξασφαλίσει τον αμάραντο στέφανο της δικαιοσύνης και τη δόξα της μακαριότητος των δικαίων. Επιπλέον του δήλωσαν ότι το μόνο που τους τρομάζει, είναι η τιμωρία της κολάσεως.
Μόλις ο Αγρικόλας άκουσε αυτούς τους λόγους εξοργίστηκε, και έδωσε την εντολή να τους κλείσουν στη φυλακή, ελπίζοντας ότι θα κάμψει το αγωνιστικό τους φρόνημα. Οι Άγιοι δεν δείλιασαν καθόλου, αλλά με προθυμία οδηγήθηκαν στη φυλακή, όπου προσευχόμενοι ζήτησαν τη βοήθεια του Κυρίου, λέγοντας «Φύλαξον ἡμᾶς, Κύριε, εἰς τήν ἀληθινήν πίστιν Σου καί λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν σκανδάλων τῆς ἀνομίας».
Σταθεροί και ακλόνητοι στην ομολογία του Χριστού
Κατά τα μεσάνυχτα και ενώ οι Άγιοι προσεύχονταν αδιάλειπτα και με ακλόνητη πίστη στον Ιησού Χριστό, εμφανίστηκε ο Κύριος μέσα σ’ ένα υπερκόσμιο φως και τους ενίσχυσε στον αγώνα τους, επαινώντας την προθυμία τους να μαρτυρήσουν για την αγάπη Του. Όμως μεταξύ άλλων τόνισε ότι όποιος υπομείνει μέχρι τέλους, αυτός και θα σωθεί. Και πράγματι ο λόγος του Κυρίου «Ὁ υπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται» υπήρξε προφητικός, αφού γνώριζε ότι ένας από τους σαράντα μάρτυρες θα δείλιαζε κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου, θα εγκατέλειπε τον αγώνα και θα έχανε τον αμάραντο στέφανο της δόξας του Ουρανίου Βασιλέως. Μετά τη θαυμαστή εμφάνιση και τα προφητικά λόγια του Κυρίου μέσα στη φυλακή, συνέχισαν οι Άγιοι να προσεύχονται μέχρι που ξημέρωσε. Ο ηγεμόνας Αγρικόλας διέταξε να φέρουν τους σαράντα στρατιώτες ενώπιον του και προσπάθησε με κολακευτικά λόγια να τους πείσει να αρνηθούν τον Ιησού Χριστό, λέγοντάς τους ότι είναι οι ωραιότεροι, γενναιότεροι και συνετότεροι στρατιώτες που έχει συναντήσει στη ζωή του.
Τους προειδοποίησε όμως ότι εάν δεν υπακούσουν στο πρόσταγμά του, θα τους τιμωρήσει. Τότε ένας από τους στρατιώτες, ονόματι Κάνδιδος, του δήλωσε με παρρησία ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν την πίστη τους στον Κύριο, ενώ τον αποκάλεσε άγριο άνθρωπο και μάλιστα αγριότερο από όλα τα θηρία που προσπαθεί με κολακείες και υποκρισίες να καλύψει την αγριότητά του. Μόλις ο Αγρικόλας άκουσε αυτά τα λόγια, εξοργίστηκε τόσο πολύ, ώστε ευρισκόμενος σε κατάσταση παραφροσύνης, διέταξε να δέσουν τα χέρια των σαράντα μαρτύρων και σέρνοντας και χτυπώντας τους, να τους οδηγήσουν στη φυλακή μέχρι να έρθει ο δούκας Λυσίας από την Καισάρεια. Μέσα στη φυλακή οι Άγιοι συνέχισαν να προσεύχονται και να δοξολογούν το πάντιμο όνομα του Θεού. Μεταξύ των στρατιωτών ήταν και ο Κυρίων, ο οποίος ενίσχυσε το αγωνιστικό φρόνημα και την πίστη των συστρατιωτών του, λέγοντάς τους να μείνουν όλοι μαζί σταθεροί και ακλόνητοι στην ομολογία του Χριστού, ώστε να αξιωθούν της αιωνίου ζωής και δόξας.
«Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος»
Ο Αγρικόλας κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τους επιβληθεί με ήρεμο τρόπο και διέταξε να τους βασανίσουν. Οπότε, μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα, τους ρίχνουν στα κρύα νερά μιας λίμνης. Το μαρτύριο ήταν φρικτό. Τα σώματα άρχισαν να μελανιάζουν. Αλλα αυτοί ενθάρρυναν ο ένας τον άλλο, λέγοντας: «Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος. Λίγο ας υπομείνουμε και σε μια νύχτα θα κερδίσουμε ολόκληρη την αιωνιότητα».
Ενώ προχωρούσε το μαρτύριο, ένας μόνο λιποψύχησε και βγήκε από τη λίμνη. Τον αντικατέστησε όμως ο φρουρός (Αγλάιος), που είδε τα στεφάνια πάνω από τα κεφάλια τους. Ομολόγησε το Χριστό, μπήκε στη λίμνη και μαζί με τους 39 παίρνει και αυτός το στεφάνι του μαρτυρίου, αφού μισοπεθαμένους τους έβγαλαν το πρωί από τη λίμνη και τους συνέτριψαν τα σκέλη. Τα μαρτυρικά λείψανα ευρέθησαν από τους Χριστιανούς σε κάποιο γκρεμό, όπου είχαν συναχθεί κατά θεία οικονομία και ενταφιάσθηκαν με ευλάβεια.
Στον Ευεργετινό αναφέρεται ότι ενώ οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες βρίσκονταν στο στάδιο της αθλήσεως έχοντας παραμείνει όλη τη νύχτα μέσα στην παγωμένη λίμνη και καθώς τους έσερναν στον αιγιαλό για να τους συντρίψουν τα σκέλη, η μητέρα ενός Μάρτυρος παρέμενε εκεί πάσχουσα με αυτούς, βλέποντας το παιδί της που ήταν νεότερο στην ηλικία από όλους, μήπως και λόγω του νεαρού της ηλικίας και της αγάπης προς την ζωή, δειλιάσει και βρεθεί ανάξιο της τιμής και της τάξεως των στρατιωτών του Χριστού. Στεκόταν λοιπόν, εκεί και άπλωνε τα χέρια της προς το παιδί της λέγοντας: «Παιδί μου γλυκύτατο, υπόμεινε για λίγο και θα καταστείς τέκνο του Ουράνιου Πατέρα. Μην φοβηθείς τις βασάνους. Ιδού, παρίσταται ως βοηθός σου ο Χριστός. Τίποτε δεν θα είναι από εδώ και πέρα πικρό, τίποτα το επίπονο δεν θα απαντήσεις. Όλα εκείνα παρήλθαν, διότι όλα αυτά τα νίκησες με τη γενναιότητά σου. Χαρά μετά από αυτά, άνεση, ευφροσύνη. Όλα αυτά θα τα γεύεσαι, διότι θα είσαι κοντά στον Χριστό και θα πρεσβεύεις εις Αυτόν και για μένα που σε γέννησα».
Τα λείψανα των Αγίων βρήκε με θεία οπτασία, το έτος 438 μ.Χ., η αυτοκράτειρα Πουλχερία (βλέπε 17 Φεβρουαρίου) κρυμμένα στο ναό του Αγίου Θύρσου, πίσω από τον άμβωνα, στον τάφο της διακόνισσας Ευσέβειας σε δύο αργυρές θήκες, οι οποίες κατά την διαθήκη της Ευσέβειας, είχαν εναποτεθεί στον τάφο της στο μέρος της κεφαλής της. Στην συνέχεια η Πουλχερία οικοδόμησε ναό έξω από τα τείχη των Τρωαδησίων.
Καταγράφηκε από τον Πρωτοσύγκελο της Ι. Μητροπόλεως Ιερισσού Αρχιμ. Χρυσόστομο Μαϊδώνη
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ “ΜΑΚΕΛΕΙΟ”
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου